Η Πύλη του Αγίου Ρωμανού της Κυπριακής Ρωμηοσύνης βρίσκεται στον Άγιο Γεώργιο, έξω από την σκλαβωμένη Κερύνεια. Εκεί έπεσαν μαχόμενοι μερικοί από τους τελευταίους ήρωες του Ελληνισμού, την ημέρα της Αλώσεως της Κύπρου.
Στις 22 Ιουλίου του 1974. Έπεσαν μαχόμενοι γενναία, σαν τους υπερασπιστές των τειχών της Βασιλεύουσας των Πόλεων το 1453, αρνούμενοι να υποχωρήσουν, αρνούμενοι να παραδοθούν, αδυνατώντας να αποδεχθούν πως η Μεγαλόνησος αλώνεται και αυτοί θα μείνουν ζωντανοί.
Η Κερκόπορτα της Κύπρου βρίσκεται στην ακτή Πέντε Μίλι και στο Πικρό Νερό της Κερύνειας, λίγο παραπέρα από τον Άγιο Γεώργιο.
Όμως, ο διαχρονικά παρών Εφιάλτης της ελληνικής Ιστορίας βρισκόταν κάπως πιο μακρυά εκείνες τις ημέρες: στην Αθήνα, στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων και στα Επιτελεία.
Οι μαχητές της 33ης Μοίρας Καταδρομών και η ηγεσία του 251 Τάγματος Πεζικού – με ό,τι είχε απομείνει από τη Μονάδα μετά από διήμερο αγώνα, εκεί, στην Πρώτη Γραμμή, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ήξεραν εκείνη τη Δευτέρα, 22 Ιουλιου του 1974, πως ο Εφιάλτης έχει φανεί «κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε».
Ο Εφιάλτης τούς είχε άλλωστε διατάξει να «πάνε για ύπνο» το βράδυ της 19ης Ιουλίου και τους συνιστούσε «αυτοσυγκράτηση» το πρωινό της 20ης Ιουλίου, την ώρα που οι «Μήδοι» πατούσαν την Κύπρο.
Ήξεραν λοιπόν πέραν πάσης αμφιβολίας πως «οι Μήδοι θα διαβούνε», αλλά αρνήθηκαν να φύγουν όταν η ισχυρότατη Τουρκική δύναμη που αποβιβάστηκε το πρωί της 22ας Ιουλίου εφόρμησε προς την Κερύνεια, με στόχο να ενώσει το παράλιο προγεφύρωμα με τον θύλακο της Λευκωσίας.
O Αντισυνταγματάρχης Παύλος Κουρούπης, διοικητής του 251 Τ.Π. της Κερύνειας, εθεάθη τελευταία φορά το απόγευμα της 22ας Ιουλίου του 1974, κοντά στην είσοδο της πόλης.
Μαζί του ήταν ο Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Τσιάκκας, επιτελής του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος, και μερικοί στρατιώτες του Τάγματος. Οι μαρτυρίες φέρουν τους δύο αξιωματικούς να μάχονται μέχρι τέλους, κυκλωμένοι, με το πιστόλι στο χέρι, έξαλλοι από το μέγεθος της προδοσίας και της διάλυσης που είχαν ολοφάνερα επιφέρει την άλωση του Νησιού.
Η αφήγηση για την τελευταία φορά που εθεάθησαν ζωντανοί, θυμίζει έντονα τη γραφή του Γεωργίου Φραντζή για τους συμπαραστάτες του τελευταίου Αυτοκράτορα της Ρωμιοσύνης, όταν ακούστηκε στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού το συγκλονιστικό «Η Πόλις Εάλω και ζω εισέτι;» του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Ο Λοχαγός Νικόλαος Κατούντας της 33ης Μ.Κ. προσπάθησε να διαφύγει προς τον Πενταδάκτυλο με μερικούς καταδρομείς του, όταν έσπασε η γραμμή άμυνας στον Άγιο Γεώργιο.
