Οπως ανακοίνωσε σήμερα η ΕΛ.ΑΣ. τα πρατήρια του λεκανοπεδίου βρίσκονται σε Ανω Λιόσια, Καματερό, Αγίους Αναργύρους και Παλαιό Φάληρο. Ενα εξ αυτών ήταν ήδη σφραγισμένο από προηγούμενο έλεγχο ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη ο έλεγχος για ακόμα τρία πρατήρια και τρείς αποθήκες με παράνομες δεξαμενές καυσίμων.
Μόνο για το 2025, σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, διακινήθηκαν παράνομα πάνω από 1.340.000 λίτρα βενζίνης και περισσότερα από 212.000 λίτρα χημικών διαλυτών, με το συνολικό όφελος που αποκόμισε η οργάνωση να υπολογίζεται σε τουλάχιστον 3 εκατομμύρια ευρώ.
Οι δυο ομάδες
Η εγκληματική οργάνωση λειτουργούσε μέσα από δύο διακριτές υποομάδες, υπό τον 39χρονο «αρχηγό»:
- η πρώτη ασχολούνταν με τη συστηματική εισαγωγή χημικών διαλυτών από το εξωτερικό και την ανάμειξή τους με καύσιμα,
- ενώ η δεύτερη μεθόδευε εικονικές εξαγωγές βενζίνης, αποφεύγοντας την καταβολή φόρων και δασμών.
Η πρώτη υποομάδα, με υπαρχηγό 50χρονο, δραστηριοποιούνταν στη εισαγωγή και μεταφορά στη χώρα μας μεγάλων ποσοτήτων χημικών διαλυτών, μέσω βυτιοφόρων οχημάτων, οι οποίες χρησιμοποιούνταν για τη νόθευση καυσίμων που διοχετεύονταν στην ελληνική αγορά.
Ειδικότερα, τα μέλη, έχοντας ως έδρα εικονική εταιρεία μεταφορών στη Θεσσαλονίκη, η οποία δεν διέθετε σχετική άδεια ως εγκεκριμένος μεταφορέας χημικών προϊόντων, καθώς και δήθεν προμηθεύτρια εταιρεία που εδρεύει στη Βουλγαρία, εισήγαγαν τους διαλύτες στη χώρα και στη συνέχεια τους μετάγγιζαν προσωρινά σε υπόγειες δεξαμενές εγκατάστασης σε περιοχή των Τρικάλων, όπου κατά το παρελθόν λειτουργούσε πρατήριο υγρών καυσίμων, λαμβάνοντας αυστηρά μέτρα αυτοπροστασίας, κυρίως βραδινές ώρες.
Στη συνέχεια, οι ποσότητες παραλαμβάνονταν από βυτιοφόρα που διαχειριζόταν ο 39χρονος αρχηγός της οργάνωσης και κατέληγαν σε υπόγειες δεξαμενές πρατηρίων, όπου αναμειγνύονταν με καύσιμα.
Σημειώνεται ότι, από τα μέσα Αυγούστου, γινόταν απευθείας μετάγγιση-παραλαβή των διαλυτών σε βυτία που διαχειριζόταν ο 39χρονος, σε περιοχή πλησίον της Λάρισας, λόγω παύσης της χρήσης του χώρου στην περιοχή των Τρικάλων.
Με αυτό τον τρόπο, το μείγμα των χημικών διαλυτών και των καυσίμων κατέληγε σε πελάτες των πρατηρίων, ενώ ο εκάστοτε ανεφοδιασμός δεν δηλωνόταν στο σύστημα εισροών – εκροών της Α.Α.Δ.Ε, εξαπατώντας με αυτό τον τρόπο καταναλωτές και Δημόσιο.

















