Η 28η Οκτωβρίου 1940 έχει καταλάβει ξεχωριστή θέση στη νεοελληνική Ιστορία. Από τους ιστορικούς συχνά θεωρείται εφάμιλλη με τη μάχη του Μαραθώνα στα 490 π.Χ.
Στην επιχειρηματολογία τους φαντάζομαι ότι συμπεριλαμβάνουν και το ότι τόσο οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς τον 5ο αιώνα π.Χ., όσο και οι Έλληνες στα βουνά της Β. Ηπείρου το χειμώνα του 1940 – ’41 με το ψυχικό τους θάρρος αντιπάλεψαν και τον πενιχρό τους εξοπλισμό και τους επίδοξους και πολυπληθέστερους έναντι αυτών εισβολείς, Πέρσες και Ιταλούς αντίστοιχα.
Για να μπορέσουμε, όμως, να αναδείξουμε την πραγματική, αυτόνομη, ιστορική σημασία της 28ης Οκτωβρίου 1940, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και μια σειρά σημαντικών παραγόντων.
Έτσι, πολύς λόγος έχει γίνει για τη στρατιωτική προετοιμασία της Ελλάδας κατά τα τελευταία χρόνια του Μεσοπολέμου και τις παραμονές του 1940.
«Ο ελλιπής εφοδιασμός του Στρατού και της Αεροπορίας σε στρατιωτικό υλικό αλλά και η πενιχρή στελέχωσή του με ικανούς αξιωματικούς με την υποχρεωτική αποστράτευση πολλών εντίμων και ικανών αξιωματικών μετά τον Διχασμό ήταν άλλωστε ο λόγος που ακόμα κι ο ίδιος ο βασιλιάς ένιωσε την ανάγκη ν’ ασχοληθεί με την αναδιοργάνωση τους», γράφει η Φ. Κωνσταντοπούλου1.
Σύμφωνα με κάποιους άλλους, μετά το 1935, στην Ελλάδα «Ο Στρατός Ξηράς στο τέλος της Αβυσσηνιακής κρίσεως (1935-36), είχε σοβαρότατες ελλείψεις σε πολεμικό υλικό, πράγμα που καθιστούσε προβληματική την επιστράτευση σε περίπτωση πολέμου.
Το Ναυτικό διέθετε ελάχιστες ετοιμοπόλεμες και σύγχρονες μονάδες, ενώ υπήρχε παντελής έλλειψη Παρακτίου Οχυρώσεως. Η Αεροπορία δεν αποτελούσε υπολογίσιμη δύναμη, από άποψη αεροπλάνων και προσωπικού».2
Ο Στρατός
Με την κήρυξη, λοιπόν, του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, «ο Ελληνικός στρατός πρόβαλε ηρωική αντίσταση παντού αναπληρώνοντας με το μαχητικό του φρόνημα και την ασύγκριτη ανδρεία του τις ανεπαρκείς δυνάμεις και την τέλεια σχεδόν ανυπαρξία αεροπορίας και αρμάτων μάχης»3.
Στο σημείο αυτό, αφού τονιστεί ότι και ο Δ. Καθηνιώτης καταγράφει πώς ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς παραδέχεται (Απρίλης 1940), ενώπιον Ελλήνων αξιωματικών, την αποτυχημένη προετοιμασία της Ελλάδος ενόψει ενός πολέμου4, ας δοθεί, λοιπόν, ο λόγος στον πρώην υπουργό, Ευάγγελο Αβέρωφ – Τοσίτσα, να περιγράψει σε ποιαν πενιχρότατη κατάσταση βρισκόταν ο ελληνικός στρατός το 19405, αν και ο ίδιος ο Μεταξάς, από την πρώτη στιγμή της διακυβέρνησής του (άνοιξη 1936), κατείχε προσωπικά και τα αρμόδια υπουργεία (Στρατιωτικών – Ναυτικών – Αεροπορίας)!
«[…] Δεν υπήρχαν, γράφει ο πρώην υπουργός, ούτε άρματα μάχης, ούτε αντιαρματικό πυροβολικό, ούτε αξιόλογο αντιαεροπορικό πυροβολικό: για να προστατευθή όλη η Χώρα, συμπεριλαμβανομένων λιμένων και στρατιωτικών εγκαταστάσεων, από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, υπήρχαν λιγότερα από 150 αντιαεροπορικά πυροβόλα.
