Νέα διαμεσολάβηση στα ελληνοτουρκικά ετοιμάζει Δύση, σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύεται στην Deutsche Welle, στο οποίο υπογραμμίζεται πως πό τις κυβερνήσεις που θα προκύψουν στις εκλογές στις δύο χώρες θα εξαρτηθεί, εάν θα αποδεχθούν αυτήν την πρωτοβουλία.
Στο άρθρο του Ρόναλντ Μαϊνάρντους, πολιτικού αναλυτή και σχολιαστή και κύριου ερευνητή του ΕΛΙΑΜΕΠ, αναφέρεται πως μόλις πριν από λίγους μήνες επικρατούσαν φόβοι στις δυτικές πρωτεύουσες -και την Αθήνα- για στρατιωτική κλιμάκωση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο δρόμο προς τις τουρκικές εκλογές. Οι ανησυχίες αυτές πυροδοτήθηκαν από τις ατελείωτες προκλήσεις του Τούρκου προέδρου προς την Ελλάδα και τις σχεδόν καθημερινές παραβιάσεις της ελληνικής κυριαρχίας στον εναέριο χώρο πάνω από το Αιγαίο.
Η «πολιτική των προκλήσεων» του Ερντογάν, όπως την χαρακτήρισε Γερμανός διπλωμάτης, αποτελεί πλέον παρελθόν. Είμαστε μάρτυρες μιας «στροφής» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό στην Αθήνα, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας με τα λεγόμενά του διατυπώνει την αλλαγή κλίματος όταν αναφέρεται επανειλημμένα στον Τούρκο ομόλογό του Τσαβούσογλου ως «φίλο μου Μεβλούτ» και μιλάει για το «καλό κλίμα» που επικρατεί ανάμεσα στις δύο χώρες. Aυτό συνέβη τελευταία στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Το συνέδριο στον μυθικό αυτόν τόπο, που συχνά αναφέρεται και ως «Νταβός της Μεσογείου» έχει γίνει μια σπουδαία διεθνής άτυπη σύνοδος κορυφής, όπου συζητούνται οι βασικές προκλήσεις της εποχής μας και – όπως στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων- γνωστοποιούνται νέες εξελίξεις. Αν και – αυτό δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά- το θέμα της Ουκρανίας κυριάρχησε στην ατζέντα, οι δηλώσεις και οι υπαινιγμοί που ακούστηκαν για τα ελληνοτουρκικά στους Δελφούς έχουν κατά την γνώμη μου ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την ελληνική πολιτική.
Το μήνυμα με λίγα λόγια: Μετά τις εκλογές σε Τουρκία και Ελλάδα, θα υπάρξει μια διεθνώς συντονισμένη νέα προσπάθεια επίλυσης των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Ενώ πέρυσι γινόταν λόγος για τον κίνδυνο κλιμάκωσης, τώρα κορυφαίοι δυτικοί διπλωμάτες συντονισμένα για «παράθυρο ευκαιρίας». ΗΠΑ και Γερμανία επιθυμούν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στη νέα δυτική πρωτοβουλία.
Ο επιμερισμός των καθηκόντων μεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον έγινε ήδη ορατός όταν τον περασμένο Δεκέμβριο οι Γερμανοί έφεραν στο τραπέζι των συνομιλιών κορυφαίους διπλωμάτες από τις δύο χώρες στις Βρυξέλλες μετά από μήνες χωρίς άμεση ελληνοτουρκική επικοινωνία. Η μυστική διπλωματία του Βερολίνου έθεσε τις βάσεις για τη λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών» που δρομολογήθηκε αμέσως μετά την φυσική καταστροφή στην Τουρκία αρχές Φεβρουαρίου.
Στο μεταξύ, κορυφαίοι πολιτικοί και στις δύο όχθες του Αιγαίου δηλώνουν ότι το καλό κλίμα είναι προϋπόθεση για την εκκίνηση μιας νέας πολιτικής διαδικασίας. «Θα δούμε μια πολύ σοβαρή προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων μετά τις εκλογές» είπε με σπάνια σαφήνεια στους Δελφούς ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζορτς Τσούνης. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι δηλώσεις του Γενς Πλέτνερ. Ο σύμβουλος του Γερμανού καγκελάριου δήλωσε στους Δελφούς ότι οι εκλογές και στις δύο χώρες «προσφέρουν μια καλή ευκαιρία για μια θετική ώθηση για τη σταθερότητα στην περιοχή».
Σαν να είχαν συνεννοηθεί οι κορυφαίοι διπλωμάτες της Γερμανίας και των ΗΠΑ πρόσθεσαν ότι η προσφορά διαμεσολάβησης ισχύει φυσικά μόνο αν γίνει αποδεκτή από τις κυβερνήσεις σε Αθήνα και Άγκυρα. Ο Αμερικανός πρέσβης προχώρησε ένα βήμα παραπέρα επισημαίνοντας ότι υπάρχει «επιθυμία για συμβιβασμό» και από τις δύο πλευρές. «Οι διαφορές είναι δυνατόν να επιλυθούν» είπε ο Τσούνης, αφού τελικά «δεν πρόκειται για τη σχέση Ισραήλ και Παλαιστίνης». Στη συνέχεια εκστόμισε μια φράση που η ελληνική κυβέρνηση θα προτιμούσε να μην ακούσει: «Καμία από τις δύο πλευρές, (δηλαδή ούτε οι Έλληνες ούτε και οι Τούρκοι) δεν έχουν το μονοπώλιο του τι είναι σωστό και τι λάθος». Δυτικοί διπλωμάτες παραδέχονται ότι δεν έκαναν αρκετά στο παρελθόν για να προωθήσουν κάποια λύση στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει μια νέα κατάσταση και εξηγεί και πάλι το επείγον της υπόθεσης.
Η στρατηγική σημασία της Ελλάδας και της Τουρκίας έχει αυξηθεί κατά πολύ από τον Φεβρουάριο του 2022. Η ένταση, ή ακόμα και μια ανοιχτή σύγκρουση, στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ αποτελεί δηλητήριο για τη δυτική συμμαχία στον αγώνα της κατά της Ρωσίας. Η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο είναι αποφασισμένες να «εξουδετερώσουν» αυτό το δηλητήριο. Οι επόμενοι μήνες θα αποδείξουν αν οι κυβερνήσεις που θα προκύψουν από τις εκλογές σε Αθήνα και Άγκυρα θα αποδεχθούν ή όχι την προσφορά διαμεσολάβησης των συμμάχων.