Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το κεφάλαιο ασφάλεια – εγγυήσεις δεν έχει συζητηθεί αναλυτικά πέραν κάποιων σκόρπιων σκέψεων οι οποίες στην ειδική συνάντηση που είχαν οι δύο ηγέτες συνοψίστηκαν επί της αρχής ως εξής: ΟΧΙ σε εγγυήσεις του 1960, ΟΧΙ σε μηδενικές εγγυήσεις.
Με λίγα λόγια η τουρκική πλευρά μετά τις δημόσιες τοποθετήσεις της Ελλάδας και της Μεγάλης Βρετανίας αποδέχθηκε ότι οι εγγυήσεις του 1960 δεν μπορούν να επανατοποθετηθούν στο τραπέζι. Δεν αποδέχθηκε βέβαια ποτέ μέχρι στιγμής ότι δεν θα υπάρξουν κάποιας μορφής εγγυήσεις.
Αντίθετα η ελληνική πλευρά επιχειρεί τη μετατόπιση αυτή να την εκτρέψει σε ένα προβληματισμό όχι προς την κατεύθυνση κάποιας νέας μορφής εγγυήσεων αλλά προς τη λογική της δημιουργίας ενός νέου συστήματος ασφαλείας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Προς το παρόν οι δύο πλευρές εμμένουν σε κάποιες θέσεις οι οποίες δεν φαίνονται γεφυρώσιμες:
Η ελληνική πλευρά επιμένει σε μηδενικές εγγυήσεις τρίτων χωρών και αντιπροτείνει ένα διαβαθμισμένο σύστημα ασφαλείας με αιχμή του δόρατος τη δημιουργία μιας πολυεθνικής δύναμης χωροφυλακής για κάποιο χρονικό διάστημα, ακόμα και με τη συμμετοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας, η οποία σε περίπτωση ανάγκης θα δρα με εντολές του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η ελληνική πλευρά θεωρεί ταυτόχρονα ότι η πλήρης ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα εμπεδώσει ένα καθεστώς εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας για ολόκληρη την Κύπρο παρόμοιο με αυτό που απολαμβάνουν από το 1950 όλες οι χώρες μέλη της Ένωσης.
Την ίδια στιγμή με συνεχείς δηλώσεις του ο Πρόεδρος Αναστασιάδη στέλνει το μήνυμα για μια ενεργειακή συνεργασία με επίκεντρο το φυσικό αέριο της Λεβαντίνης, η οποία θα λειτουργήσει ως ένα ισχυρό υποσύστημα γεωπολιτικής ασφάλειας διά της συμμετοχής σε αυτό της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Κύπρου, του Ισραήλ και της Αιγύπτου.
Η τουρκική πλευρά επιμένει σε εγγυήσεις επί του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κρατιδίου και όχι επί όλης της Κύπρου όπως ισχύει σήμερα. Επιπλέον αποδέχεται την εγκατάλειψη του μονομερούς δικαιώματος επέμβασης όπως προνοούσε η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 4 της συνθήκης εγγυήσεως του 1960 και συμβιβάζεται στο ότι θα επεμβαίνει αν καλείται από τους Τ/Κ.
Την ίδια στιγμή η τουρκική πλευρά αποδέχεται ότι αυτό το δικαίωμα, δηλ. να καλείται η Τουρκία, θα έχει ημερομηνία λήξης, το οποίο διεκδικούν να είναι διάρκειας 12 ετών ή τουλάχιστον 2 προεδρικών θητειών.
Στο τραπέζι βέβαια τέθηκε και θέμα δύο μόνιμων βάσεων, μιας τουρκικής και μιας ελληνικής, κατά το πρότυπο των Βρετανικών Βάσεων, οι οποίες θα παραμείνουν και μετά τη λύση. Η θέση αυτή δεν είναι αποδεκτή ούτε από την Ελλάδα ούτε από την ε/κ ομάδα διαπραγμάτευσης.
Το ιστορικό πλαίσιο
Στις 16 Αυγούστου 1960 η συνθήκη εγγυήσεως μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας, Ελλάδας, Τουρκίας και Μεγάλης Βρετανίας προνοούσε το αυτονόητο. Δηλαδή τον σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Την ίδια στιγμή (άρθρο 1) η Κυπριακή Δημοκρατία αναλάμβανε την ευθύνη να μην προσχωρήσει σε πολιτική ή οικονομική ένωση με οποιοδήποτε άλλο κράτος.
