Άγνωστες λεπτομέρειες από τη δράση και τη θυσία του Ανδρέα Κάρυου και των άλλων τριών ηρώων του Αχυρώνα Λιοπετρίου έγιναν γνωστές μόλις πρόσφατα, όταν βρέθηκα στον τόπο θυσίας των τεσσάρων.
Παρόντες εκεί συναγωνιστές και συνεργάτες τους στην ΕΟΚΑ, οι οποίοι και έδωσαν ζωντανή τη μαρτυρία τους, σκορπώντας συγκίνηση και θαυμασμό στους παριστάμενους.
Οι τέσσερις ήρωες: Ανδρέας Κάρυος, Φώτης Πίττας, Χρίστος Σαμάρας και Ηλίας Παπακυριακού, είχαν βρεθεί στο Λιοπέτρι μερικές ημέρες πριν από τη θυσία τους και εκεί έμελλε να δώσουν την τελευταία τους μάχη προς τον αγγλικό στρατό και να οδεύσουν προς την Aθανασία.
Με τα σώματά τους κατάστικτα από σφαίρες και λογχισμούς, εκτάδην στον περίβολο του φτωχόσπιτου του αγωνιστή Παναγιώτη Καλλή και του ιστορικού Αχυρώνα, όπου οι τέσσερις κρύβονταν.
ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ στη μάχη του Αχυρώνα ο Ανδρέας Κάρυος, ως υποτομεάρχης Αμμοχώστου. Ένας αγωνιστής παντρεμένος με μικρό παιδί και τη γυναίκα του έγκυο. Ανήκε στις τάξεις της ΟΧΕΝ και της ΠΕΟΝ και μυήθηκε στον Αγώνα Απελευθέρωσης της Κύπρου και Ένωσής της με την Ελλάδα, από το 1954.
Πήρε μέρος στην προσπάθεια διακοπής του ρεύματος στην περιοχή Αυγόρου τη νύχτα της 1ης Απριλίου 1955, κατά την οποία έχασε τη ζωή του από ηλεκτροπληξία ο πρώτος ήρωας της ΕΟΚΑ Μόδεστος Παντελή.
Στη συνέχεια ο Κάρυος συνελήφθη και κρατήθηκε για 15 μέρες στην Αμμόχωστο, με πολλές ανακρίσεις αλλά, ευτυχώς, χωρίς βασανιστήρια και ξεγυμνώματα, τα οποία θα αποκάλυπταν τα καψίματα στη ράχη του από το ρεύμα το οποίο κεραυνοβόλησε τον ήρωα Μόδεστο, τον οποίο κρατούσε στους ώμους του προκειμένου να πετάξει το σχοινί πάνω από τα ηλεκτροφόρα σύρματα, ώστε να προκληθεί η διακοπή του ρεύματος.
Η ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ του Κάρυου να προσφέρει στον αγώνα και εν ανάγκη να πέσει μαχόμενος, φαινόταν σε κάθε του δραστηριότητα στην όλη αγωνιστική του πορεία. Σε μια περίπτωση, λίγες μόνο ημέρες πριν τη θυσία του, με βάση μαρτυρία του συναγωνιστή του Δημητράκη Στυλιανού από την Ξυλοφάγου, ενώ ο ήρωας ξυριζόταν σε περιβόλι εν μέσω μεγάλων ερευνών των Άγγλων και ο Φώτης Πίττας έκανε εκπαίδευση σε τοπικούς αγωνιστές και τόνιζε τη δύσκολη περίοδο που περνούσε το Κυπριακό λόγω της κορύφωσης των προσπαθειών των Άγγλων να επιβάλουν το «Σχέδιο Μακμίλλαν», ο Κάρυος είπε: «Να προσέχετε πάρα πολύ, γιατί είσαστε και νεαροί.
Να φυλάγεστε καλά από τα κέρφιου και τις προδοσίες, γιατί εμείς, εγώ και ο Φώτης, αν μας ανακαλύψουν, θα δώσουμε τη μάχη. Δεν πρόκειται να ξανασυλληφθούμε, γιατί δεν ξέρουμε αν θα αντέξουμε για δεύτερη φορά τα φοβερά βασανιστήρια».
