Όλο και περισσότερο πείθομαι, όταν διαβάζω τις αναρτήσεις απλών πολιτών στα κοινωνικά δίκτυα, ότι οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν την τάση να διαιωνίζουν μίση και πάθη κλειστών κοινωνιών σε βαθιά διχαστική γλώσσα που αναβιώνει οδυνηρές εμπειρίες του ιστορικού παρελθόντος.
Μπαίνω συχνά στον ”χορό” και ”χορεύω” μαζί τους ως αυτόκλητη ειρηνοποιός για να τους αφοπλίσω με όπλα τον Λόγο-Αντίλογο, που με κρατούν μακριά από εγωισμούς και ιδιοτέλειες οι οποίες ταιριάζουν σε νεόπλουτους του πνεύματος και του χρήματος μόνο.
Ο οίστρος της επιμόρφωσης ξυπνάει μέσα μου ασυγκράτητος σαν παρότρυνση του πατέρα μου, που ήταν ”αθέατος” μαχητής στον εθελοντικό αγώνα των εκπαιδευτικών κατά του αναλφαβητισμού στην εποχή του. Στην ανάμνησή του και μόνο είμαι έτοιμη να υπερασπιστώ τη γλώσσα και την ιστορία μας από εκείνους που προσαρμόζουν αμφότερες στην παιδευτική και πολιτική ένδειά τους.
Η περίπτωση των απαίδευτων και των μορφωμένων (οι οποίοι συγκλίνουν στην λεκτική επιθετικότητα) αποτυπώνεται στα μάτια μου σαν θολωμένη φωτογραφία του οργανικού ή λειτουργικού αναλφαβητισμού (αναλφαβητισμού πτυχιούχων) που ξυπνά ένα ζεστό κύμα μέσα μου φορτωμένο με τύψεις για λογαριασμό των λειτουργών της Εκπαίδευσης.
”Μια καλή Παιδεία”, σκέφτομαι, ”δεν θα είχε τέτοια αποκαρδιωτικά αποτελέσματα. Θα καλλιεργούσε στους Έλληνες, πέρα από τον σεβασμό για τη γλώσσα και τους κανόνες της, την ανάγκη για παραδοχή της αλήθειας (και δη της ιστορικής), γιατί η υπάρχουσα κακή που έχουμε ”παράγει ψευτομορφωμένους και νεόπλουτους της μάθησης οι οποίοι έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος”, όπως λέει ο Σεφέρης (”Δοκιμές”, Τόμος Α’).
Η ανάγκη εξισορρόπησης του Λόγου με τον Αντίλογο με κάνει — την ίδια στιγμή που σκέφτομαι αυτά — να φέρω στον νου μου τον Μακρυγιάννη, ο οποίος — αν και αγράμματος — δεν υπήρξε ποτέ χυδαίος, ακαλλιέργητος, όπως πολλοί Νεοέλληνες σήμερα (γραμματισμένοι και μη), που με όχημα τα ΜΜΕ και τα ΜΚΔ λασπολογούν σαν σύγχρονοι βάρβαροι στον αντίποδα των καλλιεργημένων αρχαίων Ελλήνων και των αμόρφωτων της Ελληνικής Επανάστασης.
Αμόρφωτων γραμματειακά, αλλά με ”μορφωμένες ψυχές” που πάλλονταν από αγάπη για την Ελλάδα. Στη θέση αυτών, δυστυχώς, έχουμε σήμερα διπλωματούχους της… ουδετεροπατρίας οι οποίοι αρνούνται πεισματικά να κάνουν κοινό κτήμα τους τη φιλοπατρία (λογική εθνομηδενιστών της Αριστεράς) και διπλωματούχους της προγονοπληξίας (λογική των πατριδοκάπηλων της Ακροδεξιάς).
Μερίδα αμφοτέρων των εκπροσώπων των άκρων και όχι μόνο εκδηλώνει παράλληλα μισαλλοδοξία κατά της Ορθοδοξίας υπερασπιζόμενη είτε την αθεϊα της είτε τον δωδεκαθεϊσμό της. Τίποτα από αυτά, φυσικά, δεν έχει σχέση με την πνευματική και ψυχική περιουσία που μας κληροδότησαν οι Πατέρες μας.
Περιουσία την οποία παρέλαβαν με πλεόνασμα ευαισθησίας και θαυμασμού (χωρίς κόμπλεξ κατωτερότητας) οι αγωνιστές του 1821, για να την παραδώσουν στις νεότερες γενιές των Ελλήνων με τη δική τους απλότητα, φορτωμένη από όλες τις αποχρώσεις της αγάπης για την πατρίδα.