Στο άρθρο 2 οι τρεις χώρες που εκ των συνθηκών είχαν και στρατιωτική παρουσία στη χώρα (Βρετανικές Βάσεις -ΕΛΔΥΚ – ΤΟΥΡΔΥΚ) αναλάμβαναν να εγγυηθούν την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεσμεύονταν να αποτρέψουν την ένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας με οποιοδήποτε άλλο κράτος.
Το πιο σημαντικό βεβαίως είναι οι δύο παράγραφοι του άρθρου 4 οι οποίες καθορίζουν τα εγγυητικά δικαιώματα των τριών χωρών. Στην πρώτη παράγραφο αναφέρεται: «Σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων της συνθήκης εγγυήσεως, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία αναλαμβάνουν από κοινού να πάρουν όλα τα αναγκαία μέτρα, ώστε να αποκατασταθούν οι πρόνοιες της συνθήκης».
Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 4, την οποία μάλλον ξεχνάμε μετά το 1974, αναφέρεται: «Εάν οι κοινές προσπάθειες των εγγυητριών χωρών να αποκαταστήσουν τις πρόνοιες της συνθήκης δεν καταστούν δυνατές, η κάθε μια από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις διαφυλάσσει το δικαίωμα να αναλάβει δράση με μοναδικό στόχο να αποκαταστήσει την τάξη που έχει δημιουργηθεί από τις παρούσες συμφωνίες».
Παρενθετικά να αναφέρουμε ότι το 1974 η Τουρκία υποστηρίζει ότι επενέβη στην Κύπρο διότι η ελληνική στρατιωτική κυβέρνηση των Αθηνών διά του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 παραβίασε τις συνθήκες, δηλαδή την Ανεξαρτησία της Κύπρου.
Καμία χώρα την 20ή Ιουλίου 1974 δεν καταδίκασε την επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο ως εισβολή, απεναντίας την ημέρα αυτή με πρόταση της Σοβιετικής Ένωσης πέρασε στον ΟΗΕ το ψήφισμα 353 το οποίο ζητούσε την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από τη χώρα, εννοώντας βασικά τις στρατιωτικές δυνάμεις της Ελλάδας, αφού η επεξεργασία του εν λόγω ψηφίσματος είχε ξεκινήσει την επόμενη μέρα του πραξικοπήματος.
Αυτό που θεωρήθηκε ότι παραβίασε η Τουρκία είναι την ρητή υποχρέωσή της να αποκαταστήσει την τάξη. Δηλαδή δεν εισέβαλε για να επαναφέρει την κατάσταση πραγμάτων προ του πραξικοπήματος, αλλά όπως καθαρότερα φάνηκε από τη δεύτερη εισβολή του Αυγούστου, για να διχοτομήσει την Κύπρο. Το θέμα βεβαίως είναι πολύ πιο σύνθετο πολιτικά.
Η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο όχι για να αποκαταστήσει την τάξη στο status της 14ης Ιουλίου 1974, που αφορούσε την ε/κ κοινότητα, αλλά για να επαναφέρει τη συζήτηση του Κυπριακού στο πρόβλημα που ανεφύη μετά το 1963, όταν δηλαδή οι Τ/Κ αποχώρησαν από τα συντεταγμένα όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με λίγα λόγια η τουρκική εισβολή πολιτικά και διπλωματικά άνοιξε εκ νέου τη συζήτηση στο Κυπριακό, με την Τουρκία να διεκδικεί έκτοτε διά της ισχύος των όπλων μια νέα διευθέτηση για την ίδια και τους Τ/Κ, καλύτερη από αυτήν που επιτεύχθηκε διά των συνθηκών Ζυρίχης -Λονδίνου.
Η στρατιωτική νίκη της Τουρκίας μετατράπηκε σε πολιτική όταν το 1977 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αποδέχθηκε το τέλος του ενιαίου κράτους του 1960 και μπήκε σε διαπραγματεύσεις για τη σύσταση ομοσπονδιακού διπεριφερειακού κράτους στην Κύπρο.
Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για εγκαθίδρυση ομοσπονδίας στην Κύπρο, το θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων επανήλθε τόσο στη συζήτηση του σχεδίου Γκάλι (1991) όσο και του σχεδίου Ανάν το 2004. Στην ουσία σε αυτά τα σχέδια δεν τέθηκε ποτέ θέμα ουσιαστικής αλλαγής της συνθήκης εγγυήσεως του 1960.
Αυτό που τέθηκε επί τάπητος κυρίως στο σχέδιο Ανάν 5 ήταν η διαδικασία και το χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων από τη χώρα σε συνδυασμό με τη σταδιακή διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Βασικά η ομοσπονδιακή Κύπρος θα γινόταν μια αποστρατικοποιημένη ζώνη.
Το σχετικό απόσπασμα του σχεδίου Ανάν 5, που ο Τάσσος Παπαδόπουλος έφερε σε δημοψήφισμα, ανέφερε:
«Η συνθήκη εγγυήσεως, εφαρµοζοµένη mutatis mutandis στη νέα κατάσταση πραγµάτων, η οποία καθιερώνεται µε την παρούσα συµφωνία και το Σύνταγµα της Κύπρου, θα καλύπτει, επιπρόσθετα από την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια και τη συνταγµατική τάξη της Κύπρου, την εδαφική ακεραιότητα, ασφάλεια και συνταγµατική τάξη των συνιστώντων κρατιδίων,
(β) Η συνθήκη συµµαχίας θα επιτρέπει στα ελληνικά και τουρκικά αποσπάσµατα, το κάθε ένα από τα οποία δεν θα ξεπερνά [παρέθεσε τετραψήφιο αριθµό] για όλες τις βαθµίδες, να σταθµεύουν δυνάµει της συνθήκης συµµαχίας στο ελληνοκυπριακό και στο τουρκοκυπριακό συνιστών κρατίδιο αντίστοιχα,
(γ) Οι ελληνικές και τουρκικές δυνάµεις και εξοπλισµός θα αναπτυχθούν εκ νέου σε συµφωνηµένες τοποθεσίες, και θα αναπροσαρµοστούν σε συµφωνηθέντα επίπεδα, και οποιεσδήποτε δυνάµεις και εξοπλισµός πέραν των συµφωνηθέντων επιπέδων θα αποσυρθούν,
(δ) Θα υπάρχει σε λειτουργία µια ειρηνευτική αποστολή των Ηνωµένων Εθνών για να εποπτεύει την εφαρµογή της παρούσας συµφωνίας και να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προώθηση της συµµόρφωσης µε την παρούσα συµφωνία και να συμβάλλει στη διατήρηση ενός ασφαλούς περιβάλλοντος. Η ειρηνευτική επιχείρηση θα εξακολουθεί για όσο διάστηµα η κυβέρνηση δεν αποφασίσει διαφορετικά, µε τη σύµφωνη γνώµη των δύο».
Το νέο περιβάλλον
Η πιο πάνω ανασκόπηση επιτρέπει να προβληματιστούμε ορθολογικά: Το ορθό και συνάμα ρεαλιστικό ερώτημα δεν είναι κατά πόσον θα έχουμε ή όχι εγγυήσεις στην Κύπρο μετά τη λύση, αλλά κατά πόσον το σύστημα ασφαλείας στην Κύπρο θα είναι καλύτερο ή όχι σε σχέση με τις συνθήκες του 1960 και τις πρόνοιες του σχεδίου Ανάν 5 το 2004.
Αντικειμενικά ομιλούντες θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι σήμερα το έδαφος είναι προσφορότερο σε σχέση με το 2004 για να πετύχουμε ένα αξιοπρεπές σύστημα ασφάλειας στη χώρα μας.
Σε αυτό δε το σημείο, όσοι διαφωνήσαμε με τον Τάσσο Παπαδόπουλο το 2004, θα πρέπει να δεχθούμε ότι η θέση του, δηλαδή ότι η Κύπρος εντός της ΕΕ θα μπορούσε να διαπραγματευθεί υπό καλύτερους όρους μια λύση, εν μέρει ήταν σωστή.