Στο ύψος του Τουρκοκυπριακού χωριού Τέμπλος, η ομάδα του κυκλώθηκε και ο ίδιος τραυματίστηκε. Διέταξε τους καταδρομείς του να φύγουν και τους κάλυψε, ενώ ο ίδιος έμεινε εκεί, τραυματισμένος, και έβαλλε κατά των Τούρκων με όσα πυρομαχικά του απέμειναν. Μέχρι τέλους.
Αυτές είναι οι τελευταίες εικόνες που μας έχουν παραδοθεί για αυτούς τους ‘Ελλαδίτες αξιωματικούς. Δεν τους είδε ποτέ ξανά, κανείς, μετά το απόγευμα της 22ας Ιουλίου 1974, νεκρούς ή ζωντανούς[i].
Ήταν η επική κορύφωση μιάς τριήμερης άνισης και προδομένης μάχης, η οποία ξεκίνησε το πρωινό της αποφράδας 20ης Ιουλίου του 1974, με τη βύθιση της Τορπιλακάτου Τ3 του Υποπλοιάρχου Ελευθέριου Τσομάκη στα ανοικτά της Κερύνειας. Μαζί της εβλήθη και η Τορπιλάκατος Τ1 του Σημαιοφόρου Νικολάου Βερύκιου, η οποία εξώκειλε στην κοντινή παραλία ενώ η Τ3 συμπαρέσυρε στον υγρό της τάφο όλο το πλήρωμα πλην του Αρχικελευστή Διονυσίου Μαγέτου, ο οποίος επέζησε αν και βαριά τραυματισμένος.
Δεν θα αναφερθούμε εκτενώς στο τι έγινε εκείνο το πρωινό στην Ελλάδα και στην Κύπρο, άλλωστε σε γενικές γραμμές είναι γνωστή η παγκόσμια ιστορική πρωτοτυπία της «αυτοσυγκράτησης» απέναντι στον εχθρό που έπληττε με κάθε τρόπο τις δυνάμεις άμυνας του Νησιού και αποβίβαζε δυνάμεις από θαλάσσης και αέρος για να το καταλάβει – είναι κάτι δύσκολο να το επεξεργαστεί ο ανθρώπινος νους.
Στο χώρος της από θαλάσσης αποβιβάσεως των Τουρκικών δυνάμεων, βρέθηκε να μάχεται ουσιαστικά μόνο του το 251 Τ.Π. του Αν/χη Π. Κουρούπη, ενώ έδρασε και μία ομάδα από οκτώ ΠΑΟ του 120 Λ.Β.Ο. (Λόχου Βαρέων Όπλων), υπό τον Υπολοχαγό Κωνσταντίνο Αργυρόπουλο.
Ο πλήρης αιφνιδιασμός (άν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο, πράγμα αμφίβολο) της ελληνικής πλευράς είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αδυναμία οργάνωσης μίας συνεκτικής άμυνας στην περιοχή του παράλιου προγεφυρώματος και βέβαια την αποτυχία εκτέλεσης κάποιου σοβαρού σχεδίου εξάλειψής του.
Γνωρίζουμε πλέον αρκετά καλά την εξέλιξη της μάχης στην Κερύνεια, στο τριήμερο του Αττίλα Ι (20-22 Ιουλίου 1974). Ήδη από τη δεκαετία του ‘90, «Η μάχη της Κύπρου» του Ταξιάρχου Γ. Σέργη (Εκδόσεις Βλάσση, Αθήνα 1999) περιείχε πλήθος πληροφοριών γιά τη μάχη αυτή, που συμπληρώθηκαν με όσα περιέχει «Η Έκθεση του ΓΕΕΦ για το 1974» του Σάββα Βλάσση (Eκδόσεις Δούρειος Ίππος, 2010, εξαιρετική δουλειά, πολύτιμος σχολιασμός πάνω σε σημαντικά επίσημα κείμενα για το 1974). Δεν ήταν όμως μόνο αυτές οι πηγές.