Σύμφωνα επίσης με μαρτυρία του ομαδάρχη Αχερίτου, Μελή Παπαντωνίου, όταν τις επόμενες ημέρες ο Κάρυος κάλεσε σε σύσκεψη τους τοπικούς υπεύθυνους της περιοχής που είχε υπό την ευθύνη του για το θέμα των πολιτικών εξελίξεων, με το ερώτημα τι θα πράξουν οι αγωνιστές αν κλείσει το Κυπριακό χωρίς να γίνει η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα για την οποία ορκίστηκαν, όλοι είπαν ότι δεν θα συμφωνούσαν με κάτι τέτοιο.
Ο Κάρυος υπερέβαλε σ’ αυτό και τόνισε ότι οι θυσίες του κυπριακού λαού γίνονται για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και μόνο.
Πώς συντελέστηκε η θυσία των «4» του Αχυρώνα
Ο ΜΗΝΑΣ ΜΗΝΑ, από την Περιστερώνα Αμμοχώστου, δάσκαλος το 1958 στο Λιοπέτρι, αντιπρόεδρος της Ένωσης Αγωνιστών Αμμοχώστου και υπεύθυνος τώρα του ιστορικού Αχυρώνα, είπε για τη θυσία των τεσσάρων:
«Οι καταζητούμενοι αγωνιστές της ΕΟΚΑ, ανάλογα με την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή ευθύνης τους, αναγκάζονταν να μετακινούνται, για λόγους ασφάλειας περισσότερο. Όμως για τους τέσσερις ήρωες του Αχυρώνα, η μετακίνησή τους στο Λιοπέτρι δεν είχε σχέση με αυτό, αλλά για να στείλουν το μήνυμα πως ο αγώνας συνεχιζόταν, δεν έπρεπε να πτοηθεί κανείς και στο τέλος η νίκη θα έστεφε τα όπλα τους. Κι αυτό το απέδειξαν περίτρανα με τη θυσία τους.
Οι τρεις από τους τέσσερις ήρωες, Φώτης Πίττας, υπεύθυνος στο χωριό Λύση, Ηλίας Παπακυριακού, υπεύθυνος στο χωριό Άσσια, και ο Ανδρέας Κάρυος, υπεύθυνος στην περιοχή Αυγόρου, τέλος Αυγούστου 1958 αποφάσισαν να μετακινηθούν στα Κοκκινοχώρια. Με την έγκριση του τομεάρχη τους Παύλου Παυλάκη, με εντολή να περάσουν από το Λιοπέτρι για να εκπαιδεύσουν τους αγωνιστές του χωριού, αλλά να καταλήξουν σε κρησφύγετο που είχε ετοιμασθεί στην περιοχή του Ποταμού Λιοπετρίου.
Έτσι, έφθασαν στο μοναστήρι του Αγίου Κενδέα και από εκεί, με σύνδεσμο τον αγωνιστή Νίκο Βαρδάκη, έφτασαν νύχτα στο Λιοπέτρι. Τους υποδέχτηκαν οι αγωνιστές του χωριού με επικεφαλής τον Χρίστο Σαμάρα-«Ξάνθο», υπεύθυνο της ΕΟΚΑ Λιοπετρίου. Τους φιλοξένησαν σε φιλικό σπίτι –του μάστρε Δημήτρη Τσόντου– και την επομένη έκαναν εκπαίδευση στους αγωνιστές.
Την εκπαίδευση στα εκρηκτικά ανέλαβε ο Παπακυριακού, ο οποίος είχε μεγάλη φήμη στην κατασκευή ναρκών. Το βράδυ επέστρεψαν στο σπίτι φιλοξενίας τους και γύρω στα μεσάνυχτα, οι παρατηρητές πρόσεξαν πολλά αυτοκίνητα να κινούνται από την περιοχή της Δερύνειας προς το Λιοπέτρι.
Οι «4» τότε αποφάσισαν να κινηθούν προς το κρησφύγετο, όμως πριν προλάβουν να βγουν έξω από το Λιοπέτρι, συνάντησαν πολλούς Άγγλους στρατιώτες και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο σπίτι που τους φιλοξενούσε. Από εκεί πήραν το αυτοκίνητο του ιδιοκτήτη και, με οδηγό το γιο του Νικόλα, και μαζί τους τον Ηλία Σαμάρα, προχώρησαν με σκοπό να διασπάσουν τον κλοιό και να διαφύγουν.
