Ζούσε σ΄ ένα όμορφο χωριό η κυρά-Ζωή, στην άκρη του μεγάλου κάμπου. Τριγύρω είχε χτίσει ο Θεός από πολύ παλιά -λες και περίμενε τους ανθρώπους να φωλιάσουν ανάμεσα- κάτι πελώριους βράχους και πάνω στους βράχους είχανε χτίσει οι καλόγεροι τα μοναστήρια τους, να τον ευχαριστήσουν που πετροτείχισε το χωριό τους.
Δέος πλημμύριζε τον επισκέπτη, να βλέπει τους μεγάλους όγκους να πυργώνονται πετροπελεκημένοι στον ουρανό.
Φόβος ιερός σε έπιανε να βλέπεις τα θεοσκάλιστα βράχια να μετεωρίζονται πάνω από τα μικροσκοπικά σπίτια, άγρια αγαλλίαση καθώς το βλέμμα σκαρφάλωνε στο περίγραμμα των βράχων που άλλοτε αδράχτιζαν οξύκορφοι τον ουρανό και άλλοτε σκέπαζαν χοντροπελεκημένοι τον ορίζοντα.
Όλοι αυτοί οι θεόρατοι βράχοι είχαν το πέτρινο κορμί τους γεμάτο από βαθιές σπηλιές όπου βουλιάζανε τα βλέμματα και βρίσκανε καταφύγιο σ’ άλλες κάποιοι ερημίτες καλόγεροι και σ’ άλλες τα κρυφά πάθη των ανθρώπων.
Ήταν ετούτες οι σπηλιές παλιές λαβωματιές των βράχων από την πάλη τους με τον φθονερό καιρό που γύρευε να τους ξεθεμελιώσει κι έστελνε, κάθε τόσο, τους ήλιους, τους αέρηδες και τις βροχές να τους γκρεμίσουν. Μα οι βράχοι στέκονταν αγέρωχοι, απροσκύνητοι.
Είχανε μετρηθεί με τον καιρό· τον είχανε νικήσει. Τώρα ορθώνονταν περήφανοι, ψηλόκορμοι, γεροδεμένοι πολεμιστές που διαφέντευαν το ανθρώπινο χωριό. Τους πύρωνε άσπλαχνα ο ήλιος, φιδοτυλιγόταν γύρω τους η ομίχλη, τους έδερνε γυμνούς η βροχή, ανοίγονταν πληγές καινούριες στην πετρωμένη σάρκα τους, όμως οι βράχοι μένανε απροσκύνητοι, αθάνατοι υπερασπιστές της θεοτείχιστης πολιτείας.
Και οι άνθρωποι, που απ’ τη μέρα που γεννιούνταν θωρούσαν τους πελώριους βράχους να αγκαλιάζουν μ’ άγρια στοργή το χωριό τους, γεμάτοι σκοτεινές σπηλιές και ιερά μοναστήρια· οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που κάθε φορά που ξεμάκραιναν απ’ το χωριό αντίκριζαν τα μετέωρα βράχια να αλυσώνονται πετροχτισμένα στον ορίζοντα κι ένιωθαν την πλατιά σκιά τους να τους σκεπάζει άλλοτε δροσερή και γλυκιά σαν χάδι κι άλλοτε κρύα και βαριά σαν ταφόπετρα, είχανε μάθει να θεωρούν τα βράχια εκείνα κομμάτι αναπόσπαστο της ζωής τους.
Έβλεπαν τους βράχους σαν τους καλόβουλους πέτρινους γίγαντες των παραμυθιών, σαν μαρμαρωμένους μυθολογικούς Θεούς που τους αγαπούσανε και τους φοβότανε μαζί. Γι’ αυτό τους είχανε και ονόματα, παρωνύμια και τοπωνυμία, στον καθένα ξεχωριστά, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του, το σχήμα του και το μέρος όπου βρισκότανε.