Αν και γραμμένο σε μία ιδιότυπη μορφή μυθιστορηματικής αφήγησης, το βιβλίο «1974 – Οι Αδικαίωτοι» του Υπολοχαγού Κωνσταντίνου Αργυρόπουλου δίνει μία εξαιρετική εικόνα του χάους που επικράτησε στην περιοχή του παράλιου προγεφυρώματος, εκεί που παιζόταν η τύχη της Κύπρου.
Είναι εμπειρία οδυνηρή, η ανάγνωσή του. Επίσης, οφείλεται έπαινος στις Εκδόσεις «Ινφογνώμων» που επιμελήθηκαν σχετικά πρόσφατα ένα συλλογικό αφιέρωμα στον Λοχαγό Ν. Κατούντα της 33ης Μ.Κ. («Νικόλαος Κατούντας – ο Λεωνίδας της Κερύνειας», 2019), το οποίο εκτός από την απόδοση της από πολλού χρόνου οφειλόμενης τιμής στον ήρωα Λοχαγό, περιέχει πολύτιμες μαρτυρίες για τους αγώνες της 33ης Μ.Κ. αλλά και για το συνολικό περίγραμμα της εποχής, σε ό,τι αφορά στον Ελληνικό Στρατό σε Ελλάδα και Κύπρο.
Το πρωινό της 22ας Ιουλίου 1974, μέσα στο χάος και στη δίνη της προδοσίας, οι 120 περίπου άνδρες της Κυπριακής 33ης Μοίρας Καταδρομών, διατάχθηκαν από τον Διοικητή Καταδρομών Κύπρου Σχη Κ. Κομπόκη, να μεταβούν στο προγεφύρωμα της Κερύνειας.
Ήταν μία αποστολή αυτοκτονίας, στο φώς της ημέρας, μακρυά από το είδος και το πνεύμα των αποστολών για τις οποίες εκπαιδεύονται οι καταδρομείς. Επί πλέον, ήταν βασισμένη σε ελλιπή πληροφόρηση και λανθασμένα στοιχεία. Ωστόσο, οι άνδρες της Μοίρας που δεν είχαν προλάβει να αποχαιρετήσουν τον Διοικητή τους, Ταγματάρχη Γεώργιο Κατσάνη, που έπεσε μαχόμενος στον Πενταδάκτυλο το πρωινό της 21ης Ιουλίου, χωρίς δεύτερη σκέψη ξεκίνησαν να συναντήσουν τον εισβολέα.
Ήταν δύο Λόχοι Κρούσης, διοικούμενοι από τον Λοχαγό Ν. Κατούντα και τον Υπολοχαγό Βασίλειο Ροκκά, και ένας Λόχος Υποστήριξης, διοικούμενος από τον Υπολοχαγό Αθανάσιο Αργύρη – μαζί ήταν και ο Υποδιοικητής της Μοίρας Λοχαγός Ευάγγελος Μαντζουράτος, τραυματίας όμως από τις μάχες που είχαν προηγηθεί.
Λίγο πριν τον Άγιο Γεώργιο, οι άνδρες του Λόχου Κατούντα που προπορευόντουσαν, συνάντησαν ό,τι είχε μείνει από την ομάδα του Υπολοχαγού Κ. Αργυρόπουλου. Οι δύο αξιωματικοί προσπάθησαν να δώσουν στους άντρες τους μία διάταξη μάχης, χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς τη θέση και τη δύναμη του εχθρού. Εκείνη την ώρα, εμφανίστηκαν κάποιοι στρατιώτες του 251 Τ.Π. που υποχωρούσαν, έχοντας υποστεί πίεση από την υπέρτερη Τουρκική δύναμη που αποβιβαζόταν από το πρωί.
