Έβαλε το κεφάλι του στα χέρια του και ξέσπασε σε λυγμούς. Δευτερόλεπτα μετά άκουγε από την ενδοεπικοινωνία του σκάφους του, πως υπήρχε ένα ακόμα περιστατικό με 40-50 ανθρώπους που κινδύνευαν σε μια πλαστική βάρκα μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
«Οι στιγμές της προσωπικής αδυναμίας» λέει μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, «είναι πολυτέλεια, που δεν την έχουμε. Λίγα μίλια παραπέρα υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζονται τη βοήθεια μας. Εμείς έχουμε καιρό να κλάψουμε.»
Ο 41χρονος Κυριάκος Παπαδόπουλος κυβερνήτης του Λιμενικού Σκάφους 602 ξέρει από προσφυγιά.
Ειδικότητα του… να σώζει ζωές. Είναι ο μέσος αξιωματικός της Ελληνικής Ακτοφυλακής, ο αξιωματικός που βρίσκεται πίσω από κάθε δελτίο Τύπου που μιλά για επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης στο Αιγαίο.
Ο απλός καθημερινός άνθρωπος με οικογένεια και δυο παιδιά, δυο κορίτσια 15 και 6 χρόνων. Ταγμένος σε όλη του τη ζωή να υπηρετεί στα σύνορα, πρώτα στον Μόλυβο κι ύστερα στη Μυτιλήνη. Χωρίς ωράριο με υψηλό αίσθημα καθήκοντος και… χαμηλές αποδοχές κοιτώντας κάθε πρωί την ακτή απέναντι.
«Κάθε περιστατικό λέει είναι διαφορετικό από το άλλο. Άλλα πρόσωπα, άλλα απλωμένα για βοήθεια χέρια, άλλα μάτια που ζητούν σωτηρία. Και όλα αυτά συμβαίνουν με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο. Γιατί διαφορετική είναι κάθε φορά η ανεξέλεγκτη εκδήλωση του πανικού αυτών των ανθρώπων. Και νιώθω τον εαυτό μου τυχερό γιατί οι απώλειες όλα αυτά τα χρόνια σε σχέση με τον αριθμό των περιστατικών που αντιμετωπίσαμε είναι μηδαμινές».
Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος σταμάτησε να μετρά τις επιχειρήσεις διάσωσης, στις οποίες συμμετείχε, τον πρώτο μήνα της θητείας του στο Λιμενικό Σώμα.
«Στις πρώτες 20 με 30 φορές συνειδητοποίησα πως το να σώζεις ανθρώπους είναι σαν την ανάσα. Αναπνέεις χωρίς να μετράς τις ανασαιμιές σου.»
Μιλά για το πλήρωμα του. Τη δεύτερη του οικογένεια. «Το πλήρωμα είναι η συνέχεια του καπετάνιου. Οι άνθρωποι που στηρίζεσαι πάνω τους. Αν λείψουν αυτοί θα λείψεις κι εσύ» λέει.
Δεν θυμάται πόσους ανθρώπους έσωσε. «Μπορούμε να πούμε χιλιάδες. Τα περισσότερα από αυτά τα άτομα σώθηκαν σε δύσκολες συνθήκες. Κι οι συνθήκες είναι δύσκολες είτε πάνω στη βάρκα είναι δυο είτε 102 άνθρωποι. Στα σκοτεινά με κάποιες θερμικές κάμερες, με τα κιάλια προσπαθούμε να εντοπίσουμε μέσα στα κύματα τη βάρκα, τους ανθρώπους που είναι γαντζωμένοι μέσα ή πάνω ή μερικές φορές και κάτω από αυτήν.»
«Χθες, άκουσα από το VHF ένα επιβατικό να καλεί σε βοήθεια. Σε λίγα λεπτά βρεθήκαμε εκεί. Σώσαμε 48 άτομα. Χάσαμε δυο. Μια γυναίκα με σωσίβιο κι ένα παιδάκι που το βρήκαμε χωρίς σωσίβια.
» Αφήνουν παιδιά να περνάν τη θάλασσα χωρίς σωσίβια. Είναι εγκληματίες.» λέει ο Κυριάκος Παπαδόπουλος. Σκληροτράχηλος που συχνά πυκνά βουρκώνει. «Ήταν εγκλωβισμένο το παιδί, στο δίπλωμα του ημιβυθμισμένου φουσκωτού σκάφους.
Σταματά να μιλά για λίγο… Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει. «Κάποια στιγμή το παιδί έδωσε σημάδια πως θα ζήσει. Έβγαλε νερό από το στόμα του κι από τη μύτη του. Συνέχισα να του δίνω το ‘φιλί της ζωής’. Χάρηκα, αλλά η χαρά κράτησε λίγο. Είχα καταλάβει πως το παιδί είχε πεθάνει, αλλά έλεγα πως δεν μπορεί, θα ζήσει. Πρέπει να ζήσει. Μέχρι που το παρέδωσα.»
Τον ρωτάμε τι τον κάνει τόσο δυνατό. Λένε για αρρώστιες που φέρνουν οι μετανάστες… «Έχεις παιδιά του λέμε, σκέφτηκες ποτέ πως μπορεί να φέρεις στο σπίτι μια αρρώστια;».
Χαμογελά πικρά… «Ναι… Το σκέφτομαι. Αλλά όχι την ώρα της μάχης. Μετά, στο σπίτι, κάποιες φορές αναρωτιέμαι. Αλλά στο σκάφος όχι. Εκεί πρέπει να κάνω αυτό για το οποίο έχω ταχθεί. Πρέπει να βοηθήσω ανθρώπους στη θάλασσα και αυτό κάνω. Δεν με νοιάζει αν είναι εγκληματίας, διακινητής ή το παιδάκι το χτεσινό. Εγώ πρέπει να τον σώσω».
Τον ρωτάμε πόσους ανθρώπους έχει σώσει. Δεν θυμάται. Δεν τους μέτρησε. Χθες έσωσε με τους συναδέλφους του στο 602, 88. Ρωτάμε αν τους θυμάται… «Όχι», λέει. «Δεν τους θυμάμαι. Στον δρόμο όμως όταν με βλέπουν και μέχρι να φύγουν με θυμούνται αυτοί. Όταν με βλέπουν με χαιρετάνε, μου χαμογελάνε… μεγάλο πράγμα είναι αυτό. Και δεν πληρώνεται με τίποτα στον κόσμο»
Τον ρωτάμε αν θυμάται αυτούς που έχασε… «Αυτούς που χάθηκαν μπροστά μου;» ρωτά. Ναι αυτούς.
Ο σκληρός ανθυποπλοίαρχος του Λιμενικού Σώματος, ο κυβερνήτης του πλωτού σκάφους 602 βουρκώνει για μια ακόμα φορά. «Αυτοί όλοι είναι ο εφιάλτης μου λέει. Δε νιώθω ένοχος για το ότι χάθηκαν. Λέω μόνο θα έπρεπε να ζήσουν…».
Τον αποχαιρετάμε. Μπαίνει μέσα στην καμπίνα του σκάφους. Όπου να ’ναι το VHF θα τον ξανακαλέσει σε μια ακόμα επιχείρηση διάσωσης…