Τρεις ήτανε οι μεγάλοι βράχοι του χωριού. Τον μεσαίο, τον μεγαλύτερο, που υψωνότανε γεμάτος θεϊκή μεγαλοπρέπεια και μοναστήρια, τον ονόμασαν ‘Αϊά’.
Αριστερά του πυργωνόταν απότομος, βαριοθώρητος, γεροχτισμένος από συμπαγή πέτρα ο ‘Άλυσος’, που κανείς δεν είχε καταφέρει να πατήσει την κορφή του και δεξιά διέκρινες κοντόχοντρο, με χιλιοφαγωμένο απ’ τις σπηλιές το πέτρινο κορμί, τον ασουλούπωτο ‘Μπάντοβα’.
Υπήρχαν όμως και πολλοί μικρότεροι βράχοι που πετρογύριζαν το χωριό και που καθένας είχε τ’ όνομά του. ‘Μικρή Αϊά’ ονόμαζαν έναν μικροκαμωμένο βράχο δίπλα στην ‘Αϊά’, που όταν σουρούπωνε κι έβλεπες τη σκιά του μεγάλου βράχου να γλυκοπέφτει στον μικρότερο θαρρούσες πως ήτανε η ‘Αϊά’ μια πέτρινη μάνα που νυχτοσκέπαζε και καληνύχτιζε την κόρη της.
‘Αδράχτι’ ονομάτισαν έναν λεπτόκορμο μυτερό βράχο που υψωνότανε –σαν μιναρές- σ’ ένα άνοιγμα ανάμεσα στον ‘Μπάντοβα’ και στην ‘Αϊά’.
‘Σκολίνι’ καλούσαν μια άλλη πλατιά πέτρα, που η κορφή της ήταν σχισμένη απ’ τη διάβρωση σ’ ένα σημείο κι άφηνε ένα άνοιγμα μεγάλο όσο ένα σκολίνι· έτσι έλεγαν οι χωριανοί το μεγάλο βήμα. ‘
Πέτρα που Κρένει’ φώναζαν έναν άλλο πλάτύ βράχο, που αν στεκόσουν στη μία άκρη της μεγάλης βάσης του ο δυνατός αντίλαλος μετέφερε ατόφια τη φωνή σου στην άλλη. ‘
Άγιο Πνεύμα’ βάφτισαν έναν βράχο που σε μια κουφάλα του φώλιαζε θεοχτισμένη απ’ τους παλιούς καιρούς μια μικρή εκκλησία του Αγίου Πνεύματος και ‘Άϊ-Γιώργη’ είπανε μια ψηλή πέτρα που σ’ ένα φάγωμά της ήτανε κουρνιασμένη η σπηλιά του Άϊ-Γιώργη του Μαντηλά.
Πάνω στους βράχους είχαν σφηνώσει τα μοναστήρια τους και οι καλόγεροι· εκεί ψηλά, μακριά απ’ τους ανθρώπους, κοντά στον ουρανό, μέσα στην πετρωμένη ερημιά, χτυπούσανε καμπάνες και σήμαντρα, ξυλοχτυπούσαν τάλαντα, τραγουδούσαν ψαλμούς και πάσχιζαν πότε να κατεβάσουν τον Θεό στους ανθρώπους, πότε να ανεβάσουν τους ανθρώπους στον Θεό και πότε να ανταμώσουν τον Θεό με τους ανθρώπους στην κορυφή των βράχων.
Πότε γοργοχτυπώντας, αναστάσιμες καμπάνες, πότε αντιλαλώντας πένθιμα στις ώρες της Μεγάλης Παρασκευής, οι βράχοι μετρούσαν τις ώρες της ζωής του ανθρώπινου χωριού. Έτσι ζούσανε αδελφωμένοι βράχοι και άνθρωποι, πέτρες και ψυχές μοιράζονταν τον τόπο, τον καιρό, τους ήλιους, τις βροχές, τις χαρές και τις λύπες.
