ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΘΑ στο έτος 1911. Ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμη. Την εποχή τούτη όλοι οι Χριστιανοί τής Χίου μιλούσαν για τά «Ιταλικά Βαπόρια» που συχνά διέσχιζαν τά νερά τού Αιγαίου καί τέλος μέ τό στρατό τους κυρίευσαν τά Δωδεκάνησα.
Το γεγονός τούτο άναψε στις καρδιές μας την κρυφή ελπίδα ότι σύντομα θά ερχόταν καί στή Χίο οί Ιταλοί τούς οποίους θά θεωρούσαμεν ώς ελευθερωτάς μιά καί είχαμε πιστέψει πώς δεν ήταν δυνατόν νά ελευθερωθούμεν από τούς αδελφούς μας Ελληνας μετά την ατυχή γιά μάς έκβασι τού Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.
Άν καί ήταν συζητήσιμο άν πράγματι οι Ίταλοί θά ήταν καλύτεροι γιά μάς άπό τούς Τούρκους.
Καθημερινώς ο νους μας ήτο εις στα πλοία να κυττάζομεν προς το μέρος τής Σάμου μήπως φανεί καπνός. Τότε οι μηχανές των βαποριών εκινούντο με κάρβουνο.Αλλά καί οι Τούρκοι φοβούμενοι μήπως οι Ιταλοί αποπειραθούν να καταλάβουν και τάς νήσους του Αιγαίου, ήρχισαν να όχυρωνωνται. Στρατιωτικός διοικητής τότε τής Χίου ήτο ένας άριστος καθ’ όλα αξιωματικός ονόματι Ζυχνή Πασσάς (1). Ελέγετο μάλιστα ότι είχε σπουδάσει (2) στη Γερμανία με τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο.
Νομίζω ότι τον βλέπω: Ενας ευθυτενής αξιωματικός μέ αριμάνιον μίστακα, μέ τις μπότες τις λουστρίνιες , τό μαστίγιο καί τό μαύρο σκούφο, (τότε οι νεότουρκοι μετά τό Τούρκικο Σύνταγμα βγάλαν τά κόκκινα φέσια) νά συνομιλή στήν προκυμαία μέ δυο-τρείς Τούρκους αξιωματικούς καί νά βλέπη πρός τόν Τσεσμέ. Αυτός λοιπόν ό αξιωματικός ήρχισε πυρετωδώς να οχυρώνη τήν νήσον. Καί εν πρώτοις συνέδεσε τήν νήσον μέ τά ορεινά μέρη τηλεφωνικώς. Κατασκεύασε αποθήκες τροφίμων εις τό χωριόν Πιτιός, στήν Άρβανίτισσα καί στήν Άμιθούντα φούρνους καί καθημερινώς μέ τους αγωγιάτες τής Χίου, μή υπάρχοντος τότε άλλου τρόπου μεταφοράς καθ’ όσον οι δρόμοι ευρίσκοντο εις αθλίαν κατάστασιν, μετέφερε παντός είδους τρόφιμα και πολεμικόν υλικόν. Καθημερινώς βλέπαμε καϊκές Τούρκων στρατιωτών -Ταγκαλάκια τούς λέγαμε- νά αποβιβάζονται στήν προκυμαία τής Χίου με πλήρη πολεμική εξάρτησι, καί έν γένει σε πλήρη πολεμική έξαρσι με τήν πρόθεσι νά αντισταθούν μέχρις εσχάτων, χωρίς ήμείς ουδ” έπ’ ελάχιστον νά φαντασθώμεν ότι όλα αύτά θά τά υφισταντο όχι οί Ιταλοί αλλ” ό Ελληνικός στρατός.
Έτσι είχαν τά πράγματα οπότε μια ήμερα ενεφανίσθη ένα Ιταλικό πολεμικό «Πίζα»(3) έλεγον ότι όνομάζετο και μεταξύ Xίου καί Τσεσμέ ήρχισε νά βομδαρδίζη τά Αλάτσατα νομίζω διά νά καταστρέψη τόν εκεί ευρισκόμενο ασύρματο καί σε κάθε κανονιοβολισμό εσείοντο αί οίκιαι μας. Βλέπαμε τούς Τούρκους πανικόβλητους νά τρέχουν καί να λέγουν «Βάϊ βάϊ».
Χωρίς άλλο επεισόδιο πέρασε το 1911 καί το 1912 εσυνθηκολόγησε ή Τουρκία με την Ιταλία καί ήρχισαν οί Βαλκανικοί πόλεμοι. “Ελλάς, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνι συνήψαν στρατιωτικήν συμμαχίαν καί επετέθησαν εναντίον της Τουρκίας. Ελέγετο τότε ότι τελευταία εκήρυξε τόν πόλεμον ή Ελλάς διά περισσοτέραν ασφάλειαν μή έχουσα εμπιστοσύνην καί προπαντός εις τήν Βουλγαρίαν.
Ενθυμούμαι μια μέρα με έστειλε ο μακαρίτης ο πατέρας μου για νά βεβαιωθώμεν αν πραγματικώς καί ή Ελλάς εκήρυξε τον πόλεμο κατά τής Τουρκίας, νά περάσω από το Ελληνικό Προξενείο με προσοχήν χωρίς νά γίνω αντιληπτός από τούς Τούρκους, -ήμουνα τότε 16—17 ετών- ευρίσκετο δε το προξενείον εις το οίκημα πού στεγάζεται σήμερα το εμπορικό επιμελητήριο εις την οδόν Μητροπόλεως έναντι τού Βιβλιοπωλείου Χαβιάρα- δια νά κοιτάξω νά ιδώ εάν υπάρχη ή Άρμα δηλαδή τό Στέμμα μέ τους δύο Ήρακλείς. Άρμα έλεγαν οι χριστιανοί την πινακίδα πού ήτο τοποθετημένη εις τον εξώστην της οικίας του Προξένου και έλεγε «Ισχύς μου η αγάπη του λαού».
Παρετήρησα ότι δέν υπήρχε ούτε στέμμα ούτε κοντός καί τότε εβεβαιώθημεν ότι πράγματι καί ή Ελλάς εκήρυξε τόν πόλεμο κατά τής Τουρκίας. Ενθυμούμαι όταν είμεθα παιδιά ή χαρά μας ήτο νά πάμε τό Πάσχα στη Μητρόπολη νά θαυμάσωμεν τόν Ελληνα Πρόξενο μέ τή μεγάλη του στολή νά συνοδεύη τόν Μητροπολίτη εις τήν περιφοράν τών εικόνων. Εδώ πρέπει νά λεχθή ότι τότε οί χριστιανοί ζούσαν σχεδόν αγαπημένοι μέ τούς Τούρκους εκτός από μερικούς χριστιανομάχους Τούρκους όπως ένας στή συνοικία μας (Καπέλα) Κουλούσης ονομαζόμενος όστις ώς Αστυνομικός ήτο τό φόβητρον τών χριστιανών. Μέ τό παραμικρό χειροδικούσε καί βασάνιζε. Διά τούτο μόλις εφάνησαν τά πλοία τής Απελευθερώσεως όλοι αυτοί ηκολούθησαν τόν Τουρκικό στρατό είς τά όρη γιατί καταλάβαιναν τί τούς περίμενε. Εδώ όπισθεν τής κλινικής Αυγουστή υπήρχε μιά ταβερνίτσα του Μιχαλιού Ατσάλη και κάθε βράδυ ευρίσκοντο οί χριστιανοί μέ τούς Τούρκους καί πίναν τά ουζάκια τους, κουβεντιάζοντες καί αστειευόμενοι.
