Γράφει ο Μιχάλης Καλογιαννίδης, εκπαιδευτικός
Υπάρχουν αμέτρητες σελίδες στην πολύχρονη διαδρομή της νεότερης ελληνικής ιστορίας, που είναι γεμάτες από ηρωικής στιγμές, από πράξεις αυτοθυσίας, που στο διάβα του χρόνου και μέχρι σήμερα, με τον ίδιο πάντα αυθορμητισμό με την ίδια πάντοτε αυταπάρνηση και με τα ίδια ιδανικά, περιγράφουν αγώνες των Ελλήνων για την πατρίδα μας και την ελευθερία της.
Υπάρχουν στιγμές ηρωικών αγώνων του Έθνους, που δόξασαν τη μικρή Ελλάδα στα μάτια των ξένων και την έκαναν μεγάλη μπρος στα βλέμματα του κόσμου, προκαλώντας έτσι, ακόμα και τον θαυμασμό των αντιπάλων της, στα πεδία των μαχών.
Η ελληνική ιστορία είναι γεμάτη από πολύχρονους αγώνες, για την ελευθερία και την υπεράσπισή της. Υπάρχουν χιλιάδες ηρώων που έπεσαν στα μετερίζια των αγώνων, υπερασπιζόμενοι «Γη την ιερή και μόνο αυτή». Αγώνες που υπεράσπισαν με αγνό ελληνικό αίμα, τα ευγενέστερα ιδανικά του ανθρώπου, που είναι η τιμή και η ελευθερία της πατρίδος μας.
Με αυτά τα ιδανικά των υπερασπιστών της, η πατρίδα μας μεγαλούργησε σε στιγμές ομοψυχίας και ομόνοιας στα πεδία των μαχών, αλλά και δεινοπάθησε και έγινε η χλεύη εχθρών αλλά και φίλων, σε στιγμές εθνικού διχασμού και αλληλοεξόντωσης, με κίνδυνο μάλιστα και αφανισμού μας ως έθνος.
Ο αγώνας των Οχυρών, όπως κατεγράφη στη σύγχρονη ιστορία μας και η ηρωική αντίσταση του έθνους σε μια απρόκλητη ξένη επιβουλή, είναι μια τέτοια πράξη εθνικής υπερηφάνειας και ηρωισμού.
Η Εποποιία της μάχης των Οχυρών κατά μήκος των ελληνο-βουλγαρικών συνόρων στις 6 και 7 Απριλίου του 1941 είναι από τις πιο πρόσφατες ηρωικές σελίδες αντίστασης των Ελλήνων, εναντίον του Άξονα.
Η προηγηθείσα αντίσταση των Ελλήνων στο Αλβανικό μέτωπο τον Οκτώβριο του «40» και η νίκη των πολεμιστών του «ΟΧΙ» κατά των Ιταλών, αποδιοργάνωσε και ματαίωσε τα σχέδια του Άξονα, για γρήγορο πέρασμα από την Ελληνική Επικράτεια.
Η μικρή Ελλάδα όρθωσε ανάστημα, αντιστάθηκε, ταπείνωσε, στο πεδίο της μάχης, τη μεγάλη πολεμική δύναμη, γι’ αυτό και έπρεπε να τιμωρηθεί για το «θράσος» της αυτό και να κατακτηθεί με οποιοδήποτε κόστος και θυσία.
Η γερμανική πολεμική μηχανή του Αδόλφου Χίτλερ, έπρεπε με κάθε τρόπο και μέσο να ξεπεράσει την Αντίσταση των ηρωικών Ελλήνων.
Έτσι η εαρινή γερμανική επίθεση με τη βοήθεια των Βουλγάρων, εκδηλώθηκε λίγους μήνες αργότερα τον Απρίλιο του 1941.
Ήταν 5:15’ πρωινή της Κυριακής της 6 Απριλίου, όταν εκδηλώθηκε, ακαριαία η γερμανική επίθεση σε όλο το μήκος της ελληνο-βουλγαρικής μεθορίου, από το δυτικότερο τμήμα της Ανατολικής Μακεδονίας και μέχρι το Ανατολικότερο τμήμα της Δυτικής Θράκης.