Δείγματα αυτής της αγάπης βλέπουμε τόσο στα ”Απομνημονεύματα” του Ιωάννη Μακρυγιάννη, όσο και στην ιστορική ομιλία στην Πνύκα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (γηραιού αρχιστράτηγου του ’21 και εν ενεργεία Συμβούλου Επικρατείας στην κυβέρνηση του ’37 υπό τον βασιλιά Όθωνα).
Ομιλία που εκφωνήθηκε από τον Γέρο του Μοριά στις 13 Νοεμβρίου του 1838 ενώπιον των μαθητών του Βασιλικού Γυμνασίου Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο) και πρωτοδημοσιεύτηκε ένα μήνα αργότερα από τον εκδότη-ιστορικό της εφημερίδας ”Αιών” Ιωάννη Φιλήμονα.
Στέκομαι ιδιαίτερα στα ”Απομνημονεύματα” του Μακρυγιάννη νιώθοντας ένα κόμπο συγκίνησης στον λαιμό, γιατί μοιράζομαι με τον Σεφέρη το μεγαλείο της ταπεινότητας του στρατηγού (λόγω αμάθειας) και της αγάπης του για την πατρίδα.
”Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ’χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Αργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε…”.
Σπουδαία λόγια βγαλμένα από την ψυχή ενός αγωνιστή της ελληνικής ελευθερίας που έμαθε γράμματα σε μεγάλη ηλικία και είχε την τύχη να κριθεί ενθουσιωδώς (ως συγγραφέας των ”Απομνημονευμάτων” του) από έναν σπουδαίο εκπρόσωπο της Γενιάς του ’30, τον Νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη (”Δοκιμές”–”Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης”).
Τον Σεφέρη ο οποίος αποθέωσε τον αγνό και άδολο πατριωτισμό του στρατηγού με μια χειμαρρώδη ομολογία που εξέπεμπε δέος, γιατί η φράση του στρατηγού ”Γι’ αυτά πολεμήσαμε” είναι όντως καθηλωτική.
Καθηλωτική και διαχρονική, αφού στέλνει το μήνυμα ότι το απελευθερωμένο από τον τουρκικό ζυγό νέο ελληνικό κράτος θεμελιώθηκε πάνω στην πολιτιστική κληρονομιά του (αυτό για όσους το αγνοούν εσκεμμένα προσαρμόζοντας το χρονικό εύρος της ελληνικής ιστορίας στα όρια της κρατικής υπόστασης της σύγχρονης Ελλάδας).
Στέλνει το μήνυμα, ακόμα, ότι έχουμε ιστορικά δικαιώματα οι Έλληνες ως συνεχιστές των προγόνων μας και ιδιοκτήτες των κληροδοτημάτων τους (Αποστομωτική απάντηση για τον Σούνακ, που θεωρεί βρετανική ιδιοκτησία τα κλεμμένα από τον Έλγιν Γλυπτά του Παρθενώνα).
Στέλνει το μήνυμα ότι τα αρχαία μνημεία μας δεν είναι απλά γεννημένα από το πνεύμα των αρχαίων Πατέρων, αλλά είναι το ίδιο το πνεύμα τους, που — έστω και τσακισμένο — μένει αγέρωχο μέσα τους να κρατάει ζωντανή την παρουσία του χθες στο σήμερα.
Δεν είναι νεκρές πέτρες, με άλλα λόγια, τα αρχαία μνημεία μας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να τα υποτιμούμε ή να τα προσπερνάμε αστόχαστα, έτοιμοι να τα ξεπουλήσουμε στο βωμό του κέρδους ή της υποτέλειάς μας (στην οποία θυσιάζουμε συχνά την ιστορική μνήμη μας). Γιατί, αν το κάνουμε αυτό, θα λιγοστέψουμε το οξυγόνο τους.
Το οξυγόνο της ιστορικής συνέχειας γενεών επί γενεών Ελλήνων, η οποία διαιωνίζει ανά τους αιώνες τους συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ τους όπως τους προσδιόρισε ο Ηρόδοτος (”ομόθρησκον, ομότροπον, ομόγλωσσον και όμαιμον”: Ἱστορίαι 8.140α.1-8.144.5).
Τα δεδομένα αυτά έκαναν τον Σεφέρη να εξυμνεί με ενθουσιασμό τον γνήσια πατριωτικό λόγο του ”αγράμματου” στρατηγού Μακρυγιάννη λέγοντας (στο δοκίμιό του ”Ένας Έλληνας — ο Μακρυγιάννης” — ”Δοκιμές”):
”Δε μιλάει ο Λόρδος Μπάιρον, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος · μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές, ο Μακρυγιάννης!!! Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα. ‟Γι’ αυτά πολεμήσαμε” αυτού του ανθρώπου…”.