Όταν εκηρύχθη ό πόλεμος οί χριστιανοί ρωτούσαν τούς Τούρκους: (ήτο ένας όνοματι Ακίλ-μπεης ένας Ταϊφούρ-μπεης καί άλλοι) «πόλεμο έχομε ;» καί εκείνοι απαντούσαν «Τζάνεμ, τέσσερα ποντικαλάκια επιάσανε τό γάτο» -γάτο εννοούσαν τήν Τουρκία «κι ό Γάτος ένα ένα ποντικαλάκι τά τρώη». Καί όταν οί χριστιανοί εμάθαιναν τά ευχάριστα νέα καί τούς ρωτούσαν πώς πάνε τά νέα αυτοί απαντούσαν «Κωνσταντίνο επιάσαμε καί κλαίει» εννοούσαν τόν τότε διάδοχο Κωνσταντίνο. «Μή κλαίεις, αύριο θά φέρωμε καί μπαμπά σου». Μέ τοιαύτα ψεύδη τροφοδοτούσαν οί Τούρκοι τούς δικούς τους, γι αυτό όταν εφάνησαν τά πλοία τής απελευθερωσεως δέν μπορούσαν νά το πιστέψουν ότι ήλθαν νά καταλάβουν τή Χίο καί ελεγαν: «μανταρίνια ήλθαν νά φορτώσουν». Ήταν ή εποχή των μανταρινιών , αλλά οί χριστιανοί είτε από καμμιά κρυφή εφημερίδα είτε από επιβάτες (ταξιδιώτες) μάθαιναν τα ευχάριστα νέα ότι ό στρατός Ίτροχωρεί, κατέλαβε τό Σαραντάπορο, τήν Ελασσόνα και την Θεσσαλονίκη κατόπιν. Έπειτα διεδόθη ότι καί ή Μυτιλήνη κατεληφθη, και τότε άρχισαν και εδώ οί χριστιανοί νά λαβαίνουν τά μέτρα τους γιά κάθε ενδεχόμενον. Ενθυμούμαι μιά Κυριακή μεσημέρι ήλθε στους Αγίους Αποστόλους (Καπέλα) καρρότσα γεμάτη όπλα γράδες.
Τότε στις καρρότσες που ήσαν μεταφορικά μεσα πολυτελείας – αμάξια τά λέγαμε τότε- κάθιζαν μέσα ώς επί τό πλείστον οί πλούσιοι γι αυτό τά κρύψαν σέ καρρότσα για νά μή δώσουν υποψία στας Τούρκους ότι μεταφέρουν όπλα, καί αμέσως (τα) διέθεσαν είς ωρισμένους οί οποίοι είχον εκ τών προτέρων ειδοποιηθή. Και εν γένει ευρίσκοντο τότε οί χριστιανοί εις κατάστασιν μεγάλης αγωνίας μέχρι της ευλογημένης ημέρας τής 11ης Νοεμβρίου 1912.
ΞΗΜΕΡΩΣΕ μια ηλιόλουστος καλοκαιρινή ημέρα Κυριακή εορτή των Αγίων Βικτώρων, και φορέσαμε τα γιορτινά μας να πάμε στην Εκκλησία χωρίς ούδ’ επ’ ελάχιστο να φανταστούμε τι ρόλο επρόκειτο να διαδραματίσει αυτή ή μέρα στη ζωή μας και στη ζωή τού νησιού μας. Πράγματι πήγαμε στην εκκλησία και ακριβώς την ώρα που ελέγετο ό Απόστολος ηκούοντο ψίθυροι εντός τής Εκκλησίας και εξήρχοντο οι προσκυνηταί έξω τής εκκλησίας. «Τί συμβαίνει; τί συμβαίνει;» λέγουν ότι βλέπουν τα πλοία τα Ελληνικά να έρχωνται για να καταλάβουν τη Χίο. Αμέσως βγήκαμε έξω και τρέξαμε στο Βουνάκι. Βουνάκι τότε ελέγετο και τώρα ακόμη εξακολουθούν να το αποκαλούν, όλη ή περιφέρεια από τά σχολεία τού 3ου και 8ου δημοτικού, μέχρι τού Δημοτικού Κήπου διότι τότε δεν υπήρχε τίποτε εκτός από δύο παράγκες πού εχρησιμοποιούντο διά σχολεία, και ένα μικρόν οίκημα πού έμεναν 4—5 Τούρκοι ζαπτιέδες δηλαδή χωροφύλακες, ως φυλάκιον. Από το Βουνακι λοιπόν μπορούσε κανείς νά βλέπη ακόμα και την Νομαρχία (4) (τουρκιστί Κονάκι).
Πήγα ακριβώς εις τα πρώην κτίρια τής Ηλεκτρικής “Εταιρίας (5) όπου κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθή καί έβλεπε προς τό μέρος των Οινουσσών τούς καπνούς των πλοίων. Τότε είδον καί εγώ καί εμέτρησα 7—8 καπνούς, ό ένας πίσω από τον άλλο νά έρχονται πρός τήν πόλι τής Χίου καί έν συνεχεία Τουρκικό στρατό μέ πλήρη πολεμική εξάρτηση, νά ακροβολίζεται εις τήν παρυφήν τού δρόμου πού φέρει από τούς Στρατώνας προς τα Βυρσοδεψεία. Έν τώ μεταξύ όσο παρήρχετο ή ώρα, ήρχισαν νά διακρίνονται τά σκάφη όσοι δε, είχον διόπτρας, έβλεπαν καί έλεγαν εις τούς άλλους πού παρακολουθούσαν ότι διακρίνονται οι σημαίες καί είναι Ελληνικές. Όταν δέ επλησίασαν περισσότερο εφαίνοντο καί μέ γυμνόν οφθαλμόν.
Έπειτα διάβαζαν καί τά ονόματα τών πλοίων. Μακεδονία, Σαπφώ, Μυκάλη, Εσπερία, καί τά αντιτορπιλικά Κεραυνός και Νέα Γενεά. Όταν δέ έφθασαν μεταξύ Φρουρίου καί Βυρσοδεψείων, ο κόσμος έλεγε: «Κοίταξε στρατό. Κοίταξε στρατό!»
Ήσαν τα δύο μεταγωγικά που έφεραν τον στρατόν τής Απελευθερώσεως. Ήτο ένα μεγαλειώδες και συγκινητικόν συγχρόνως θέαμα νά βλέπομεν τα πλοία εις μεγαλοπρεπή παράταξιν και να σκιρτούμεν απο χαράν, σκεπτόμενοι ότι έρχονται νά μάς χαρίσουν τήν Ελευθερίαν μας έπειτα από 500 ετών δουλείαν. Ήλθε τό μεσημέρι, μία δύο μετά τό μεσημέρι αλλά ποιος εσκέπτετο γιά φαγητό. Θά ήτο περίπου 12 ή ώρα – δεν θυμάμαι ακριβώς- οπότε είδαμε μια βάρκα νά φεύγη από τό βαπόρι και να πηγαίνη προς το λιμάνι, και σε διάστημα μιας ώρας περίπου να επιστρέφη, και άλλη βάρκα απ’ το λιμάνι ήλθε στα πλοία.