Ο τακτικός Στρατός απετελείτο από 70.000 άνδρες, εκ των οποίων 5.000 ήσαν μόνιμοι αξιωματικοί. Αυτοί αποτελούσαν τα στελέχη δεκαέξι μεραρχιών, που ήσαν έτοιμες να υποδεχθούν τους άνδρες που θα επιστρατεύονταν. Το Ναυτικό περιελάμβανε ένα παλαιό θωρακισμένο καταδρομικό, ένα μικρό καταδρομικό, είκοσι τορπιλοβόλα και αντιτορπιλικά, έξι υποβρύχια και μερικά ναρκαλιευτικά.
Η Αεροπορία διέθετε εκατόν πενήντα περίπου αεροπλάνα, τα περισσότερα των οποίων δεν μπορούσαν να παραβληθούν με τα ιταλικά ούτε ως προς την ταχύτητα ούτε ως προς τη δύναμη πυρός.
Τα χερσαία μεταφορικά, συνεχίζει ο Ε. Αβέρωφ, ήσαν πολύ φτωχά. Ο Στρατός είχε ελάχιστα φορτηγά αυτοκίνητα και σε περίπτωση πολέμου υπολόγιζε επί των ιδιωτικών αυτοκινήτων που θα επέτασσε.
Το πεδινό πυροβολικό ήταν ιπποκίνητο […]».
Παρά ταύτα, την περίοδο 1936 – 1940, πραγματοποιείται στην Ελλάδα, όπως ισχυρίζεται ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Θ. Π. Τάσσιος, ένα σημαντικό τεχνικό έργο, που σχετίζεται άμεσα με την πολεμική προετοιμασία της Ελλάδας. Πρόκειται για «[…] την οχύρωση των Βορείων Συνόρων της Χώρας, κατασκευασμένη απ’ τον ελληνικό Στρατό κι απ’ τους Έλληνες Μηχανικούς.
Στη συνοριακή γραμμή Ελλάδας–Βουλγαρίας, κατασκευάσθηκαν 21 Oχυρά (μεταξύ των οποίων η Παπαδοπούλα, το Ιστίμπεη, το Αρπαλούκι, το Ρούπελ, το Περιθώρι, το Πυραμιδοειδές κ.ά.) […]6».
Ας διαβάσουμε από τη συνέχεια του άρθρου του Τάσσιου κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του έργου: «Δαπάνη: 1,5 δισεκατομμύριο τοτινές δραχμές, Σύνολο ημερομισθίων: 3.000.000, Μήκος υπογείων στοών 24.000 μ., Μήκος υπογείων καταφυγίων 13.000 μ., Υπόγειες και επιφανειακές εκσκαφές 900.000 κυβ. μ., Τσιμέντο (ειδικό 500 χγ/εκ², και κοινό) 66.000 τόνοι, Σκυροδέματα (οπλισμένα και άοπλα) 180.000 κυβ. μ., Σιδηροπλισμός 12.000 τόνοι, Σωλήνες αερισμού 17.000 μ., Σωλήνες ύδρευσης 75.000 μ. και Σωλήνες αποχέτευσης 24.000 μ.».
Το Πολεμικό Ναυτικό της Ελλάδας
Τι γίνεται, όμως, και με το πολεμικό ναυτικό από το 1930 και έπειτα; «[…] Το δεύτερο μεγάλο έργο του Π.Ν. μας της εποχής 1937–1940 ήταν η κατασκευή των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά7.
Από την εποχή 1928–1932 της κυβέρνησης Βενιζέλου είχε συσταθεί ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα του Π.Ν. με παραγγελίες πολεμικών πλοίων στην Αγγλία και κατασκευή ναυπηγείων στη χώρα μας.
Η παραγγελία τεσσάρων νέων αντιτορπιλικών (Α/Τ) στην Αγγλία σταμάτησε στην παραλαβή δύο μόνον Α/Τ γιατί η Αγγλία αρνήθηκε να ολοκληρώσει την παραγγελία και των τεσσάρων Α/Τ, λόγω των δικών της αναγκών στον προβλεπόμενο πόλεμο.
Το 1936, στο πλαίσιο της προετοιμασίας μας για την αντιμετώπιση του διαφαινόμενου πολέμου, μετά τεκμηριωμένη εισήγηση του ΓΕΝ, ελήφθη κυβερνητική απόφαση για την κατασκευή των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, τα οποία, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα κατασκευής των, θα ήταν έτοιμα για έναρξη ναυπήγησης Α/Τ μετά μία τριετία.