«Ένα μετέωρο είναι και η ψυχή του ανθρώπου, βράχος που στέκεται αναποφάσιστος ανάμεσα στη γη και στον ουρανό, γεμάτος αμαρτωλές σπηλιές και άγια μοναστήρια»…Θυμότανε η κυρά Ζωή πως έλεγε ο πατέρας της, άνθρωπος θεοσεβούμενος, που είχε χτίσει με τα χέρια του, κάτω απ’ τον βράχο του Μαντηλά, ένα μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στη χάρη του Αγίου.
Πάντα η κυρά Ζωή κόμπιαζε όταν έφτανε τη διήγηση σ’ ετούτο το εκκλησάκι, πνιχτή ανέβαινε η συγκίνηση στον λαιμό της, σταμάταγε λίγο για ν’ αποτραβήξει τη θύμηση απ’ τη θλίψη και συνέχιζε. Ήτανε στο χωριό έθιμο παλιό κάθε χρόνο τ’ Αϊ-Γιωργιού να ανεβαίνουνε τέσσερις πέντε ριψοκίνδυνοι άνδρες στη σπηλιά του Αϊ-Γιώργη του Μαντηλά και να κρεμούνε τα μαντήλια των γυναικών σ’ ένα σκοινί που έπιανε από τη μια άκρη της σπηλιάς ως την άλλη.
Ήταν ψηλός κι απότομος ο βράχος και αρκετοί είχανε πέσει σκαρφαλώνοντας, μα η παράδοση τους ήθελε να μην παθαίνουν –χάρη στην προστασία του Αγίου- ούτε γρατσουνιά και κάθε χρόνο βρίσκονταν αρκετοί συνεχιστές του εθίμου που γύρευαν ν’ ανέβουν και να μαντηλοδέσουν.
Ανάμεσά τους και ο πατέρας της κυρά-Ζωής, νέο παλικάρι τότε, ο Δημήτρης ο δασάρχης. Σηκωνότανε χαράματα, κάθε χρόνο στη γιορτή του Αγίου, και μαζί με τους ψυχωμένους συντρόφους του κουβαλούσανε μέχρι τους πρόποδες του βράχου ένα μεγάλο, χοντροπελεκημένο και διχαλωτό, εκατονταπίθαμο πλατανόξυλο.
Ύστερα βάζαν στη διχάλα του μια τριχιά και όλοι μαζί σήκωναν το τεράστιο ξύλινο κοντάρι μέχρι τη βάση της σπηλιάς όπου ήτανε μπηγμένος, ποιος ξέρει πότε και από ποιόν –ούτε οι παππούδες της κυρά-Ζωής δεν το είχανε δει- ένας σιδερένιος πάσσαλος.
Περνούσαν, έτσι, την τριχιά γύρω απ’ τον πάσσαλο κι ο Δημήτρης έπιανε γερά τα δυο σκέλια του σκοινιού που κρέμονταν κι άρχιζε να σκαρφαλώνει πρώτος στον βράχο, ξυπόλυτος, έχοντας κρεμασμένο σ’ ένα δερμάτινο ζωνάρι το άλικο μαντήλι της γυναίκας του, μαζί με τα πολύχρωμα μαντήλια που του έδιναν όλες οι υπόλοιπες γυναίκες του σογιού.
Ήτανε από τρανό σόι ο Δημήτρης, μεγάλο ήτανε και το σόι της γυναίκας του, πολλά τα μαντήλια, δεν χωρούσαν στο ζωνάρι, τον βάραιναν μ’ αυτός κατάφερνε πάντα ν’ ανέβει, να κρεμάσει τα μαντήλια του κι ύστερα να στερεώσει καλύτερα το σκοινί, δένοντάς το στον πάσσαλο, για να μπορέσουνε ν’ ανέβουνε και οι υπόλοιποι μαντηλοζωσμένοι, να κρεμάσουνε και αυτοί τα μαντήλια τους, να τα δούνε οι γυναίκες τους να καμαρώσουνε τη λεβεντιά των αντρών, να τα δει από ψηλά κι ο Αϊ-Γιώργης ν’ ανεμίζουνε πολύχρωμα να καμαρώσει και αυτός τις παλικαριές που κάνουν οι πιστοί για χάρη του.