Αργότερα εμάθαμεν ότι ήσαν κήρυκες και μετέβησαν νά ζητήσουν την παράδοση τής πόλεως, και ότι μετέβησαν και οι Πρόξενοι στα πλοία διά να μεσολαβήσουν όπως μη βομβαρδιστεί ή πόλις εφ’ όσον ήτο ανοχύρωτος και αφού έπ’ ουδενί λόγω ήτο διατεθειμένος ό Ζιχνής βέης να παραδώση την πόλιν. Και ενώ ημείς περιμέναμεν με ανυπομονησίαν να δούμε τό αποτέλεσμα δύο απ’ τα βαπόρια ξεκίνησαν για το Κοντάρι χωρίς ημείς να υποψιασθούμεν ότι πρόκειται να αρχίση ή απόβασις. Θα ήτο περίπου ή ώρα 3—3 1/2 οπότε έξαφνα ακούμε κανονιοβολισμούς και πολυβολισμούς από τό μέρος τού Κονταριού.
Αμέσως είδαμε τούς Τούρκους να τινάζονται άπ’τή θέσι τους επάνω καθώς έκειντο εις τήν παρυφήν τού δρόμου, ό δέ κόσμος πού ήτο συγκεντρωμένος και παρακολουθούσε νά ψωνάζη: «Άντε παιδιά, κάμετε τό σταυρό σας καί σπίτι !». Αμέσως κάμαμε τό σταυρό και φύγαμε τροχάδην και πήγαμε στα σπίτια μας. Εν τω μεταξύ οι βομβαρδισμοί και τα πυρά εξακολουθούσαν και εξακολουθούσαν τώρα με μεγαλυτέραν έντασιν μέχρι αργά την νύκτα, και έβλεπαν από τας οικίας τις οβίδες πού έσκαψαν τα υψώματα τού Κορακάρη. Κατά τις επτά περίπου το βράδι, έπαυσαν οι πυροβολισμοί και έγινεν ησυχία τουλάχιστον εις την περιφέρειαν μας. Ημείς όμως είμεθα ανήσυχοι καί συντροφευόμενοι όλη την νύκτα χωρίς νά κλείσωμεν μάτι γιατί είχε διαδοθή ότι ό Ζιχνής είχε προμηθευθή προηγουμένως δοχεία πετρελαίου διά νά πυρπόληση τήν πόλι.
Ευτυχώς μέχρι το πρωί δεν συνέβη τίποτε και πριν ανατείλη ό ήλιος ήλθε στο σπίτι μας ένας φίλος μου -μακαρίτης σήμερα- να με πάρη να πάμε στο Βουνάκι να δούμε τί γίνεται. Παρά τας αντιρρήσεις των γονέων μου και αφού τούς υπεσχέθημενότι δεν πρόκειται ν’ απομακρυνθούμε πήγαμε στο Βουνάκι. Εις τα σχολεία παντού ήτο ησυχία. Εις την Καζάρμα δηλαδή εις το Τουρκικό Φυλάκιο δεν υπήρχε Τούρκος. Πήραμε θάρρος και απεφασίσαμεν να προχωρήσωμεν προς την πλατείαν τής πόλεωςμε προφύλαξι. Είχαμε φθάση εκεί πού ευρίσκεται σήμερον τό άγαλμα τού Iάσονος Καλαμπόκα (6) . Τότε όλη εκείνη ή περιφέρεια ήτο περιτειχισμένη μέχρι τής εργατικής εστίας καί εχρησιμοποιεϊτο ώς προαύλιον τού Στρατώνος, άλλά καί εκεί δέν υπηρχε Τούρκος. Έν τώ μεταξύ ό κόσμος παρέμενε κλειστός εις τάς οικίας του καί μόνο κατά διαστήματα βλέπαμε κανένα πολίτη νά ξεπροβάλλη από τό σπίτι του μέ προφύλαξι. Τότε προχωρήσαμεν καί εφθάσαμεν εις τους κυρίους Στρατώνας όπου στεγάζεται σήμερον ή Πυροσβεστική Υπηρεσία (7), αλλά καί εκεί οί Στρατώνες ήσαν κενοί. Τότε καταλάβαμεν ότι οί Τούρκοι εγκατέλειψαν τήν πόλι καί απεσύρθησαν στά βουνά. Έν τώ μεταξύ ακούγαμε πυροβολισμούς καί ενομίζαμεν ότι γίνεται μάχη, ενώ έκ τών ύστερων επληροφορήθημεν ότι οί χριστιανοί πυροβολούσαν από ενθουσιασμόν βλέποντες τον ελληνικό στρατό νά προχωρή πρός τήν πόλι τής Χίου από τήν παραλιακήν όδόν τής Μπέλα Βίστα.
Προχωρώντας φθάσαμεν εκεί πού ευρίσκεται σήμερον ή Εθνική Τράπεζα πού ήτο τότε ό Στρατώνας τού Πυροβολικού τών Τούρκων, καί ενώ συζητούσαμεν μέ μερικούς άλλους – θά ήτο ή ώρα περίπου 8η πρωινή τής 12ης Νοεμβρίου 1912 – ακούω μιά δυνατή φωνή πού ακόμη αντηχή στ’ αυτιά μου « Στήν πάντα πολίτες, στην πάντα πολίτες » στρέφομεν πρός τήν οδόν Βενιζέλου καί βλέπομεν φαντάρους μέ τά όπλα άνα χείρας επί δύο ζυγών δεξιά καί αριστερά τής οδού μπαρουτοκαπνισμένοι καί λασπωμένοι – παρέλειψα ν’ αναφέρω ότι άφ’ εσπέρας Αμέσως ημείς φωνάξαμε « Έλληνες είναι, Έλληνες !! ». Το τί έγινε δεν ημπορεί νά περιγράψη ή πτωχή μου πέννα.
Αστραπιαίως διεδόθη τό Έλληνες — Έλληνες καί αμέσως ό κόσμος ξεχύθηκε από όλας τάς συνοικίας πρός την πλατεία τής πόλεως αλλόφρων από χαράν νά τρέχη δεξιά καί αριστερά νά εναγκαλίζεται μέ γνωστούς καί αγνώστους, μέ εχθρούς καί φίλους καί νά φωνάζη «Χριστός Ανέστη», νά πετάη τά καπέλλα του στον αέρα, vα χτυπάνε όλοι οί κώδωνες τών εκκλησιών, καί να τά χάνομε από ενθουσιασμόν – μόνο ένα βουητό ηκούετο. Έξαφνα ανοίγει το παράθυρο τής Νομαρχίας και βλέπομεν να πετάνε έξω σωρηδόν τά έγγραφα σε σημείον νά γεμίση ή πλατεία χαρτιά καί να αναρτάται ή “Ελληνική σημαία μπροστά σ’ ενα λαό πού με παραλήρημα χαράς χειροκροτούσε.
ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ εξακολουθούσαν νά εισέρχονται στρατεύματα συντεταγμένα τώρα απο τήν ιδίαν οδόν και να έρχωνται συνεχώς κατά τετράδας, νά και οί έφιπποι αξιωματικοί, νά τώρα και οί σαλπιγκταί με σαλπίσματα διάφορα καί περίεργα γιά μάς που είμαστε συνηθισμένοι μέ τά τουρκικά σαλπίσματα. Τότε είδαμεν ένα τμήμα στρατού συντεταγμένον νά βαδίζη προς τον Άγιον Νικόλαον μέ προορισμόν τό χωριό Καριές (που) εφαίνετο έκ τής πλατείας τής πόλεως. Τό κύριον σώμα τού στρατού συνεκεντρώθη εις τον μεταξύ πλατείας καί Δημοτικού Κήπου χώρον. Τότε δέν υπήρχε Δημοτικός Κήπος, ήτο ελεύθερος ό χώρος μέχρι τού Αγίου Ιακώβου. Τότε ημείς τούς πλησιάσαμεν, τους χαιρετήσαμεν καί πιάσαμεν συζήτησην καί φιλία συνάμα. Μάς έλεγαν ότι ήσαν τού δείνα Συντάγματος τής τάδε Μεραρχίας – αλλ΄ ημείς δέν είχαμε ιδέα τι θά πή Σύνταγμα καί Μεραρχία – είχαμε Τουρκία κατά τήν λαϊκήν έκφρασιν. Ημείς ξέραμε « έλικ του, ράχα του » δηλαδή παρουσιάσατε καί παρα-πόδα καί μπίρ – ικί δηλαδή έν-δύο.
Ίδού καί ενα χαρακτηριστικόν επεισόδιον: Καθ’ ην ώρα συζητούσαμεν ενας πολίτης κρατούσε ενα ψωμί γιά τήν οικογένειαν του, ένας φαντάρος τού λέγει: Πατριώτη σε παρακαλώ μού δίδης λίγο ψωμί; αμέσως ό πολίτης τού προσέφερε προθύμως τό ψωμί, καί τότε εζήτησαν καί οι πλησιέστερον φαντάροι καί εις παρατήρησίν μας απήντησαν ότι από χθες τό μεσημέρι μέ τήν απασχόλησιν τής αποβάσεως είχαν μείνει νηστικοί.
Τότε ημείς φωνάξαμε « Βρε παιδιά ο στρατός πεινά! ».
Αμέσως διεδόθη τούτο καί μετά παρέλευσι όλίγου χρόνου άρχισαν νά καταφθάνουν από τούς φούρνους τούς όποιους άνοιξαν αμέσως οι αρτοποιοί, ψωμιά, παξιμάδια, κουλούρια, λειτουργιές, ότι υπήρχε διαθέσιμο, καί κατόπιν άρχισαν νά καταφθάνουν από τά γύρω σπίτια γιάλες μέ διάφορα γλυκά, μαστίχα, ροδοζάχαρι, σύκα, αμύγδαλα καί εξακολουθούσαν νά φέρνουν. Τόση ήτο ή περιποίησις καί ή υποδοχή ώστε τό απόγευμα πού κατενεμήθη ό στρατός είς τά διάφορα οικήματα τής πόλεως ήτοι στο Γυμνάσιο Αρρένων, τό Παρθεναγωγείον, τό Μουσείον ( έως τότε τζαμί τών Τούρκων), είς τά σχολεία τού Βουνακίου. Τήν επομένην τό πρωί πού μετέβην εις τά σχολεία τού Βουνακίου παρετήρησα ενα απίστευτον αλλ’ αληθέστατον γεγονός. Eις τήν παραθυρόπλακα εντός τού σχολείου ευρίσκοντο γιάλες γλυκά διάφορα, καί εις τήν γωνίαν τής αιθούσης ενας σωρός από αμύγδαλα καί σύκα απόδειξις ότι ό στρατός είχε χορτάσει καί παρέμεναν εκεί. Αλλά μήπως άφησαν στρατιώτη χωρίς νά φιλοξενηθή στάς οικίας ; Κάθε οικογένεια τό θεωρούσε τιμή της νά φιλοξενήση ένα — δύο στρατιώτας είς τήν οικίαν της καί νά τούς περιποιηθή γιατί τούς θεωρούσαν ώς ένα Ιερόν πράγμα, καλλίτερα από αδελφούς των χωρίς νά λάβουν υπ’ όψει ότι έχουν, κορίτσια και αγόρια. Οφείλω νά τονίσω εδώ ότι ό στρατός τής απελευθερώσεως καθ’ όλο τό διάστημα τής παραμονής του στη Χίο επέδειξε καθ’ όλα αρίστην καί παραδειγματικήν συμπεριφοράν καί τούτο διότι αντιλαμβάνετο τήν ιεράν αποστολήν του. Ό λαός έξαλλος από ενθουσιασμόν τούς συνήντα στο δρόμο, τούς ενηγκαλίζετο καί τούς ησπάζετο σέ σημείον απίστευτον, αδιακρίτως φύλου καί ηλικίας.
Θυμάμαι μιά μέρα ενώ ευρισκόμην εις τό σχολείον τού Βουνακίου πού έμεναν στρατιώται ένα κορίτσι ενηγκαλίσθη ένα στρατιώτη καί τον ησπάσθη. Ο παρευρισκόμενος αξιωματικός τής λέγει επί λέξει: « Μα κορίτσι μου μή κάνετε έτσι γιατί ίσως βρεθή κανένας ανόητος καί μάς προσβάλη όλους ».
Καί ένα φαιδρόν επεισόδιον : τήν πρώτην ημέραν τής αποβάσεως ένας βιομήχανος βυρσοδέψης βραδύγλωσσος -μακαρίτης σήμερα-, παραλείπω τό όνομά του, ερχόμενος προς την πόλι τον πρώτον φαντάρο πού συνήντησε τρέχει καί τόν εναγκαλίζεται λέγοντάς του «κ’ έλα νά σέ φιλήσω κι ας είσαι κι άσκημος».
Τοιούτον ενθουσιασμόν ησθάνετο ό κόσμος. Κατήντησε εις τούς Στρατώνας νά μή μένουν στρατιώται σέ σημείον πού ηνάγκασε τον Στρατιωτικό Διοικητή νά εκδώση αυστηροτάτην διαταγήν απαγορεύουσα τήν απομάκρυνσιν τών στρατιωτών από τούς στρατώνας καί προπαντός τήν νύκτα. Δικαίως λοιπόν ό υπασπιστής τού αρχηγού τού στρατού Καρακατσώνης (8) όνομάτι καί μετέπειτα Στρατηγός γράφει είς ενα βιβλίον του επί λέξει: «Οι Χίοι εφάνησαν άξιοι τής Ελευθερίας των, ή υποδοχή καί ή φιλοξενεία τής όποιας έτυχε ό στρατός κατοχής θά μού μείνη αλησμόνητος».
Τήν επομένην τής αποβάσεως μερικά κακοποιά στοιχεία, – ευτυχώς ελάχιστα – επωφελούμενα τής περιστάσεως διέρρηξαν τήν νύκτα μερικάς τουρκικός οικίας οι οικείοι τών όποιων μετώκησαν είς τό φρούριον από φόβον αντιποίνων όπως τού εύπορου Τούρκου Φεράτ-μπέη καί τού Μουφτή μέ μεγάλην αγανάκτησι τού Χιακού λαού όστις ειδοποίησε τήν στρατιωτική διοίκησι ήτις αμέσως επενέβη καί επανέφερε τήν τάξιν, τοιχοκολήσασα συνάμα, είς τά κεντρικά μέρη προκηρύξεις εγγυωμένη ασφάλειαν, τιμής καί περιουσίας τών πολιτών. Μιάν ημέραν διεδόθη ότι ό χριστιανομάχος Κουλούσης τόν όποιον ανέφερα προηγουμένως διά τά αιμοβόρα ενστικτά του, εκρύπτετο είς τήν οικίαν τού εύπορου Χίου Κυτριλάκη καθ’ ό γείτων του.