Όμως, στη συνέχεια έκριναν καλύτερο να κατεβούν από το αυτοκίνητο και να προχωρήσουν πεζή. Το έκαμαν, αλλά σε 100 μέτρα συνάντησαν μεγάλη δύναμη στρατιωτών οι οποίοι, με τις φωτοβολίδες που έριχναν, έκαναν τη νύχτα-μέρα. Έτσι οι αγωνιστές αναγκάστηκαν να βάλουν εναντίον τους, να δώσουν ολιγόλεπτη μάχη και να στραφούν προς τα πίσω. Μαζί τους και οι Χρίστος Μάστρου και Ηλίας Σαμάρας, του οποίου, να σημειωθεί, είχε πέσει η ταυτότητα στη βιασύνη του να αποχωρήσει.
Οι «4» αναζητούσαν πού να κρυφτούν και κατέληξαν στο σπίτι του Παναγιώτη Καλλή, ενός ηλιοκαμένου εργάτη της γης με οκτώ παιδιά! Τους άκουσε που συζητούσαν έξω από το σπίτι του, βγήκε και τους προσκάλεσε να μπουν μέσα.
Ο Ηλίας Σαμάρας παρακάλεσε τότε τους «4» να τον αφήσουν μαζί τους, γιατί είχε συλληφθεί δυο φορές προηγουμένως και ήξερε τι θα πει βασανιστήρια των Άγγλων. Η απάντηση ήταν «όχι, δεν πρέπει να κινδυνέψουν δύο αδέλφια μαζί». Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι οι τέσσερις ήταν αποφασισμένοι να τα δώσουν όλα μέχρι θανάτου!
Κρύφτηκαν στον Αχυρώνα του σπιτιού και ο Καλλής τους εφοδίασε με κουβέρτες και πρόχειρο φαγητό. Τα άχυρα έφταναν μέχρι πάνω και η απόκρυψη ήταν απόλυτη. Πέρασε η ημέρα και η επομένη βρήκε το χωριό ολόκληρο υπό κατ’ οίκον περιορισμό, με τους άντρες να συγκεντρώνονται από το στρατό στο σχολείο, με ανακρίσεις και ξυλοδαρμούς, και τα γυναικόπαιδα να παραμένουν στο σπίτι.
Παράλληλα, οι Άγγλοι άρχισαν ενδελεχείς έρευνες από σπίτι σε σπίτι με τη βοήθεια ανιχνευτικών σκύλων. Στις οκτώ το πρωί ερεύνησαν και τον Αχυρώνα, χωρίς όμως να ανακαλύψουν τους «4», αφού προηγουμένως, κατόπιν οδηγιών, ο Καλλής είχε ρίξει πάνω στα άχυρα μεγάλη ποσότητα από πιπέρι και αρτύματα.
Ακολούθησε άλλη έρευνα στις δέκα, όπως και άλλες μέχρι το απόγευμα, πάντα όμως χωρίς αποτέλεσμα. Η αποτυχία των ερευνών σε όλο το Λιοπέτρι απογοήτευε τους Άγγλους, αφού η ανταλλαγή πυρών που έγινε τις πρώτες πρωινές ώρες, τους έπειθε ότι στο χωριό υπήρχαν οπωσδήποτε ένοπλοι μαχητές της ΕΟΚΑ.
Κι εκεί που οι άντρες κάτοικοι περίμεναν να αποσυρθούν τα συρματοπλέγματα και να μείνουν ελεύθεροι, είδαν τους Άγγλους ν’ αρχίζουν ένα νέο κύκλο πιο σκληρών ανακρίσεων, που συνοδεύονταν από σκληρά βασανιστήρια. Ήταν η ώρα που πήραν την πληροφορία για το πού ακριβώς κρυβόντουσαν οι «4».