Το έθιμο αυτό είχε τις ρίζες του στους χρόνους της τουρκοκρατίας. Τότε, είχε αρρωστήσει βαριά το παιδί του Τούρκου διοικητή και η μάνα του, απελπισμένη από τη βοήθεια των Φράγκων γιατρών και από τις προσευχές των Μουσουλμάνων Χοτζάδων και Δερβίσηδων, έταξε το χρυσοκεντημένο, πολύτιμο μαντήλι της στον Χριστιανό Άγιο.
Κι εκείνος έκανε το θαύμα του και γλίτωσε τον γιο της και από τότε, όσοι πιστεύουνε στη χάρη του, κρεμάνε κάθε χρόνο στη γιορτή του τα μαντήλια τους· χρυσοκέντητα τάματα για την υγεία των δικών τους, πολύχρωμες ευχαριστίες στον Άγιο που δόξασε το μεγαλείο της Χριστιανοσύνης σε Χριστιανούς και αλλόδοξους.
Δεν είναι όμως, αυτός ο μόνος λόγος που ρίζωσε τούτη η συνήθεια στο πετρογυρισμένο χωριό και κάθε χρονιά, την άνοιξη, στη γιορτή του Αγίου, ανθίζει η ριψοκίνδυνη ευλάβεια των πιστών και καρποφορεί πολύχρωμη, γεμάτη χρυσοκέντητους καρπούς η σπηλιά του Αί-Γιώργη.
Σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος, ανήμερα της γιορτής του Αγίου το έχει η παράδοση οι άντρες να επιδίδονται σε δύσκολους αγώνες, σε τολμηρές δοκιμασίες για να δείξουνε στον λεβέντη Άγιο -που ήτανε στρατιώτης και παλικάρι αληθινό, που πάλεψε με θεριά και με δράκους και με μαρτύρια- πως είναι αντάξιοί του στην αντρειοσύνη και στη δύναμη της πίστης.
Αλλού καβαλικεύουνε γρήγορα, άγρια άλογα, που τόσο αρέσανε στον καβαλάρη Άγιο όσο ζούσε ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλού πηδάνε πάνω από φωτιές λες και μάχονται με την φλογερή ανάσα του δράκοντα που σκότωσε ο Αϊ-Γιώργης και στο χωριό της κυρά-Ζωής οι άντρες το έχουν έθιμο να παλεύουν με τους βράχους.
Η ιστορία με το μαντήλι της Τουρκάλας είναι μόνον η αφορμή που αποζητάει η εσωτερική ορμή του ανθρώπου για να αναρριχηθεί και να αποδείξει πως όπως ο Ρωμαίος αξιωματικός μεταμορφώνεται σε χριστιανό μεγαλομάρτυρα, σε φονέα δρακόντων, σε ‘πρώτον εν τοις άθλοισοι αιχμαλώτων ελευθερωτή’ (όπως λέει και το τροπάριό του) έτσι και η ψυχή του κάθε ανθρώπου, βρίσκοντας πρόφαση στις παραδόσεις, στα ριψοκίνδυνα έθιμα και στις γραφές, εκφράζει τον προαιώνιο πόθο της να λυτρωθεί από τα τέρατα που κρύβει μέσα της , να φονεύσει τους πανάρχαιους δράκοντες των φόβων και των αμφιβολιών και να πετύχει τον μεγάλο άθλο της νίκης επί του ‘ενάντιου εαυτού’. Γ
ι’ αυτό οι αντρειωμένοι του χωριού σκαρφαλώνουν στη σπηλιά του Αϊ-Γιώργη. Αντί για ατίθασα άλογα καβαλικεύουνε τις απροσκύνητες πέτρες, περνούνε με τις τριχιές χαλινάρια στους βράχους γυρεύοντας να τιθασεύσουνε το ύψος και τον φόβο, αποζητώντας μέσα από την μαντηλόδετη, τροπαιοφόρα αναρρίχησή τους την αγιοσύνη που χαρίζει το εσωτερικό σκαρφάλωμα του ανθρώπου, η τόλμη του να εισχωρήσει –αθλοφόρος- στις σκοτεινές σπηλιές που κρύβει εντός του και να ξεδιπλώσει μέσα τους -πορφυρό μαντήλι- την ψυχή του.