Αμέσως περιεκύκλωσεν ό στρατός τήν οικίαν του, έγινε έρευνα αλλ’ απεδείχθη ψευδής ή είδησις. Ευρίσκετο είς τά βουνά μέ τόν Τουρκικό στρατό. Έν τώ μεταξύ ό Τουρκικός στρατός είχε αποσυρθή είς τά φύσει καί θέσει ορεινά μέρη τής Χίου μέ τήν πρόθεσιν ν’ αμυνθή μέχρις εσχάτων καί μέ τήν ελπίδα (ότι) ίσως έλθη νικήτρια ή τουρκική αρμάδα καί τόν ελευθερώση. Διεδίδετο μάλιστα μετ’ επιτάσεως ότι συννενοείτο διά τού οπτικού (9) μέ τούς απέναντι τού Τσεσμέ Τούρκους οι οποίοι τόν ενεθάρρυναν είς τούτο. Αλλ’ ό ηρωϊκός μας στόλος υπό τόν αείμνηστον Ναύαρχον Παύλον Κουντουριώτη κατεναυμάχησε τόν Τουρκικόν στόλον καί ούτω εματαιώθησαν τά σχέδια τού Ζιχνή Πασσά. Ό Διοικητής τού στρατού Συνταγματάρχης Νικόλαος Δελαγραμμάτικας λόγω τών φύσει οχυρών (θέσεων) πού κατείχε ό Τουρκικός Στρατός καί προς αποφυγήν ασκόπου αιματοχυσίας απεφάσισε τόν αποκλεισμόν τού εχθρού είς τά ορεινά καί άγονα μέρη τής νήσου γιά νά τόν εξαναγκάση ούτω διά τής πείνης καί τών κακουχιών τού χειμώνος είς παράδοσιν. Διά τούτο έν συνεννοήσει μετά τών χωρικών συνεκροτήθησαν εθελοντικά Σώματα, αφ’ ενός πρός απόκρουσιν τών επιδρομών τών Τούρκων καί αφ’ ετέρου διά τόν καλλίτερον αποκλεισμόν από τού νά προμηθεύωνται τρόφιμα καί πολλάκις έδωσαν μάχας μέ νικηφόρα αποτελέσματα όπως στα χωριά Καρδάμυλα, Βολισσός καί άλλα.
Εν τώ μεταξύ ενισχύθησαν αί μαχόμεναι δυνάμεις μέ τόν απελευθερωτικόν στρατόν τής Μυτιλήνης και ένα λόχον ελληνοαμερικανών εθελοντών. Τότε είδον τόν ευπατρίδη Γεώργιον Χωρέμην (10) μέ τό όπλον χιαστί φαντάρον νά δίδη πληροφορίας στην προκυμαία. Επίσης κατέφθασαν καί ανταρτικά σώματα ώς επί το πλείστον Κρήτες οίτινες επολέμησαν γενναίως όπως είς τήν μάχην περί τό χωρίον Λιθί όπου έπεσε μαχόμενος ο οπλαρχηγός Γεώργιος Πέρρος τού όποιου έγινε μεγαλοπρεπής κηδεία αφού τόν εναπέθεσαν είς τό παρεκκλήσιον τής Άγιας Κυριακής είς τήν οδόν Μητροπόλεως. Κάθε απόγευμα έστηναν χορό είς τήν πλατείαν τής πόλεως φαντάροι, εύζωνες, πεζοναύτες αδελφωμένοι καί τραγουδούσαν ό Βενιζέλος υπουργός κι ο Κωνσταντίνος αρχηγός. Ημείς δε κατενθουσιασμένοι τούς καμαρώναμεν γιά τή λεβεντιά τους., μετά δέ τό συσσίτιον παρετάσσοντο τά δύο Τάγματα καί έδιναν αναφοράν είς τόν διοικητήν τού στρατού κατοχής καί κατόπιν τό ένα τάγμα εβάδιζε πρός αντικατάστασιν τού τάγματος προκαλύψεως κάθε βράδυ έκ περιτροπής.
’Εν τώ μεταξύ ενέσκυψε βαρύς ό χειμών μέ βροχάς καί εθαυμάζαμεν τούς ελευθερωτάς μας νά μεταβαίνουν είς τήν πρώτη γραμμή μέ βροχή καί νά κρατάν μέ τά δυο τους χέρια τά ατομικά τους αδιάβροχα υπεράνω τής κεφαλής των έν είδη ομπρέλας μέ ενθουσιασμόν καί καρτερίαν αύτοί οί ήρωες οχι μιά ή δύο ημέρας αλλά περισσότερο από ένα μήνα, νά ξημεροβραδιάζωνται στά παγωμένα βουνά, καί νά νομίζης ότι μεταβαίνουν σέ πανηγύρι καί όχι στήν πρώτη γραμμή νά χύσουν τό αίμα τους γιά νά μάς χαρίσουν τήν Ελευθερίαν μας. Ή Χίος θά τούς ευγνωμονή εσαεί. Επειδή παρενοχλείτο τό χωρίον Βροντάδος από τόν εχθρόν, κείμενον είς την παρυφήν τού όρους Αίπους, διετάχθη άγημα Πεζοναυτών νά καταλάβη τήν οχυράν ταύτην θέσιν. Τότε είδον τόν αείμνηστον Νικόλαον Ρίτσον έξωθεν τού Στρατώνος όπου ήτο παρατεταγμένον τό απόσπασμα έτοιμον πρός εκκίνησιν νά δίδη διαταγάς. Κατά τήν ανάβασιν τού Αίπους κατέλαβον τους Τούρκους σκοπούς κοιμομένους άλλως θά εξοντώνετο τελείως τό απόσπασμα λόγο τής οχυροτάτης θέσεως και του στόχου που παρουσίαζε ή στολή τών Πεζοναυτών. Παρά τούτα συνήφθη πεισματώδης μάχη σώμα μέ σώμα οπότε ειδοποιήθη τό εξοπλισμένον (Μακεδονία) καί εβομβάρδισε τάς τουρκικάς θεσεις. Εν τέλει κατελήφθη τό Αίπος μέ απωλείας μεταξύ τών οποίων ο Ρίτσος καί Παστρικάκης. Μιαν ημέραν οι Τούρκοι από τό Προβάτειον όρος απεπειράθησαν νά καταλάβουν τό χωριόν Καριές αλλά τούς υπεδέχθη τό εκεί ευρισκόμενον Ελληνικόν απόσπασμα καί τούς απεδεκάτησε τελείως. Άλλοτε πάλιν εγκατέστησαν ένα πυροβόλον είς τήν θέσιν Σταυρί παρα τό μοναστήριον τού Αγίου Μάρκου καί έβαλε κατά τών προφυλακών μας δι εντυπωσιακούς λόγους, αλλ’ αμέσως ανεπτύχθη ό στρατός και με ένα κανόνι μικράς ακτίνος δράσεως τόν ηνάγκασε νά σιγήση. Οσάκις οί εχθροί απεπειράθησαν νά προχωρήσουν έξω από τά οχυρά τους απεδεκατίσθησαν.
