Στο συμπέρασμα ότι στην απουσία νομοθετικής πρόνοιας για παροχή αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση στο στρατό το κενό δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, κατέληξε το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας 20 προσφυγές οι οποίες ασκήθηκαν από στρατιωτικούς.
Οι προσφεύγοντες, Εθελοντές Πενταετούς Υποχρεώσεως (ΕΠΥ) Υπαξιωματικοί του Στρατού, με επιστολές του δικηγόρου τους προς τον υπουργό Άμυνας ζήτησαν να αποζημιωθούν για υπηρεσίες που προσέφεραν πέραν των καθορισμένων υποχρεώσεών τους.
Το Υπουργείο Άμυνας, με την απαντητική επιστολή του ημερομηνίας 21/12/2007, πληροφόρησε τον δικηγόρο τους ότι το αίτημα για χορήγηση αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση εξετάστηκε σε συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών, αλλά δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί.
Ακολούθησε η άσκηση προσφυγής η οποία απορρίφθηκε και η συνέχεια δόθηκε στο Εφετείο το οποίο εξέδωσε πρόσφατα την απόφασή του.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα που τέθηκαν ήταν ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας επειδή για τα μέλη της Εθνικής Φρουράς δεν εφαρμόζονται πρόνοιες ανάλογες με αυτές που ισχύουν για τα μέλη της Αστυνομίας, στη βάση ότι αποτελούν και τα δύο Σώματα Ασφαλείας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, κάνοντας αναφορά στο άρθρο 28 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, υπέδειξε ότι «το άρθρο 28 δεν απαγορεύει διακρίσεις σε μεταχείριση που θεμελιώνεται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων που βασίζονται στο δημόσιο συμφέρον.
Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Αστυνομία και ο Στρατός είναι δύο ξεχωριστά Σώματα μάς βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Η σύσταση του κάθε Σώματος προνοείται από διαφορετικά Άρθρα του Συντάγματος.
Δεν ενέχει καμιά σημασία αν τα δύο Άρθρα βρίσκονται στο ίδιο Μέρος του Συντάγματος που φέρει τον τίτλο “Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας”. Το κάθε Σώμα διέπεται επίσης από δική του Νομοθεσία».
Περαιτέρω, υπεδείχθη ότι «η αποστολή των μελών της Εθνικής Φρουράς είναι διαφορετική απ’ εκείνη της Αστυνομίας, εφόσον της Εθνικής Φρουράς είναι η άμυνα της Δημοκρατίας από επαπειλούμενη εισβολή ή άλλη ενέργεια που στρέφεται κατά της ανεξαρτησίας ή της εδαφικής ακεραιότητας της Δημοκρατίας, ενώ της Αστυνομίας η διατήρηση του νόμου και της τάξης, η διαφύλαξη της ειρήνης, η πρόληψη και εξιχνίαση του εγκλήματος».
Υπό αυτά τα δεδομένα το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν τίθεται θέμα “ομοιογένειας των υποκειμένων του δικαίου” ούτε “ίσων ενώπιον του Νόμου” με αποτέλεσμα να μην υφίσταται παραβίαση της αρχής της ισότητας, δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν».
Παρά την κατάληξή του το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι ακόμα κι αν διαπίστωνε παραβίαση της αρχή της ισότητας δεν θα μπορούσε να αποδώσει θεραπεία.
Όπως επί του προκειμένου σημειώνεται στην απόφαση «ακόμη και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η ανυπαρξία ρητής νομοθετικής διάταξης για αποζημίωση για την υπερωριακή απασχόληση των εφεσειόντων συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να αναπληρώσει με δικαστική απόφαση την παράλειψη αυτή, που ουσιαστικά σε αυτό αποσκοπεί η προσφυγή».
Σύμφωνα δε με τον «Φιλελεύθερο», καταργείται η υφιστάμενη δυνατότητα πρόσληψης με σύμβαση Υπαξιωματικών υπό την ιδιότητα του Εθελοντή Υπαξιωματικού ή του Εθελοντή Πενταετούς Υπηρεσίας ή του Εθελοντή Οπλίτη.
πηγή :philenews.com