Κλωθογύριζε στο μυαλό της η κυρά-Ζωή όλα εκείνα που συνέβησαν τότε, όταν εκείνη ήτανε στα δεκάξι της –ολόκληρη κοπέλα πια- και ζήτησε απ’ τον πατέρα να την πάρει μαζί του πρωί-πρωί τη μέρα της γιορτής του Μαντηλά, να δει από κοντά όλες τις προετοιμασίες για το ανέβασμα.
Εκείνη τη χρονιά αργόπεσε η Πασχαλιά, η γιορτή του Αγίου έτυχε μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα κι επειδή δεν κάνει να γιορτάζουνε οι Άγιοι ενώ σταυρώνεται ο Χριστός βάλανε τη γιορτή τη δεύτερη μέρα του Πάσχα.
Σηκώθηκε αχάραχτα η κυρα-Ζωή και μαζί με τον πατέρα της κίνησαν για τον βράχο. Το προηγούμενο βράδυ την παρακάλαγε ο Γιωργάκης, ο μικρότερος από τα τέσσερα αδέρφια της, να τον πάρει και αυτόν μαζί.
‘Θα με ξυπνήσεις όσο πρωί κι αν είναι ε Ζωίτσα μου ε; Αλλιώς θα μείνω ξάγρυπνος όλη νύχτα!!’ της είχε πει πριν πέσει να κοιμηθεί κι εκείνη του το υποσχέθηκε για να τον ησυχάσει αλλά λυπήθηκε να τον ξυπνήσει χαράματα κι αυτόν και τα άλλα τρία αδέρφια. Ούτε η μάνα της πήγε μαζί τους· ήτανε ετοιμόγεννη, στο τελευταίο παιδί και γι’ αυτό κάθισε σπίτι.
-‘Μην σκαρφαλώσεις, τούτη τη φορά, Δημήτρη μου, έχω έναν φόβο μέσα μου, κακοκοιμήθηκα χθες βράδυ και είδα άσχημο όνειρο πως ανέβαινες λέει στον βράχο του Άϊ-Γιώργη ολομόναχος και είχες κρεμασμένα στη μέση σου κατάμαυρα, πένθιμα μαντήλια. Μην πας, μπορεί ο Άγιος να γιορτάσει και χωρίς τα δικά μας μαντήλια φέτος.’ Είχε πει στον άντρα της, εκείνο το πρωί, η μάνα της κυρά-Ζωής, μα εκείνος την αποπήρε.
-‘Δεν είναι πράγματα σωστά αυτά βρε γυναίκα.
Όλες οι γυναίκες από το σόι μας καρτερούνε πώς και πώς να δούνε κρεμασμένα τα μαντήλια τους, άδικα ανησυχείς, με παραστέκει εμένα ο Άγιος, δώσε μου γρήγορα και το δικό σου να φύγω!’ είπε χωρίς να σηκώνει άλλη κουβέντα και η γυναίκα του, βλέποντάς τον έτσι αποφασισμένο του έβαλε στο χέρι μισοκαρδισμένα και το δικό της, κατακόκκινο σαν αίμα μαντήλι.
-‘Να προσέχεις!’ του είπε μόνον, ‘να προσέχεις!’ επανέλαβε, γυρεύοντας να ακουμπήσει την παρακλητική της ματιά στη δικιά του. Εκείνος, αποφεύγοντας να ανταμώσει το βλέμμα της, χούφτιασε βιαστικά το κόκκινο μαντήλι –σαν να ’παιρνε απ’ την παλάμη της ένα μικρό, αλικοφτέρουγο πουλί- και μαζί με τη μοναχοκόρη του κίνησαν για τον βράχο.