ΜΙΑΝ ΗΜΕΡΑΝ ένας πολίτης ανέφερε ότι Τούρκοι εφάνησαν. Εις τo άκουσμα οι στρατιώται του απαντούν. «Πού είναι μωρέ έλα να μας τους δείξης, αυτό θέμε και μεις να βγουν απ’ τό καβούκι τους» και τον πήραν μαζί τους να τούς δείξη που ευρίσκονται. Εθαυμάζαμεν την αποφασιστηκότητα και τήν ψυχραιμίαν τους.
Και μια ανδραγαθία ενός Χίου ονόματι Γεωργ. Ιακώβου Καραμανής (Περιφέρεια Παρθένη). Το πρωί τής επομένης της καταλήψεως τής Χίου ημέρα Δευτέρα, καλός κυνηγός πήρε τό κυνηγητικό του όπλο και πήγε «για κανένα Τούρκο» όπως έλεγε. Πράγματι παρά τον Άγιον Παντελεήμονα (τό Μονοδέντρι) εις μιαν καλύβην υπήρχον πέντε Τούρκοι στρατιώται. Όταν άκουσαν βήματα βγήκε ό Δεκανεύς τους να παρατηρήση. Αμέσως ό Καραμανής τον πυροβολεί και τον φονεύει. Οι υπόλοιποι τέσσαρες τρομοκρατηθέντες εξέρχονται τής καλύβης μέ υψωμένα τα χέρια και παραδίδονται. Μέ ταχύτητα τους αφοπλίζη, τους διατάσσει νά προχωρούν εμπρός, τούς φέρνει και τούς παραδίδει είς τήν Στρατιωτικήν Διοίκησιν «τέσσαρας στρατιώτας καί πέντε όπλα». Ασθενήσας είς τον στρατόν ό έν λόγω Καραμανής απέθανεν είς Νοσοκομείον τής Θεσσαλονίκης.
Άλλην ημέρα πάλιν τό εξοπλισμένον ατμόπλοιον Μακεδονία φαίνεται ότι είδε κινήσεις είς τήν Μονήν των Αγίων Πατέρων καί εβομβάρδισε τό μοναστήρι. Ακόμη και μέχρι σήμερον έχουν αφίση ώς ενθυμιον τήν οπήν τής οβίδος που έπληξε τήν τραπεζαρία τής μονής. Ήτο ένας άριστος σκοπευτής ώς ελέγετο είς τό πλοίον τής Μακεδονίας ονόματι Τσουκαλάς (11).
Οι έν τώ φρουρίω Τούρκοι πολίται – άς σημειωθή ότι τό φρούριον τότε κατηκείτο όλο από Τουρκικές Οικογένειες – ούτε μία χριστιανική οικογένεια υπήρχε εντός τού Φρουρίου- βλέποντες ότι ο Τουρκικός Στρατός εξακολουθεί ν’ αμύνεται ακόμη χωρίς να παραδοθή έπειτα από τόσο διάστημα που παρήλθε από τήν ημέραν τής αποβάσεως, άρχισαν να κουνάνε κι αυτοί τήν ουρίτσα τους σέ σημείο πού ενώ περνούσε ένα απόγευμα Αξιωματικός (12) έφιππος από τήν πόλιν προς τά Βυρσοδεψεία καί ακριβώς εις τό σημείον που εγκαθίσταται τό τσίρκο (13) τού έριψαν μια χειροβομβίδα, αιφνιδιάσθη τό άλογο, έπεσε ό αξιωματικός χωρίς ευτυχώς νά τραυματισθή. Αμέσως διετάχθη και ο στρατός περιεκύκλωσε τό Φρουριον, εισήλθε εντός αυτού, έκαμε έρευνα, καί έκτοτε τούς απηγορεύθη ή έξοδος άνευ αδείας. Πολλάκις οί Τούρκοι πυροβολούσαν τάς πρωϊνάς ώρας από τό Προβάτειον όρος χωρίς λόγον – ότι δήθεν εδώ είμεθα καί ημείς ειρωνικώς τούς ονομάσαμεν «καλαφάτες» όπως οί καλαφάτες ναυτικοί καλαφατίζουν τις βάρκες καί τά ιστιοφόρα αυτό ακούαμε τακτικώτατα : τάκ-μπουμ.
Αυτή ήτο ή στρατιωτική κατάστασις τής νήσου όταν τό Γενικόν Επιτελείον ευρισκόμενον τότε είς τήν πολιορκίαν τού Μπιζανίου καί ανυπομονών διά τήν καθυστέρησιν τού στρατού τής Χίου όστις ήτο υπολογίσιμος δύναμις διά τήν ενίσχυσιν τού στρατού τής Ηπείρου απέστειλε είς Χίον ένα Επιτελή Αξιωματικόν – Βερνάρδος (14) νομίζω ελέγετο, όστις φθάσας είς Χίον καί αφού κατετοπίσθη από τον αρχηγόν τού στρατού επί τής στρατιωτικής καταστάσεως τής νήσου, συνεφώνησε μέ τάς απόψεις καί μέ τά στρατιωτικά μέτρα άτινα ό αρχηγός είχε λάβη μέχρι στιγμής ακόμη καί διά τά μελλοντικά του σχέδια καί απεφασίσθη παρ’ αμφοτέρων όπως αποσταλούν τό γρηγορώτερον δυο πυροβόλα ένα ορεινόν καί ενα πεδινόν (15) τού Δαγκλή. Ονομάσθη τού Δαγκλή διότι ό στρατηγός Δαγκλής τού είχε επιφέρη κάποια τροποποίησι (16) καί αμέσως νά αρχίση γενική επίθεσις από όλα τά μέρη τής Χίου όπερ καί έγινε. Μετ’ ολίγας ημέρας κατέφθασαν τά δύο πυροβόλα καί τό μέν ορειβατικόν ετοποθετήθη είς τό όρος Προφήτης Ηλίας παρά τό χωρίον Άγιος Γεώργιος ό Συκούσης, τό δέ πεδινόν και μεγαλύτερον άμα τή ενάρξει τής επιθεσεως μετεφέρθη είς τό Αίπος.
Ενθυμούμαι όταν ερρίφθη τό σύνθημα τής επιθέσεως που ήτο ένας κανονιοβολισμός τής «Μακεδονίας», τό πρωί τής ημέρας εκείνης (17), ξεκινήσαμεν από τήν πόλι τής Χίου τή βοήθεια των πολιτών καί πολλών έκ τού χωρίου Πυργί και εσύραμεν τό πυροβόλον είς τεμάχια διά σχοινιών διότι όπως ανέφερα προηγουμένως, δρόμοι υπήρχον μόνον κατ’ όνομα και εφθάσαμε μέχρι τού Αίπους μέ επικεφαλής τον αείμνηστον Μητροπολίτην τής Χίου Ιερώνυμον Γοργίαν. Τότε είδον γυναίκας τού Βροντάδου νά μεταφέρουν νερό είς τους μαχομένους στρατιώτας. Μόλις φθάσαμεν είς τήν τελευταίαν στροφήν του Αίπους είς μικρόν σπήλαιον (18) αριστερά τής οδού είδομεν 3—4 Τούρκους φονευμένους καί ένα Έλληνα αξιωματικόν ελαφρώς τραυματίαν είς τό μέτωπόν του μέ αίματα νά επιστρέφη από τήν πρώτη γραμμή.
