Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχιζε να φυσάει πάνω στην Αθήνα.Ήταν η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία.Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος,λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά.
Στους δρόμους,τους έρημους ακόμα,κρότησαν μερικά παραθυρόφυλλα,κάποιες μπαλκονόπορτες.Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι,ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω,από μακρυά,τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο.
Μάτια υψώνονταν στον ουρανό,έψαχναν.Όμως σ’ όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές,σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία.Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωινό αγέρι που κοπλώνει το πανί.
Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν, έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χτες βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα.
Γιατί το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικά μια αποκάλυψη: Διαφορετικό είχε πέσει να κοιμηθεί το έθνος τη νύχτα που πέρασε,διαφορετικό ξυπνούσε τώρα.
Η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα: «Πόλεμος! οι Ιταλοί εισβάλλουν», είτανε σα γενική πρόσκληση σε ξεφάντωμα.
Περηφάνια, φιλότιμο και λεβεντιά φούσκωναν τα στήθη.
Άγγελου Τερζάκη, Ελληνική εποποιΐα (1940-1941)