Μόλις που είχε πάρει να χαράζει όταν έφτασαν στη βάση του βράχου και ο ήλιος σκαρφάλωνε στον πέτρινο όγκο κυνηγώντας τις σκιές της νύχτας. Ανήσυχη απ’ το όνειρο της μάνας η Ζωίτσα, κοίταζε τον πατέρα της και μια τρυφερή αγωνία ζωγραφιζότανε στα μάτια της. Το κατάλαβε εκείνος και της χάιδεψε τα μακριά, μαύρα, μπουκλωτά μαλλιά με νόημα.
Σε λίγο, φάνηκαν να έρχονται από μακριά οι πέντε σύντροφοι του πατέρα της κρατώντας όλοι μαζί τον μεγάλο ξύλινο κορμό. Έτσι όπως τους έβλεπε η Ζωή να ανηφορίζουνε αγκομαχώντας, κρατώντας πλαγιαστό το θεόρατο ξύλινο κοντάρι -χοντρό όσο μια χεραγκαλιά, πανύψηλο και διχαλωτό μπροστά- της μοιάζανε με αρχαίους πολεμιστές που βάδιζαν κουβαλώντας τον χοντροπελεκημένο πολιορκητικό κριό τους, για να αλώσουν το πετροχτισμένο φρούριο, καταχτυπώντας τις καστρόπορτες του ύψους, κυριεύοντας τον βράχο που πυργωνόταν απροσκύνητος μπροστά τους.
Φτάσανε οι πέντε χωριανοί στους πρόποδες του Άϊ-Γιώργη, περάσανε την τριχιά στο διχαλόξυλο και μαζί με τον Δημήτρη πήρανε να σηκώσουν τον ξύλινο κορμό. Παρακολουθούσε εκστασιασμένη η Ζωίτσα τους έξη άντρες να παλεύουν, στην αρχή, να στήσουν το θεόρατο πλατάνι κι ύστερα να προσπαθούνε, καταϊδρωμένοι, να κατευθύνουν τη διχάλα με την τριχιά στο μέρος όπου ήταν μπηγμένος ο σιδερένιος πάσσαλος.
Έπαιρνε ο βράχος την αγέρωχη, αποφασιστική μορφή του Αγίου και καθώς, ο ξύλινος κορμός, λικνιζόταν και ταλαντευόταν άγρια στον αέρα έμοιαζε με το φονικό κοντάρι του Αγίου που γύρευε να σκοτώσει τον δράκοντα….Ψηλά, μέσα στην σκοτεινή σπηλιά ανέμιζαν ξεφτισμένα, κουρέλια, μαυρισμένα απ’ τον πολύ καιρό τα περσινά μαντήλια, περιμένοντας τους μαντηλάδες να τα αλλάξουνε με τα ολοκαίνουρια, λαμπρομέταξα μαντήλια των κυράδων τους, να χαρεί ο Άγιος με το καινούριο δώρο που του φέρανε και να τους ευλογήσει.
Μοιάζανε εκείνα τα σκισμένα παλιά μαντήλια -έτσι όπως ήτανε αραδιασμένα στο σκοινί- με τρυπημένα, βρώμικα κουκούλια που φύγανε από μέσα οι προνύμφες τους.
Περάσανε την τριχιά γύρω απ’ τον πάσσαλο οι άνδρες, πέρασε η ώρα, ανέβηκε ο ήλιος, τελείωσε η εκκλησία, άρχισε να μαζεύεται ο κόσμος και να τους δίνει τα μαντήλια του. Μαντηλοδέθηκε πρώτος ο Δημήτρης, ξυπολύθηκε, χούφτιασε γερά τις δύο άκρες του σχοινιού και άρχισε να ανεβαίνει.