Ο Ν. Κατούντας προσπάθησε να πληροφορηθεί από αυτούς για τη θέση και τη διάταξη των Τούρκων και εκείνοι απάντησαν πως είναι καλύτερα να φύγουν από εκεί επειδή οι Τούρκοι που εχουν αποβιβαστεί είναι πολλοί. Η μαρτυρία είναι πως ο Ν. Κατούντας του απάντησε θυμωμένα: «Σας ρώτησα πού είναι οι Τούρκοι και όχι πόσοι είναι!»,
Εκείνη την ημέρα, ο Νίκος Κατούντας διέγραψε σε μία νοητή τροχιά ολόκληρη την Ελληνική Ιστορία. Ξεκίνησε από την αρχαία Σπάρτη, με την απάντηση που έδωσε στον στρατιώτη του 251 Τ.Π. Πέρασε από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού στην Κωνσταντινούπολη με τον ηρωικό του αγώνα.
Και με τη θυσία του προσγειώθηκε στη νέα Πύλη του Αγίου Ρωμανού, στον Άγιο Γεώργιο της Κερύνειας, στο Νησί του Ευαγόρα. Και από εκεί στην Αθανασία, στην μακριά σειρά των ηρώων της Ελληνικής Ιστορίας, που γράφει ο Άγγελος Τερζάκης ότι «ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο».
Οι καταδρομείς της 33ης Μ.Κ. και οι αντιαρματιστές του 120 Λ.Β.Ο. προωθήθηκαν αμέσως φτάνοντας μέχρι τον Άγιο Γεώργιο, εκεί που είχε εμπλακεί πρώτη φορά ο Υπολοχαγός Αργυρόπουλος με τους Τούρκους, το απόγευμα της 20ης Ιουλίου. Και τότε, βρέθηκαν μπροστά στην εφόρμηση της πανίσχυρης Τουρκικής δύναμης, που διέθετε μεγάλο αριθμό αρμάτων μάχης Μ47 και τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού Μ113, ενώ είχε απεριόριστη αεροπορική κάλυψη καθώς και υποστήριξη από τα τουρκικά πλοία που ναυλοχούσαν στα ανοιχτά της Κερύνειας.
Η Τουρκική ενέργεια στόχευε στη συνένωση του παράλιου προγεφυρώματος με το αεροπρογεφύρωμα του Κιόνελι, και εκινείτο προς την κατεύθυνση της Κερύνειας (δείτε εδώ μία συγκλονιστική περιγραφή των στιγμών αυτών, από τον Αλέξανδρο Σημαιοφορίδη, τότε επικεφαλής του κλιμακίου ΚΥΠ Κερύνειας, με τον βαθμό του Λοχαγού). Η εφόρμηση ήταν αδύνατον να αντιμετωπισθεί με τον ελαφρύ οπλισμό που διέθεταν οι αμυνόμενοι που όμως αγωνίστηκαν με σθένος αντάξιο των καλύτερων παραδόσεων της Ελληνικής Ιστορίας.
Διαχωρισμένοι σε μικρότερες ομάδες, διεξήγαγαν επιβραδυντικό αγώνα, βάλλοντας με όποια όπλα διέθεταν απέναντι στα Τουρκικά τεθωρακισμένα και στους στρατιωτες που τα ακολουθούσαν. Η μάχη που δόθηκε είναι πραγματικά συγκλονιστική και ο απόηχός της ανιχνεύεται στις τουρκικές μαρτυρίες για την ημέρα εκείνη.
Κάποιοι καταδρομείς του Λόχου Κατούντα προσπάθησαν να σπάσουν τον κλοιό προς τον Πενταδάκτυλο. Άλλοι καταδρομείς του Λόχου Ροκκά, λίγοι στρατιωτες του Πεζικού και αντιαρματιστές, οπισθοχώρησαν μαχόμενοι προς την Κερύνεια για να αμυνθούν της πόλης.