Κι αυτό που έγινε, ήταν ότι ο Ηλίας Σαμάρας που βρέθηκε με τους αγωνιστές το προηγούμενο βράδι, «έσπασε» και ομολόγησε. Είχε βασανιστεί σε τέτοιο βαθμό, που έγινε ράκος…
Μετά από αυτό, οι Άγγλοι έλυσαν τον περιορισμό στο υπόλοιπο χωριό και έστρεψαν την προσοχή τους μόνο στο σπίτι του Καλλή. Απέκλεισαν τα πάντα, ώστε ούτε μύγα δεν μπορούσε να κινηθεί χωρίς να γίνει αντιληπτή. Οπλοπολυβόλα και άλλος βαρύς οπλισμός είχαν τοποθετηθεί σε στέγες, ακροβολιστές καραδοκούσαν παντού, υπήρχε Μηχανικό και, γενικά, επιστρατεύθηκαν όλα τα μέσα που διέθετε τότε ο αγγλικός στρατός.
Αντί απάντησης, ριπές αυτομάτων!
Τα μεσάνυχτα, μια ομάδα στρατιωτών έφτασε έξω από τον Αχυρώνα και κάλεσε τους αγωνιστές να παραδοθούν, φωνάζοντάς τους «ξέρουμε ποιοι είστε και πού είστε»! Οι «4» δεν απάντησαν. Το ίδιο επαναλήφθηκε και όταν ξημέρωσε, με ονομαστική αυτή τη φορά κλήση, και η απάντηση από πλευράς αγωνιστών ήταν μια ριπή αυτομάτου από εκείνον που ακουγόταν το όνομά του.
Στις οκτώ οι Άγγλοι έβαλαν μπροστά… για να χαλάσουν τον Αχυρώνα. Τοίχοι και σοβάδες της πρόσοψης άρχισαν να πέφτουν, με πολλή όμως καθυστέρηση, αφού οι στρατιώτες είχαν το φόβο επίθεσης από πλευράς αγωνιστών.
Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τη μία και μισή το μεσημέρι, όταν στρατιώτες βγήκαν στη στέγη και από την «αχυρότρυπα» προσπαθούσαν να βάλουν φωτιά στον Αχυρώνα χρησιμοποιώντας εύφλεκτα υλικά! Δεν τα κατάφεραν λόγω του κλειστού χώρου και των προσπαθειών κατάσβεσης από τους «4» και έτσι οι Άγγλοι παραιτήθηκαν της προσπάθειάς τους.
Αμέσως μετά, όμως, κάλεσαν ελικόπτερο, το οποίο και έριψε από ψηλά βενζίνη και εμπρηστικές βόμβες! Προκλήθηκε φωτιά και, σε δευτερόλεπτα μέσα, ο Αχυρώνας μετατράπηκε σε λαμπάδα!..
Για τους αγωνιστές δεν υπήρχε τότε άλλη διέξοδος από την έξοδο και ό,τι βγει… Πρώτοι, λοιπόν, προχώρησαν προς την αυλή οι Κάρυος και Σαμάρας, με τον πρώτο να βάλλει με το αυτόματό του.
Δεν πρόλαβαν, βέβαια, να πάνε μερικά μέτρα και έπεσαν νεκροί από τα πυκνά διασταυρωμένα πυρά των Άγγλων ακροβολιστών. Πίτας και Παπακυριακού καθυστέρησαν την έξοδό τους περίπου για ένα ημίωρο, γιατί προφανώς άντεχαν τις καπνιές, ενώ έκαναν και σκέψεις για το πώς θα ενεργούσαν.
Κάποια στιγμή βγήκε από τον Αχυρώνα τρέχοντας με το όπλο του ψηλά ο Πίττας, ο οποίος διαπέρασε την αυλή, πετάχτηκε το περιτοίχισμα και βρέθηκε στο δρόμο, κι εκεί ακριβώς δέχθηκε τα πυρά ακροβολιστή και έπεσε κι αυτός νεκρός.
Έμεινε στον Αχυρώνα ο Παπακυριακού, που συνέχισε να βάλλει κατά των Άγγλων από μια τρύπα. Εκεί ακριβώς βρήκε το θάνατο. Το αμάραντο στεφάνι της αθανασίας σκέπασε από την ώρα εκείνη τους τέσσερις λιονταρόψυχους ήρωες. Ήταν ημέρα Τρίτη, 2 Σεπτεμβρίου 1958…».