Τον Ιούνιο του 1937, αρχίζει η κατασκευή των έργων υποδομής με πρότυπες κατασκευές στις θεμελιώσεις για εκείνη την εποχή όπως οι ύφαλες θεμελιώσεις στις εσχάρες καθελκύσεως και τον Ιούνιο του 1939, δηλαδή ένα έτος προ της προγραμματισμένης τριετίας, γίνονται τα εγκαίνια της ενάρξεως λειτουργίας των Ναυπηγείων και αρχίζει η προσκόμιση του αναγκαίου υλικού Ναυπηγήσεως Α/Τ από το εξωτερικό.
Σε λίγους μήνες, το μεγάλο ελασματουργείο (5000 μ²) τροφοδοτεί τους ανυψωτικούς γερανούς των εσχαρών καθελκύσεως με τα διαμορφωμένα ελάσματα του πρώτου Α/Τ του οποίου η τρόπις και οι νομείς αρχίζουν να κτίζονται στην εσχάρα καθέλκυσης […]».
Η Ναυτική Διοίκηση Ιονίου ιδρύεται ως Ναυτική Αμυντική Περιοχή 1, με εγκύκλιο του υπουργείου Ναυτικών, το Νοέμβριο του 1935, και εγκαθίσταται στην Πάτρα το 1939, με έδρα το εύδρομο «ΈΛΛΗ». Προπολεμικά, της είχε ανατεθεί η επιθετική και αμυντική οργάνωση των λιμένων της Δ. Ελλάδας, έπαψε, όμως, να υφίσταται το Μάιο του 1941 εξαιτίας της καταρρεύσεως και της κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα.
Η Ναυτική Αμυντική Περιοχή 1, με την εγκύκλιο του 1935, υπαγόταν στην Ανωτέρα Διοίκηση Παρακτίου Αμύνης του Υπουργείου Ναυτικών8, υπό την δικαιοδοσία της οποίας υπήχθησαν και οι άλλες 5 Ναυτικές Αμυντικές Περιοχές, που ιδρύθηκαν τότε: Κρήτης (ΝΑΠ 2), με έδρα τα Χανιά, Νοτίου Αιγαίου (ΝΑΠ 3), με έδρα τον Πειραιά, Ευβοίας (ΝΑΠ 4), με έδρα τη Χαλκίδα, Βορείου Αιγαίου (ΝΑΠ 5), με έδρα τη Θεσ/νίκη και Ανατολικών Νήσων (ΝΑΠ 6), με έδρα τη Χίο.
Στους πρώτους μήνες των πολεμικών επιχειρήσεων του 1940, εκδίδεται και Διαταγή του Στρατηγείου με την οποία ανακοινώνεται για πρώτη φορά η ίδρυση του Τάγματος Χιονοδρόμων στα τέλη του έτους, η οποία κοινοποιείται αμέσως στον ΕΟΣ.
Το Τάγμα Χιονοδρόμων, όπως ορίζει η Διαταγή, να στελεχωθεί με τρεις Λόχους, από τους οποίους ο πρώτος θα επανδρωθεί από χιονοδρόμους που θα υποδείξει ο ΕΟΣ, και οι άλλοι δύο, από 200 στρατιώτες που θα επιλεγούν από 5 εμπειροπόλεμους σε ορεινές επιχειρήσεις Ευζωνικούς Λόχους, που θα έχουν ήδη πολεμήσει στο μέτωπο
Τη διαταγή αυτή ακολουθεί αμέσως στενή συνεργασία του ΕΟΣ με τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας μας, για την επάνδρωση και τον εφοδιασμό του Τάγματος με το κατάλληλο υλικό.
Αφού το παρόν κεφάλαιο αναλώθηκε στις Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδας στις παραμονές του 2ου παγκοσμίου πολέμου, ας ιδούμε ένα ακόμη θέμα που σχετίζεται, τρόπον τινά, και μ’ αυτές, την παρουσία πολιτικού προσωπικού στους κόλπους τους.
Η παρουσία πολιτικού προσωπικού στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, κατά τα χρόνια του ύστερου Μεσοπολέμου, σ’ ό,τι αφορά το στρατό ξηράς ορίζεται από τις διατάξεις του Αναγκαστικού Νόμου 786/1937 «Περί Ιδιωτικού Προσωπικού Στρατιωτικής Υπηρεσίας».