Όταν εφθάσαμεν είς τό οροπέδιον τού Αίπους αντικρύσαμεν ένα κωμικοτραγικόν θέαμα: Ήσαν τρία πυροβόλα τού Κρούπ (19) μικρά τά οποία εχειρίζοντο ναύται του πολεμικού ναυτικού καί σέ κάθε εκπυρσοκρότησι έπαιρναν μιά, δυό, τρείς τούμπες καί προσπαθούσαν οί πυροβοληταί νά τά επαναφέρουν είς τήν πρωτέραν τους θέσιν, μέ μεγάλην αγανάκτησι καί δυσκολία λόγω τού βραχώδους εδάφους. Μέ τοιαύτα πολεμικά μέσα προσπαθούσαν οι γενναίοι μας νά εκτοπίσουν τον εχθρόν από χαρακώματα που πυροβολούσαν έκ τού ασφαλούς, ορθίως πυροβολούντες. Αλλά καί των Τούρκων τό πυροβόλον δεν ήτο σέ καλλίτερη μοίρα αφού δεν μας έφθανε και οι οβίδες του ήσαν ελαττωματικαί (20). Καθ’ ήν ώρα ητοιμάζετο το νέον πυροβόλον προς δράσιν είδομεν τμήματα ημέτερα να προελαύνουν εις τα υψώιιατα τού Πηγανίου όρους. Έν τώ μεταξύ προχώρησε ο παρατηρητής εμπρός καί ημείς περίεργοι περιμέναμε να δούμε άν και αυτό το κανόνι θά παίρνη και αυτό τούμπες.
Όταν ητοιμάσθη προς πυροβόλησιν ό αξιωματικός διατάσσει «Πύρ!»καί αμέσως εκπυρσοκρότησε χωρίς να μετακινηθή εκ τής θέσεώς του. Μολις εσείσθη η κάνη του πυροβόλου ένα ελατήριο επανέφερε τό κανόνι εις την θέσιν του με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό ημών των παρευρισκομένων. Τότε ο παρατηρητής φωνάζει « 500 μέτρα αριστερά ». Αμέσως ο αξιωματικός επαναλαμβάνει «500 μετρα αριστερά» καί μία εγκαιροφλεγής (21) οβίς εξερράγει προς το μέρος των τουρκικών θέσεων.
Αμέσως ακούω μια φωνή του παρατηρητού «Γειά σου Ανδρέα, βάρα τους». Τότε εμαθα ότι ό αξιωματικός ελέγετο Ανδρεας ποιος νά εγνώριζε τό επίθετόν του πώς νά ελέγετο (22). Πάραυτα διατάσσει ο αξιωματικός «πυρ ταχύ» και άρχισε τό πυροβόλο νά ρίπτη έν είδη στεφάνης υπεράνω των Τουρκικών θέσεων εγκαιροφλεγείς βόμβας. Δεν είχον παρέλθη δέκα λεπτά και ειδοποιήθημεν ότι οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τα οχυρά τους και οπισθοχωρούν. Αμέσως διέταξε ο αξιωματικός «Εμπρός τό κανόνι» και ημείς νά μεταφέρομεν πυρομαχικά με τά κιβώτια προς τά εμπρός. Πράγματι αφού μεταφέραμεν αρκετά κιβώτια θά ήτο ή ώρα τρεις μετά την μεσημβρία (και) σκεπτόμενος ότι θά ανησυχούν οι γονείς μου πού είχα φύγει από τάς πρωϊνάς ώρας απεχώρησα και επέστρεψα εις την πόλιν.
Καθ’ οδόν επληροφορούμην τά ευχάριστα νέα ότι ό στρατός μας προχωρεί πανταχού και όταν έφθασα αργά την νύκτα εις την πόλι έμαθα δτι είχαμε προχωρήσει πέρα από τον Άγιον Ισίδωρον καί ότι ό Τουρκικός στρατός υποχωρεί από όλα τά σημεία τής νήσου.
Την επομένην τό πρωί εμάθαμεν ότι ό Ζιχνής περικυκλωμένος πανταχόθεν, αντιληφθείς τά καταστρεπτικά αποτελέσματα τής περαιτέρω αντιστάσεως καί φοβηθείς μήπως πέση είς τάς χείρας των ανταρτών οπότε εγνώριζε καλλίτερον παντός άλλου τί τον ανέμενε— κατήλθε διά νυκτός και παρεδόθη εις τον αξιωματικόν τού στρατού του χωρίου Καριές. Αστραπιαίως διεδό0η η παράδοσις τού Ζιχνή τού όποιου τό όνομα είχε διαδοθη είς δλη τήν Ελλάδα διότι εκτός από τό Μπιζάνι, αλλο μέρος δέν εκράτησε τόσο διάστημα άμυνα – 40 περίπου ήμέρας. Διά τούτο έσπευσαν από όλα τά μέρη τής νήσου άλλοι από περιέργειαν και άλλοι από αγανάκτησι νά τόν ειδούν καί νά τον γιουχαήσουν από τό μέρος πού θά περνούσε, αλλ’ είχαν γνώσιν οι φύλακες καί τήν νύκτα μετεφέρθη μέ τούς Τούρκους Αξιωματικούς καί έκαμνε συντροφιά εις τόν αρχηγόν τού στρατού κατοχής. Τότε επληροφορήθημεν ότι οί αιχμάλωτοι συγκεντρώνονται εις τήν περιφέρειαν τών Καρυών καί θά διέλθουν από τήν οδόν τού Άγιου Νικολάου (Φραγκομαχαλά) πού φέρει προς τήν πόλι. Εκείνη τήν ημέραν είχε ενσκήψει μιά χιονοθύελλα καί ελέγαμεν (πως) εάν ευρίσκοντο ακόμη είς τά βουνά δέν θά έμεναν ούτε οί μισοί. Τέλος κατά τάς οκτώ τό πρωί εφάνησαν νά έρχονται οι αιχμάλωτοι κατά τετράδας μέ σκυμμένα τά κεφάλια ρακένδυτοι σε ελεεινή και άθλια κατάστασι. Θά ήσαν περίπου 2000.
Τότε ημείς παιδιά 16—17 ετών τούς υπεδέχθημεν μέ τραγούδια παρά τήν θέσι τού Ηρώου τών πεσόντων.
Βρέ παλιότουρκοι για κάντε μας τή χάρι
Κι απ’τη Χίο μας νά πάρετε ποδάρι
Γιατί ήλθαν τά παιδιά μας, ή νέα γενεά μας
Γιατί ήλθε ό Βενιζέλος παντός θά φέρη τέλος
Εμείς ή νέα γενεά μέ θάρρος καί μ’ ελπίδα
θά χύσωμε τό αίμα μας γιά τή γλυκειά Πατρίδα.
Αμέσως τούς επεβίβασαν είς τά αναμένοντα πλοία γιά τήν παλαιά Ελλάδα καί έτσι εκαθάρισεν ή Χίος από τήν κόπρο τού Αυγείου. Τήν επομένην ή τήν μεθεπομένην ανεχώρησε καί ό Απελευθερωτικός στρατός, εκτός ολίγων πού παρέμειναν πρός φρούρησι μέ τάς ευχάς ολοκλήρου τού χιακού λαού όστις συνεκεντρώθη είς τήν προκυμαία καί τους κατευόδωσε μέ το «Καλό Ταξίδι Αδέλφια μας καί στην Πόλι νικηταί».