Η πορεία προς την αθανασία
Ο ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ, ο οποίος είχε συνοδέψει τους τέσσερις ήρωες από το χωριό της Αχερίτου μέχρι λίγο έξω από το Λιοπέτρι, μας αφηγήθηκε τα εξής:
«Τους Κάρυο, Πίττα και Παπακυριακού είχα υπό την ευθύνη μου σε σπίτι στο χωριό μου. Στο διπλανό ακριβώς σπίτι έμεναν οι τομεάρχες Αμμοχώστου και Καρπασίας, Παύλος Παυλάκης και Φώτης Παπαφώτης. Στις 29.8.58, πήγαμε με τον Παυλάκη στο σπίτι που έμεναν οι τρεις καταζητούμενοι, στους οποίους έδωσε οδηγίες να πάνε στο Λιοπέτρι και από εκεί στο κρησφύγετο στον Ποταμό.
Σε μένα εξάλλου, σύστησε να τοποθετήσω κατά τη μετακίνηση φρουρές κατά διαστήματα, κάτι που ανέλαβε ο αδελφός μου Ανδρέας.
Στις 30 Αυγούστου πήγα στον Απόστολο Βαρνάβα και φρόντισα για τη μετάβαση στα Λιμνιά των Παυλάκη και Παπαφώτη. Τους παρέδωσα στον υπεύθυνο του χωριού Παναγιώτη Ζίκκο, επέστρεψα στην Αχερίτου και ήρθα σε επαφή με τον υπεύθυνο του Λιοπετρίου Μιχάλη Πισσιά, με εντολή όπως την επομένη το βράδυ, να βρίσκεται στο τέρμα της κοιλάδας του Αγίου Κενδέα, για να του παραδώσω τρεις αγωνιστές, χωρίς, όμως, να του πω ποιοι ήταν.
Έτσι και έγινε. Φεύγοντας από την Αχερίτου, ο Κάρυος μου ζήτησε να μπούμε στο πατρικό μου σπίτι, όπου αγκάλιασε και φίλησε τους γονείς μου. Πήρε μάλιστα από κρεμαστάρι ένα κολανάκι κυνηγετικού όπλου (αορτήρα) και το έβαλε στο αυτόματο Μ3 που κρατούσε και μας ρωτούσε αν του πάει! Φύγαμε, αφού ο πατέρας μου τραγούδησε ένα τραγούδι των Κλεφτών του 1821.
Με προπομπό τον αδελφό μου ξεκινήσαμε και οι πέντε και κάποιαν ώρα φτάσαμε στον Άγιο Κενδέα, όπου ο Κάρυος, που εκτελούσε τότε χρέη υποτομεάρχη και εγώ υπαγόμουν σ’ αυτόν, χαιρέτισε τους 12 αγωνιστές-φρουρούς που επέβλεψαν την πορεία μας.
Εκεί επίσης, αποχαιρετώντας με εμένα ο Κάρυος, μου είπε «αύριο θα γυρίσω πίσω», όπως ήταν η οδηγία του τομεάρχη Παυλάκη: «Μόλις τελειώσετε, ο Πίττας θα πάει στο λημέρι του, ο Ανδρέας στο δικό του και ο Παπακυριακού θα επιστρέψει πίσω στον Η», δηλαδή σε μένα.
Ακόμα κάτι σημαντικό: Το Μ3 που κρατούσε κατά τη μάχη του Αχυρώνα ο ήρωας Ηλίας Παπακυριακού, ήταν εντελώς καινούργιο και του το έδωσα εγώ. Το παρέλαβα μια βδομάδα προηγουμένως.
Μου το έστειλε ο σύνδεσμος μέσω του αδελφού μου Σοφοκλή Χατζηγιάννη, που ήταν τότε μαθητής. Στήσαμε το όπλο μαζί με τον Ηλία, που το πήρε μαζί με τρεις σφαιροθήκες και 110 σφαίρες 45 χιλιοστών. Το όπλο αυτό έμελλε να το τιμήσει επάξια ο ήρωας Παπακυριακού και να το αποχωριστεί μόνο όταν έγινε λιώμα από βλήμα μπαζούκας που έριξαν εναντίον του οι Άγγλοι στρατιώτες!..»