Σχετικά με το πολεμικό ναυτικό, έχουμε, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω νομοθετήματα: Ν.Δ. της 2/15 Μαΐου 1935 «Περί οργανώσεως του Πολεμικού Ναυτικού», Α. Ν. της 28/31 Οκτωβρίου 1935 «Περί τίτλων και σφραγίδων της Ναυτικής Υπηρεσίας», Α. Ν. της 28 Οκτωβρίου/13 Νοεμβρίου 1935 «Περί Οργανισμού του Υπουργείου Ναυτικών», Α. Ν. 124 /1936 «Περί των παρά τω Υπουργείω Ναυτικών Αρχειοφυλάκων», Α. Ν. 1045/1938 «Περί οργανώσεως της υπηρεσίας Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Ναυτικών».
Η Αεροπορία
Ας δούμε σε τι κατάσταση βρίσκεται η Πολεμική Αεροπορία της Ελλάδος, λίγο πριν το 1940: «[…]Δημιουργούνται νέα προγράμματα εκπαιδεύσεως, προγραμματίζεται η προμήθεια πτητικού υλικού και εξοπλισμού εδάφους. Ουσιαστικά οι Ικαροι του 1936–1937 ακολουθούν την πλήρη εφαρμογή του αναθεωρηθέντος και εκμοντερνισθέντος προγράμματος.
Το 1937 δημιουργείται στο ΣΕΔΕΣ, Μοίρα Διώξεως με α/φ PZL P.24F/G. Ο Μεταξάς δημιουργεί επιτροπή εράνου για Αεροπορία. Το 1937 ο Αιγυπτιώτης ομογενής Στυλιανός Σαρπάκης, προσφέρει 2 μαχητικά α/φ Gloster SS.37 Gladiator Mk I, τα καλύτερα της εποχής.
Η άνευ προηγουμένου επιτυχία του εράνου δίνει το δικαίωμα για αισιόδοξες σκέψεις. Η Αεροπορία ενισχύεται με 36 Πολωνικά PZL P.24F/G, 9 Γαλλικά Bloch MB.151, 10 Γαλλικά Potez 633 GREC, 10 Βρεττανικά Bristol Blenheim Mk IV, 12 Βρεττανικά Fairey Battle, 9 Βρεττανικά Avro 652A Anson Mk I, 12 Γερμανικά Dornier Do 22kg, 16 Γερμανικά Henschel Hs 126A–1.
Με αυτά τα α/φ εξοπλίζονται οι μοίρες Διώξεως και Βομβαρδισμού καθώς και η Αεροπορία Ναυτικού. Με αυτά τα α/φ η Αεροπορία μπόρεσε να αντεπεξέλθει του πολέμου του 1940 […]»10.
Στην Πολεμική Αεροπορία, καταλήγοντας, τα πράγματα υπήρξαν πιο απλά από πλευράς θεσμοθέτησης και οργάνωσης του Πολιτικού Προσωπικού. Σ’ αυτό συντέλεσε και το γεγονός ότι μόλις το 1930 οργανώθηκε ως ανεξάρτητο και αυτόνομο Όπλο με ξεχωριστό Υπουργείο.
Ο Ν. 5121/1931 «Περί οργανισμού της Πολεμικής Αεροπορίας» έκανε ειδική αναφορά «Περί προσλαμβανομένου εν τη Αεροπορία Ιδιωτικού Προσωπικού», ενώ το Β. Δ. της 16 Οκτωβρίου 1935 «Περί Σχολών Αεροπορίας» όπως τροποποιήθηκε με τον Α. Ν. 601/1937 όριζε κατά σχολές τα μαθήματα ή τις πρακτικές εφαρμογές των οποίων η διδασκαλία μπορούσε να ανατεθεί σε πολίτες καθηγητές, μαζί με τον αριθμό των εδρών.
Ο Α. Ν. 1846/1939 «Πολιτικό προσωπικό Κρατικού Εργοστασίου Αεροπλάνων», τέλος, καθόριζε θέσεις μονίμου τεχνικού προσωπικού Α κατηγορίας, Τεχνικού – Διοικητικού προσωπικού Β κατηγορίας, προσωπικού Γ κατηγορίας και θέσεις τεχνικού και διοικητικού προσωπικού, αντίστοιχων κατηγοριών, με σύμβαση.