Σέ μία ανεγειρόμενη οικοδομή, στην είσοδο της Κερύνειας, όχυρώθηκαν 39 στρατιώτες, υπό τους Υπολοχαγούς Κων/νο Αργυρόπουλο και Βασίλειο Ροκκά: «εκεί πάνω σε αυτή την οικοδομή, μετρήθηκαν τριαντατρείς καταδρομείς και έξη αντιαρματιστές ….για μία επιβραδυντική ενέργεια μέχρις οι ενισχύσεις να κατέφθαναν, διότι ήμασταν πεπεισμένοι, όπως πεπεισμένη πρέπει να ήταν και η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς, ότι αυτή εδώ ήταν η κύρια εχθρική προσπάθεια.»
(«Οι Αδικαίωτοι», σελ. 316-318). Οι ενισχύσεις δεν ήλθαν ποτέ, τα πάντα είχαν καταρρεύσει. Οι υπερασπιστές της ανεγειρόμενης οικοδομής κυκλώθηκαν, αντέταξαν λυσσασμένη άμυνα και άρχισαν να αποδεκατίζονται από τις βολές βαρέων όπλων που δέχονταν. Αρνήθηκαν να παραδοθούν.
Στις 17:00 περίπου, σχεδόν μία ώρα μετά την υποτιθέμενη «εκεχειρία», οι εναπομείναντες γενναίοι μαχητές έσπασαν τον κλοιό και έφυγαν προς την ελευθερία.
Από τους 39 «υπερασπιστές της πολυκατοικίας», είχαν μείνει μόνο 15 ζωντανοί, και κάποιοι εξ αυτών ήταν τραυματίες. «Μετά από μία ταχεία αναγνώριση στην περίμετρο εντοπίστηκε το κενό του πετάλου της τουρκικής διατάξεως. … Οι Τούρκοι δέχθηκαν ενα καταιγισμό πυρών από τη βάση υποστηρίξεως, που ίσχυσε μόνο για δεκαπέντε δευτερόλεπτα ….
οι ζωντανοί στρατιώτες με μία ανάσα εκτινάχθηκαν έξω από την πολυκατοικία και χύθηκαν … στα δρομάκια του νότιου τομέα της πόλεως. …. Από τους ένδεκα που διέφυγαν, οι δύο πρέπει να έχασαν τον προσανατολισμό τους και έκτοτε αγνοούνται οριστικά. Άλλοι τρείς έμειναν στους δρόμους της πόλεως νεκροί.
Έπεσαν στις οδομαχίες που κράτησαν γύρω στις δύο ώρες, ώσπου να κατορθώσουν να βγούν από την πόλη. … Σε δύο περιπτώσεις, όπου οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει πολυβόλα και ήλεγχαν μεγάλους τομείς χωρίς να είναι κανένας σε θέση να διαφύγει από τα πυρά τους, ανέλαβε ο ίδιος ο Υπολοχαγός Βασίλειος Ροκκάς, όπου προσεγγίζοντάς τα μόνος του εξουδετέρωσε τα πολυβολεία ρίπτοντάς τους χειροβομβίδες και αποτελειώνοντας τους υπηρέτες τους με το φορητό του οπλισμό.» («Οι Αδικαίωτοι», σελ. 326-335).
Από τους υπερασπιστές της ανεγειρόμενης οικοδομής, μόλις έξι διασώθηκαν και έφτασαν στο Στρατόπεδο της 33ης Μ.Κ. στο Πέλα Παϊς. Άλλοι δύο αιχμαλωτίστηκαν και αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από μήνες.
Τα οστά των καταδρομέων και των εθνοφρουρών που έπεσαν στη μάχη αυτή, αναζητούνται ακόμη σε ομαδικούς τάφους της Κερύνειας η/και σε φρεάτια πολυκατοικιών[iv] που ανηγέρθησαν έκτοτε στην περιοχή της μάχης …
Ολόκληρο το άρθρο εδώ istorikathemata