Τα μπράτσα του τραβούσαν δυνατά την τριχιά, τα πόδια του γατζώνονταν στις μικρές εσοχές της λείας πέτρας και γυμνοπόδαρος, μαντιλοζωσμένος, ψαχουλεύοντας τον βράχο με τις πατούσες, αναζητώντας στηρίγματα και πατήματα, σκαρφάλωνε στο κατακόρυφο μετέωρο σαν αγριόγατος, κολυμβητής που ανέβαινε με απλωτές την γκρίζα θάλασσα του βράχου.
Τον κοίταζαν αμίλητοι οι χωριανοί, δίχως να σαλεύουν, φοβούνταν μην τον ενοχλήσουν, υποψιάζονταν την άγρια μυσταγωγία που συντελούνταν εκεί πάνω Καθώς ο Δημήτρης ‘περπάταγε’ στον βράχο ένιωθε το άγγιγμα της πυρωμένης από τον ήλιο πέτρας στις πατούσες του και αισθανότανε ένα περίεργο κάψιμο να ξεκινά απ’ τα γυμνά του πόδια και ν’ ανεβαίνει πυρπολώντας τον σύγκορμα μέχρι τον βρεγματικό θόλο του κρανίου του.
Θαρρούσες πως έπαιρνε από τον βράχο δύναμη να συνεχίσει, πετροδυνάμωνε η θέλησή του, ενώ κι ο βράχος, σιγά-σιγά, ανθρώπευε, ζωντάνευε και σου φαινόταν πως άλλες φορές άπλωνε βολικά τα αγκωνάρια του για να ’βρει μέρος να πατήσει ο αναρριχητής κι άλλοτε τίναζε το κορμί του λείο κι απότομο, γυρεύοντας να πετάξει από πάνω του, σαν ενοχλητικό έντομο, τον θρασύ επισκέπτη. Εκεί ψηλά ο άνθρωπος γινόταν βράχος και ο βράχος άνθρωπος.
Κοιτούσε και η Ζωή τον πατέρα της να σκαρφαλώνει σαν το αγριοκάτσικο και γέμιζε η ψυχή της φόβο, θαυμασμό και καμάρι. Φούσκωνε από χαρά το εφηβικό της στήθος καθώς σκεφτότανε πως πλάι στο μαντήλι της μάνας της θ’ ανέμιζε περήφανο, κρεμασμένο απ’ το πατρικό χέρι και το δικό της άλικο μικρομάντηλο.
Γυάλιζε στον ήλιο ο βράχος σαν καθρέφτης και ο Δημήτρης σκαρφάλωνε σαν τεράστιος αλφαντάκος, σαν μυρμήγκι στο τζάμι ενός υπερφυσικού παραθύρου. Ξαφνικά -κι ενώ ο πατέρας της είχε ζυγώσει τη σπηλιά του αγίου και του απόμεναν λιγότερο από δύο απλοχεριές για να φτάσει τον πάσαλο που ’ταν μπηγμένος στο άνοιγμα του βράχου- το ένα του πόδι κακοπάτησε, γλίστρησε, έχασε το στήριγμά του, κρεμάστηκε σαν ώριμο τσαμπί απ’ τον βράχο, κουνούσε σπασμωδικά τα τρία ελεύθερα μέλη του, σαν πνιγμένος που γυρεύει από κάπου να πιαστεί.
Μια πνιχτή κραυγή σπαρτάρισε πάνω απ’ τον μαζεμένο κόσμο, έκλεισε τα μάτια της η Ζωή· είδε τον πατέρα της να πέφτει, να γκρεμίζεται, σπασμένα βρέγματα στους βράχους, κολυμβητής πνιγμένος σε μια λίμνη αίματος…λένε πως αν πεθάνει κάποιος ανήμερα γιορτής σημαίνει πως ήτανε καλός άνθρωπος και ο πατέρας της ήταν καλός, ο καλύτερος απ’ όλους…
Όταν τα άνοιξε ο Δημήτρης ήταν ακόμη εκεί, γραπωμένος από μια ύστατη προεξοχή του βράχου που του παραστάθηκε -τελευταία στιγμή- στο ανέβασμά του.