Του ανθρώπου που ήταν Έλληνας με λαϊκή ψυχή και δίδαξε στον λαό τι θα πει αγνή και ανιδιοτελής αγάπη για την πατρίδα! Τη δίδαξε μέσα απ’ την ταπεινή ”συγγνώμη” του για το πώς έγραφε αυτά που έγραφε (υπό την βλοσυρή εποπτεία των σπουδαγμένων της… Σχολής Σούτσου) ξεκαθαρίζοντας ότι ”πρέπει να γράφουν τέτοια (”Απομνημονεύματα”) άνθρωποι προκομμένοι (γραμματιζούμενοι) και όχι απλοί και αγράμματοι”, όπως εκείνος.
Ο Σεφέρης, ωστόσο, διαφωνεί ξεκάθαρα με τη θέση του στρατηγού και εγώ, με βάση τα πολιτικά δεδομένα της εποχής του, κατανοώ την ουσία της διαφωνίας του και συμφωνώ μαζί του ότι ”Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα στην εποχή του, τότε θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, γιατί την Παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι τροπαιούχοι του Άδικου Λόγου”.
Του ”Άδικου Λόγου” που διαιωνίζεται μέχρι σήμερα επικαιροποιώντας καθημερινά τις κοινωνικές ανισότητες, τη ζωή με ρατσισμό και αδικία. Την αδικία που ανέδειξε ο Αριστοφάνης στις ”Νεφέλες” του, όπου φέρνει σε σύγκρουση τον ”Δίκαιο” με τον ”Άδικο Λόγο”.
Τον Λόγο που ανοίγει τον δρόμο προς τις ”πηγές της ζωής και της ελευθερίας”. Πηγές που απομακρύνουν τον άνθρωπο από ανατολίτικης προέλευσης δοξασίες οι οποίες τον κρατάνε δεσμώτη, αδύναμο να κατακτήσει το αυτεξούσιό του. Αδύναμο να επιλέξει την ελευθερία του αρνούμενος κάθε μορφής εξαναγκασμό που τον εμποδίζει να αξιοποιήσει τα χαρίσματά του.
Ο νους μου πάει ασυναίσθητα στο κατεστημένο της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ελίτ των ευνοημένων αυτού του τόπου, που κόβουν και ράβουν διακυβερνητικά σε βάρος των συμφερόντων των πολλών θυματοποιημένων Ελλήνων.
Των πολλών οι οποίοι, για να σηκώσουν κεφάλι, μετατρέπονται σε ποδηγετούμενη μάζα χειροκροτητών των κομμάτων εξουσίας. Μάζα μορφωμένων και αμόρφωτων με αποδυναμωμένους τους κοινωνικούς και τους εθνικούς τους δεσμούς, ώστε να μένουν αδρανείς παρατηρητές σε κάθε εκποίηση εθνικών κεκτημένων.
Και εθνικά κεκτημένα δεν είναι μόνο τα εδάφη της επικράτειας και κυριαρχίας μας, η Γη και το Ύδωρ μας. Είναι και η εθνική μας ταυτότητα στην οποία εγκιβωτίζονται ο πολιτισμός, η γλώσσα, η θρησκεία, η παράδοση, η αρχέγονη ελληνική ιστορία και τα εθνικά ιδανικά μας.
Ιδανικά από τα οποία θα ήταν ”έσχατη πλάνη και μωρία να παραιτηθούμε” (Γ. Θεοτοκάς: ”Ελεύθερο Πνεύμα”) προς χάριν μιας κατευθυνόμενης πολυπολιτισμικής υστερίας που κάνει πολλούς να σιωπούν παραμένοντας αδρανείς (σαν τους αλυσοδεμένους του σωκρατικού σπηλαίου που ήταν μόνιμα βυθισμένοι στην πλάνη) μπροστά στη βίαιη αντικατάσταση του ελληνικού πληθυσμού από αλλοεθνείς και αλλόθρησκους μετανάστες.
Πράξη εξόχως αντεθνική η αλλοίωση της εθνικής μας ομοιογένειας με πρόσχημα την ανάγκη για εργατικά χέρια και για αντιμετώπιση του υπογεννητικού μαρασμού με τη μέθοδο παράταιρων επιγαμιών, οι οποίες θα καταφέρουν αργά ή γρήγορα να καταστήσουν ανομοιογενή τον εθνικά ομοιογενή πληθυσμό μας.
Αλλά ποιος να αντιδράσει σήμερα στο σάρωμα της ταυτότητας των Ελλήνων, όταν δεν υπάρχουν καρδιές — σε πολιτικό και πνευματικό επίπεδο — για να υπερασπιστούν το ”Γι’ αυτά πολεμήσαμε” του Μακρυγιάννη κάνοντας κτήμα του ελληνικού λαού την απαράμιλλη φιλοπατρία του;
Κρινιώ Καλογερίδου