Λόγχιζαν και πυροβολούσαν…
Συγκλονιστική η αφήγηση του Χρίστου Μάστρου, συναγωνιστή των ηρώων του Αχυρώνα:
«Εγώ είχα ξυπνήσει τους «4» και τους είχα ειδοποιήσει για την άφιξη στρατού στο Λιοπέτρι. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο του νοικοκύρη του σπιτιού που έμεναν οι καταζητούμενοι και όταν είδαμε έντονες κινήσεις στρατιωτών, ο Φώτης έβαλε τα κιάλια του και είπε πως «εν ολάκαιρο στράτευμα»!
Επιστρέψαμε πίσω και προχωρήσαμε πεζή, για να ακολουθήσει μάχη και υποχώρησή μας στο χωριό. Στη συνέχεια οι Άγγλοι με σύλλαβαν και την ώρα της τελικής μάχης και της εξόδου των «4» από τον Αχυρώνα, με είχαν με χειροπέδες χέρια-πόδια σε στρατιωτικό αυτοκίνητο ακριβώς απέναντι.
Με πήραν εκεί για να με εκτελέσουν όπως μου είπαν, αφού αρνιόμουν να τους παραδώσω το όπλο που χρησιμοποίησα κατά τη μάχη που έγινε, κατά την οποία είχαν σκοτωθεί τέσσερις στρατιώτες, ενώ έξι άλλοι τραυματίστηκαν. Μέσα από το στρατιωτικό αυτοκίνητο λοιπόν, είδα στρατιώτες να βάλλουν με μπαζούκα σε «αρσαλότρυπα», από την οποία πυροβολούσε εναντίον τους ο Παπακυριακού.
Η έκρηξη του βλήματος έκανε τον ήρωα να πέσει στο χώμα, κυριολεκτικά σαν τσουβάλι! Χρησιμοποίησαν μπαζούκα, διότι ο Παπακυριακού έβαλλε ασταμάτητα κατά των Άγγλων, θυμούμαι μάλιστα, ότι ένας στρατιώτης που ήταν δίπλα μου και πυροβολούσε, έπαιρνε σφαίρες από άλλον στρατιώτη προκειμένου να εξουδετερώσει τον Παπακυριακού, αλλά δεν τα κατάφερνε…
Στη συνέχεια, οι Άγγλοι με μετέφεραν σιδηροδέσμιο στον περίβολο του Αχυρώνα όπου κείτονταν νεκροί οι τέσσερις ήρωες και μου είπαν να τους αναγνωρίσω. Τους είπα ότι μόνο τον ένα ήξερα, τον Χρίστο Σαμάρα, που ήταν χωριανός μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή, που οι στρατιώτες είχαν περιζώσει τα άψυχα σώματα των τεσσάρων ηρώων και τα λόγχιζαν με μανία και τα πυροβολούσαν με πιστόλια εξ επαφής!
Τον Ανδρέα Κάρυο ειδικά, τον κομμάτιασαν κυριολεκτικά με τις λόγχες, ακόμα και το κεφάλι του!..»
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΡΥΟΥ: «Είχα έννοιαν, ότι ο Αντρέας έκοψεν μέσα στο Λιοπέτρι»
Σε επίσκεψή μου στο Αυγόρου τον περασμένο Μάρτη, στα πλαίσια των ιστορικών ερευνών μου, είχα την τύχη να γνωρίσω τη σύζυγο του ήρωα Αντρέα Κάρυου, Δέσποινα, στο σπίτι της. Ηλικιωμένη, μαυροντυμένη με το παραδοσιακό τσεμπέρι στο κεφάλι, μας υποδέχτηκε εγκάρδια. Και η πρώτη μου ερώτηση, πώς έζησε τη θυσία του άντρα της. Κι αυτή, με πολλή προθυμία, μου απάντησε:
«Τη νύχτα της Δευτέρας 1ης Σεπτεμβρίου 1958, βρισκόμουν με τον μόλις οκτώ μηνών γιο μου Παναγιώτη στο σπίτι μας στο Αυγόρου, έγκυος δυο μηνών την κόρη μου Ανδρούλλα. Τις πρωινές ώρες άκουσα πολύ θόρυβο μηχανών αυτοκινήτων, οπότε κοίταξα από το παράθυρο και είδα ότι ήταν στρατιωτικά, μαζί με τεθωρακισμένα και πήγαιναν προς το χωριό μου, το Λιοπέτρι που είναι κοντά.