Με μια τελευταία προσπάθεια κατάφερε να φτάσει τον πάσαλο και ν’ ανεβεί –σαν ναυαγός σε κατάστρωμα σωτήριου πλοίου- στο πλάτωμα της σπηλιάς. Ανάσανε ο κόσμος, ανάσανε και η Ζωίτσα· ευλογημένο το όνομα του Αγίου, δε θα ’βγαινε, εκείνη τη μέρα το κακό προαίσθημα της μάνας.
Στερέωσε με κόμπο την τριχιά, στον πάσαλο, ο Δημήτρης, πήρανε να ανεβαίνουνε και οι σύντροφοί του, σαν πειρατές σε πέτρινο κατάρτι με τα κουρσάρικα μαντήλια γύρω απ’ τη μέση τους, ακολουθώντας τον αρχηγό τους στο ρεσάλτο.
Ξεκρέμασαν το σχοινί με τα παλιά μαντήλια που σαν αραχνοκλωστή έπιανε απ’ τη μια άκρη της σπηλιάς ως την άλλη, ιστός φορτωμένος με μαυρισμένα κουκούλια, με κούφια σώματα εντόμων.
Πιάσανε να κρεμάνε τα καινούρια μαντήλια με τα ολοζώντανα χρώματα. Γέμισε η σπηλιά πολύχρωμες πεταλούδες, είδε η Ζωή να φτερουγίζουνε στο βράχο, με κάθε πνοή του ανέμου, αμέτρητα μεταξωτά λεπιδόπτερα.
Ύστερα οι μαντηλάδες αρχίσανε το χορό μέσα στο γούβωμα του βράχου. Πιαστήκαν χέρι-χέρι και ξεκινήσανε να τραγουδάνε για τον Αγιο που ’χε νικήσει τον δράκοντα και είχε λευτερώσει τη βασιλοπούλα, για την ευλογία του που τους αξίωσε και φέτος να σκαρφαλώσουνε στη χάρη του, για τις γυναίκες τους που καμαρώναν τα ολομέταξα μαντήλια τους.
Τραγουδούσαν και ο αντίλαλος, πέτρινο τάλαντο έπαιρνε τη φωνή τους και την ανέβαζε ως την κορυφή του Αϊ-Γιώργη.
Όταν ξεθύμανε η χαρά τους πήραν να κατεβαίνουν, πάλι με το χοντρό σχοινί, σαν τις μικρές αράχνες που καταριχόνται απ’ το ταβάνι βγάζοντας απ’ το στόμα τους –λεπτή κλωστή- τον ιστό τους. Τελευταίος, αφού πρώτα χαλάρωσε τον κόμπο για να τραβήξουν ύστερα από κάτω το σχοινί, κατέβηκε ο Δημήτρης κουβαλώντας μαζί και τα παλιά κουρελιασμένα μαντήλια, να τα μοιράσουν –όπως κάθε χρόνο- στους μαζεμένους πιστούς για να φτιάξουν φυλαχτά.
Τα έσκιζε ο Δημήτρης με το μαχαίρι του και τα μοίραζε στα απλωμένα χέρια των συγχωριανών του που σπρώχνονταν γύρω του λες και είχε προβάλλει στην Ωραία Πύλη με το Άγιο Φως, λες και δεν είχε βγει η Ανάσταση την περασμένη Κυριακή…. ‘διαμερίσαντο τα ιμάτιά μου και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρο……’.
Τραβήξανε τη μια άκρη του σχοινιού κι εκείνο, σύρθηκε πάνω απ’ τον πάσαλο κι έπεσε κουλουριασμένο, σαν ψόφιο φίδι, στα πόδια του Αϊ-Γιώργη. Πήρε ο Δημήτρης την κόρη του και γύρισαν στο σπίτι….
*Ο Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD είναι
Ψυχίατρος & Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Εmail: chliapis@yahoo.gr
Twitter:@Chris_Liapis