Δικαιώνεται στο θέμα της λειτουργικότητας της λύσης και ίσως και στο κεφάλαιο των εγγυήσεων, αν υπάρξει βέβαια κατάληξη. Σε αυτό που έκανε λάθος ήταν στο θέμα των επιπτώσεων από την παράταση της κατοχής.
Σήμερα έχουμε ακόμα περισσότερους εποίκους και πολύ περισσότερες περιουσίες να έχουν αξιοποιηθεί στη βόρεια Κύπρο, αφού από το 1974 και εξής ο χρόνος αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος εχθρός των Ε/Κ.
Οφείλουμε όμως να σκεφτόμαστε θετικά: Η ένταξή μας στην Ευρώπη και η διαδικασία αξιοποίησης των υδρογονανθράκων στη Λεβαντίνη συνιστούν ένα τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο για τους Ε/Κ το οποίο οφείλουν να μεταφράσουν σε πολιτικό πλεονέκτημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τις εγγυήσεις.
Την ίδια στιγμή βέβαια στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν μπορούν να αγνοηθούν τα συμφέροντα της Τουρκίας και κυρίως κάποιοι συμβολισμοί στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και οι φοβίες των Τουρκοκυπρίων.
Ανασφάλεια – Ασφάλεια
Ένα σοβαρό σύστημα ασφάλειας για την Κύπρο μετά τη λύση δεν μπορεί να δημιουργεί ανασφάλειες σε καμιά κοινότητα. Αν το κατανοήσουν όλοι αυτό, ίσως καταστεί εφικτό να τερματιστούν οι δικαιολογίες που ακούγονται σήμερα δίκην προβληματισμού:
Οι Ε/Κ σήμερα δηλώνουν ότι αισθάνονται ασφαλείς και ότι δεν θέλουν να ρισκάρουν την ασφάλειά τους με μια λύση. Τι υποκρύβει αυτή η ψευδαίσθηση που θέλει να αγνοεί την παρουσία 40.000 Τούρκων στρατιωτών και μιας γραμμής αντιπαράταξης 180 χιλιομέτρων η οποία καθιστά την άμυνά μας διάτρητη;
Κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη στάση αυτή ως συμφιλίωση με την κατοχή ή στο βάθος να διακρίνει αυτή τη διάχυτη περιρρέουσα «εμείς ποδά, εσείς ποτζιεί» που συνιστά την πιο σταθερή υδρορροή προς τη διχοτόμηση.
Οι Τ/Κ στην πλειοψηφία τους λένε ότι είναι Κύπριοι και ότι θέλουν να απαλλαγούν από την Τουρκία. Όταν βέβαια συζητούν τις εγγυήσεις επιθυμούν να έχουν το δικαίωμα να καλούν την Τουρκία σε περίπτωση που απειληθεί η ύπαρξή τους. Σε τέτοια περίπτωση, είτε υπάρχει συμφωνία είτε όχι, η Τουρκία θα εισβάλει ξανά και αυτό όλοι το γνωρίζουν.
Οπότε γιατί θέλουν να παίζουν με τις φοβίες των Ε/Κ; Βεβαίως αυτή η στάση των Τ/Κ δείχνει και κάτι πιο ουσιαστικό:
Ότι δεν έχουν ιδέα ακόμα τι σημαίνει η συμμετοχή τους στην ΕΕ. Θέλουν να μπουν στην ΕΕ, να γίνουν μέρος των δομών εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας της ΕΕ, θέλουν να προεδρεύουν της ΕΕ, αλλά θέλουν και να καλούν την Τουρκία.
Σκεφτείτε λοιπόν τον Τ/Κ συμπρόεδρο της Κυπριακής Ομοσπονδίας Μουσταφά Ακιντζί να μεταβαίνει στις Βρυξέλλες και να ανακοινώνει στους υπόλοιπους 27 εταίρους του ότι θα καλέσει την Τουρκία να εισβάλει σε ευρωπαϊκό έδαφος. Φίλε Μουσταφά, θα πέσει πολύ ξύλο!
Πηγή: http://politis.com.cy/article/file-moustafa-tha-pesi-poli-xilo#.WA2k-hJfKio.linkedin