«Αν είναι στο Λιοπέτρι ο Αντρέας», είπα μέσα μου, «εν να κόψει μέσα». Ο άντρας μου ήταν καταζητούμενος από τότε που απέδρασε από τα κρατητήρια της Πύλας, στις 14.3.58, μαζί με τους Φώτη Πίττα, Χριστάκη Τρυφωνίδη και Φρίξο Δημητριάδη.
Η υποψία μου για τον Αντρέα μεγάλωσε, όταν κάποιαν ώρα πριν να φέξει, είδα λάμψεις στον ουρανό προς τη μεριά του Λιοπετριού, που ήταν, όπως μάθαμε αργότερα, φωτοβολίδες που έριχναν οι Εγγλέζοι την ώρα που ο Αντρέας με τους άλλους τρεις και τον αδελφό του Σαμάρα, Ηλία, προσπαθούσαν να απομακρυνθούν με αυτοκίνητο από το χωριό, αλλά χωρίς να τα καταφέρουν.
Έμεινα με την έννοιαν μέχρι το πρωί, όταν ήρθε η κουνιάδα μου Ζηνοβία και με πήγε στο περιβόλι της, απ’ όπου και ξεκίνησα για το Λιοπέτρι. Στα μέσα του δρόμου βρήκα στρατό και μου είπαν να επιστρέψω πίσω. Δεν τους άκουσα και προχώρησα, αλλά πιο κάτω υπήρχαν πολύ περισσότεροι στρατιώτες, που με ανάγκασαν να στραφώ.
Κάτι μου έλεγε ότι ο Αντρέας ήταν σίγουρα στο Λιοπέτρι, γι’ αυτό και η αγωνία μου συνεχώς μεγάλωνε. Το ότι, βέβαια, ο άντρας μου έκοψεν μέσα, η Ζηνοβία το ήξερε, αλλά δεν μου το αποκάλυψε. Της το είπε ο γιος της Νίκος Βαρδάκης, αδελφότεκνος του Ανδρέα, που το προηγούμενο βράδυ ήταν στο Λιοπέτρι και είδε το θείο του ότι ήταν εκεί…»
Το τι επακολούθησε, είναι γνωστό. Οι Κάρυος, Πίττας, Σαμάρας και Παπακυριακού έδωσαν λυσσώδη μάχη με εκατοντάδες Άγγλους στρατιώτες και έπεσαν μαχόμενοι έξω από το νέο «Χάνι της Γραβιάς», τον ταπεινό αχυρώνα του Λιοπετρίου.
Μπορούσαν να παραδοθούν και να ζήσουν, όμως προτίμησαν τον ηρωικό τους θάνατο. Η ψυχή τους πέταξε στο πάνθεο των αθανάτων, η δε θυσία τους καταγράφηκε στις χρυσές σελίδες της Ιστορίας του τόπου μας.
Η Δέσποινα γεννήθηκε στο Λιοπέτρι της επαρχίας Αμμοχώστου στις 8 Ιουλίου του 1935. Παρά τις ενστάσεις των γονιών της για το νεαρό της ηλικίας της, νυμφεύτηκε τον Αντρέα Κάρυο το 1956. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, τον Παναγιώτη και την Αντρούλλα.
Η κυρά Δέσποινα πέθανε δυο μήνες μετά από τη συνάντησή μας, σε ηλικία 82 χρόνων. Το πώς έζησε με τα δυο της παιδιά μετά τον αγώνα, είναι πρέπον να τονισθεί:
Ξενοδούλευε για πολλά χρόνια, μεγάλωσε μόνη τα παιδιά της και μπόρεσε να τα μορφώσει, κρατώντας πάντα ψηλά την αξιοπρέπεια και την τιμή ότι είχε άντρα της έναν ήρωα. Αιωνία ας είναι η μνήμη της.
Νίκoς Παπαναστασίου