Επεβιβάσθησαν είς τά αναμένοντα αυτούς πλοία διά τήν Ήπειρον διά νά στεφανωθούν μέ νέες δάφνες στο τρομερό Μπιζάνι. Ελευθερίας είς τάς αγκάλας τής μητρός Ελλάδος καί στεφανώνει μέ τόν αμάραντον στέφανον τής δόξης τους ήρωας ελευθερωτάς μας είς ένδειξιν ευγνωμοσύνης διά τό μεγαλύτερον Αγαθόν πού μάς εδώρησαν διά τού αίματός των πού λέγεται Ελευθερία.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Μ. ΡΩΞΑΝΑΣ (23) Χίος
- O Ζιχνή Μπέης ήταν αντισυνταγματάρχης του Οθωμανικού στρατού και είχε υπό τας διαταγάς του δύο τάγματα πεζικού (1ο και 2ο) και ένα στρατοχωροφυλακής (Jandarma) του 18ου συντάγματος πεζικού (Χίος) της VI Μεραρχίας πεζικού (Σμύρνη) του ΙΙ Σώματος Στρατού με έδρα την αρχαία Βυσάνθη (σημ. Tekirdag στα Δαρδανέλια).
- Πράγματι, ο Ζιχνή υπέγραψε (στο γράμμα του στον Δελαγραμμάτικα στις 18-12-1912) σαν lieutenant-colonel d’etat major που σημαίνει ότι είχε παρακολουθήσει ανώτερες στρατιωτικές σπουδές (πιθανόν στο εξωτερικό) και ότι προορίζονταν για τις ανώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας.
- To Πίζα (Pisa) ήταν θωρακισμένο καταδρομικό ναυπηγημένο στην Ιταλία το 1907. Κατά την διάρκεια του Ιταλό-Τουρκικού πολέμου μαζί με το αδερφό του πλοίο Amalfi βομβάρδισε τα φρούρια των Δαρδανελίων και κατέστρεψε τηλεγραφικούς σταθμούς στα παράλια της Μικράς Ασίας. Το Pisa βομβάρδισε τον τηλεγραφικό σταθμό του Τσεσμέ στις 19 Απριλίου του 1912. Στην ίδια κλάση Pisa ανήκε και ο δικός μας Γεώργιος Αβέρωφ με μικρότερα πυροβόλα των 9,2 ιντσών αντί των 10 ιντσών του Pisa.
- Εκεί που βρίσκεται σήμερα (2012) η Νομαρχία Χίου (Νοτίως της πλατείας)
- Εκεί που βρίσκεται σήμερα (2012) ο παιδικός σταθμός του Δήμου στην οδό Καλουτά.
- Εκεί που βρίσκεται σήμερα (2012) το μικρό πάρκο με το άγαλμα «ΔΟΞΑ» του Γιάννη Παππά βορείως του εργατικού κέντρου.
- Είναι απέναντι από τον σταθμό των Αστικών ΚΤΕΛ, βορείως του κήπου, όπου στεγάζονται υπηρεσίες του Δήμου Χίου.
- Καρακασσώνης Πέτρος του Γ., Υποστράτηγος. Δημοσίευσε υο 1928 την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ 1912 ΜΕΤ’ ΕΙΚΟΝΩΝ» Τύποις Λ.Θ.Λαμπροπούλου
- Οπτικού Τηλέγραφου
- Το 2002 δημοσιεύτηκαν από τις εκδόσεις Αλφα-Πι οι σημειώσεις του Γεωργόυ Ι. Χωρέμη για την απελευθέρωση της Χίου στο βιβλίο «Όσα ο ίδιος είδον»
- Επρόκειτο για τον κυβερνήτη της Μακεδονίας πλοίαρχο Τσουκαλά
- Επρόκειτο για τον ανθυπολοχαγό Γ.Τζαβέλλα. ( Γ.Ι.Χωρέμης «Όσα ο ίδιος είδον»)
- Ο χώρος που εφάπτεται στον μεγάλο προμαχώνα νοτίως της δυτικής πύλης του Φρουρίου.
- Πρόκειται για τον επιτελικό λοχαγό Ελευθέριο Βερνάρδο του Γενικού Στρατηγείου του Στρατού Θεσσαλίας.
- Το πυροβόλο του Δαγκλή ήταν το λυόμενο ορειβατικό των 75 χιλιοστών , συνεπώς είναι αυτό που τοποθετήθηκε στον Άγιο Γιώργη τον Συκούση όπως σωστά αναφέρεται εδώ. Δεν υπήρχε λόγος να σύρεται σε κακούς δρόμους ένα ορειβατικό πυροβόλο που μπορούσε να φορτωθεί σε 7 μουλάρια. Το πυροβόλο που μεταφέρθηκε στο Αίπος ήταν σαφώς το πεδινό ταχυβόλο Schneider των 75 χιλιοστών και όχι το ορειβατικό του Δαγκλή όπως λανθασμένα αναφέρεται σε πολλές αναμνήσεις της εποχής.
- Ο Δαγκλής διαίρεσε την κάνη του Γαλλικού ταχυβόλου ορειβατικού πυροβόλου Schneider των 75 χιλιοστών σε δύο τμήματα ούτως ώστε να είναι ευκολότερη η μεταφορά του και λόγω της ενίσχυσης του συνδέσμου των δύο τμημάτων έβαλε ισχυρότερη γόμωση με συνέπεια το αυξημένο βεληνεκές.
- Επρόκειτο για την 20η Δεκεμβρίου του 1912
- Το μικρό σπήλαιο βρίσκεται στην κορυφή του «στέμματος» του λατομείου Γάγκα κάτω από την υψηλότερη νοτινή στροφή του Αίπους.
- Τα ορειβατικά Κρουπ των 75 χιλιοστών M1886 δεν διέθεταν μηχανισμό οπισθοδρόμησης της κάνης
- Αυτή είναι η αιτία που έχουν βρεθεί πολλές ανέπαφες Τουρκικές οβίδες των 75 χιλιοστών από τους κατοίκους του Βροντάδου στο Αίπος
- Η οβίδες δεν ήταν απλώς εγκαιροφλεγείς, ήταν και βολιδοφόρες όπως τεκμηριώνεται από βολίδα που βρέθηκε στις οχυρές θέσεις των Τούρκων στο Κακοζύγωμα και στο Σιμόνι που βομβαρδίστηκαν εκείνη την μέρα.
- Σύμφωνα με τον Γ. Ι Χωρέμη ήταν ο χιώτης Ανδρέας Φόρος. (Γ.Ι.Χωρέμη «Όσα ο ίδιος είδον , Εκδόσεις Αλφα-Πί 2002)» . Ο Π.Καρακασσώνης τον αναφέρει ως έφεδρο ανθυπολοχαγό επικεφαλής του πεδινού ταχυβόλου πυροβόλου.
- Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα «Χιακός Λαός» τ.5519 (10-11-1972). Οι φωτογραφίες και τα σχόλια προστέθηκαν από τον εγγονό του γράφοντος Εμμανουήλ Νικολάου Ρωξάνα το καλοκαίρι του 2012.
Πηγές σχολίων και φωτογραφιών
- Καρακασσώνης Πέτρος του Γ. «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ 1912 ΜΕΤ’ ΕΙΚΟΝΩΝ» Τύποις Λ.Θ.Λαμπροπούλου, Αθήνα 1928.
- Γεωργόυ Ι. Χωρέμη «Όσα ο ίδιος είδον», εκδόσεις Αλφα-Πι, Χίος 2002
- Φωτογραφίες: Wikimedia commons, αρχείο Εμμ. Ν. Ρωξάνα
Εμμανουήλ Ν. Ρωξάνας