Συγγενείς της 31χρονης που δολοφονήθηκε στη Δάφνη λίντσαραν σήμερα το πρωί τον 40χρονο συζυγοκτόνο καθώς προσερχόταν στον ανακριτή.
Σε βάρος του 40χρονου άνδρα αλβανικής καταγωγής ο εισαγγελέας έχει ασκήσει ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία με δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και για παράνομη οπλοφορία – οπλοχρησία.
Μετά το πέρας της απολογίας, ανακριτής και εισαγγελέας θα αποσυρθούν σε διάσκεψη για να αποφασίσουν εάν ο κατηγορούμενος θα προφυλακιστεί.
Ο κατηγορούμενος, που όπως έδειξε η ιατροδικαστική έκθεση με ένα μαχαίρι 28 εκατοστών τραυμάτισε θανάσιμα την 31 ετών σύζυγό του χτυπώντας την δύο φορές στον λαιμό ενώ εκείνη κοιμόταν, φέρεται να παραδέχθηκε στους αστυνομικούς ότι η ζήλια όπλισε το χέρι του.
Ο 40χρονος δήλωσε από την πρώτη στιγμή πως την σκότωσε επειδή την ζήλευε. Μέσα από την περιγραφή προκύπτει και το πόσο τελικά τον φοβόταν η 30χρονη γυναίκα του, που κλείδωνε τις πόρτες των δωματίων, καθώς πολλές φορές γινόταν επιθετικός, με αποτέλεσμα η άτυχη γυναίκα να φτάνει στο σημείο να πηγαίνει στο δωμάτιο του παιδιού τους, για να κοιμηθεί, κλειδώνοντας την πόρτα.
Από την περιγραφή της στιγμής του εγκλήματος φαίνεται, μάλιστα, ότι η γυναίκα προσπάθησε να γλιτώσει τη ζωή της, αλλά ο 40χρόνος χρησιμοποίησε τη δύναμή του, για να την ακινητοποιήσει και να τη μαχαιρώσει στο λαιμό.
«[…] Πήγα στην κουζίνα πήρα ένα μαχαίρι από το συρτάρι ένα μεγάλο καφέ που είχαμε και πήγα στο δωμάτιο. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, καθώς όπως μου είχε πει ο πεθερός μου πριν από 15 ημέρες είχε σκεφτεί και είχε βγάλει τα κλειδιά από τις πόρτες, για να μην μπορεί να ξανακλειδωθεί μέσα.
Όταν μπήκα στο δωμάτιό της, κοιμόταν ανάσκελα και όρμηξα πάνω της. Την κάρφωσα με τη μύτη του μαχαιριού μία φορά στο λαιμό. Θυμάμαι ότι ξύπνησε και άρχισε να φωνάζει και τότε εγώ της έκλεισα το στόμα. Πρόλαβε και να δαγκώσει. Τότε τράβηξα προς τα έξω το μαχαίρι και την κάρφωσα άλλη μία φορά με τον ίδιο τρόπο. Με τα δυο μου χέρια της έκλεισα το στόμα γιατί φώναζε. Όταν σταμάτησε να αντιστέκεται και να φωνάζει σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Έβγαλα τα ρούχα μου και τα πέταξα στο καλάθι…»