Είχε προηγηθεί λίγο νωρίτερα η επίδοση αυστηρής διακοίνωσης προς την Ελλάδα, στην οποία αναφέρονταν τα στερεότυπα «παράπονα» του Γ’ Ράιχ, κατά της χώρας μας και τονίζονταν ο σκοπός της γερμανικής ενέργειας, που απέβλεπε και μόνο στην εκδίωξη των Άγγλων από τον ελληνικό χώρο.
Η επίθεση των γερμανικών στρατευμάτων εκδηλώθηκε με σφοδρό καταιγισμό πυρών, επίγειων και εναέριων μέσων, σ’ όλο το μήκος των Οχυρών της Γραμμής «Μεταξά» από το Ρούπελ, Λίσσε, Περιθώρι, Ιστίμπεϊ, Εχίνο και μέχρι το ανατολικότερο άκρο, βόρεια της Κομοτηνής, στην περιοχή της Νυμφαίας, όπου και το τελευταίο ομώνυμο Οχυρό προς Ανατολάς.
Οι γερμανικές πολλαπλάσιες και ισχυρότατες στρατιωτικές δυνάμεις, συνάντησαν την ηρωική και ανέλπιστη αντίσταση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Τα Οχυρά άντεξαν το σφυροκόπημα με καταιγιστικά πυρά πυροβολικού, αρμάτων μάχης, αλλά και της γερμανικής αεροπορίας, με αλλεπάλληλες και συνεχείς επιθέσεις και οι ηρωικά αμυνόμενοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος» απέκρουσαν τη μια μετά την άλλη τις γερμανικές επιθέσεις.
Οι φρουρές των Οχυρών και οι στρατιωτικοί σχηματισμοί που τα υποστήριζαν αντέταξαν επί τριήμερο, με ηρωισμό και αυτοθυσία, τέτοια πρωτοφανή άμυνα, που στο τέλος κέρδισαν και αυτόν ακόμα τον θαυμασμό των επιτιθεμένων.
Τα Οχυρά δεν λύγισαν, οι υπερασπιστές τους δεν υποχώρησαν. Έμειναν όρθιοι ως το τέλος του αγώνα.
Το Οχυρό της Νυμφαίας, που αποτελούσε και το Ανατολικότερο Οχυρωματικό έργο της Γραμμής, ευρισκόμενο στο ύψωμα 510, λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Κομοτηνής και στο μέσο του περάσματος της διάβασης ελληνο-βουλγαρικών συνόρων Κομοτηνής, δέχτηκε εκείνο το πρωινό της 6ης Απριλίου, την ίδια πρωτοφανή και λυσσαλέα γερμανική επίθεση, όπως την περιγράφει, τόσο παραστατικά, πολλά χρόνια αργότερα, ένας εκ των υπερασπιστών του Οχυρού.
«Τα χαράματα της Κυριακής 6 Απριλίου 1941, εκδηλώνεται ξαφνικά σφοδρή γερμανική επίθεση κατά του Οχυρού. Τους πρώτους στόχους που πρόσβαλαν τα γερμανικά στούκας και τα πυροβόλα, ήταν τα στοιχεία των αντιαεροπορικών μας. Δυστυχώς οι πρώτοι ηρωικοί νεκροί το πρωί της Κυριακής, ήταν και οι τέσσερις (4) άνδρες του στοιχείου μου».
«Εγώ», συνεχίζει, «ευρισκόμενος σε απόσταση λίγων μόνο μέτρων πιο μπροστά, για να παρατηρώ και να κατευθύνω τις βολές, επέζησα ως εκ θαύματος. Επακολούθησε κόλαση πυρός. Μας έβαζαν με οπλικά συστήματα υπερσύγχρονα, για την εποχή και τελείως άγνωστα σ’ εμάς. Πανδαιμόνιο δημιούργησαν τα αεροπλάνα Στούκας, τόσο με τον καταιγισμό των πυροβόλων και των οβίδων, όσο και με τις εκκωφαντικές ειδικές σειρήνες πανικού…
‘Αλλά και μέσα στο Οχυρό, άρχισε η κατάσταση, ιδίως μετά τη δεύτερη ημέρα να γίνεται δύσκολη. Πυροβόλα ευθυτενούς τροχιάς και μεγάλου διαμετρήματος, έβαλαν νυχθημερόν εναντίον μας.
Αξιοθαύμαστη ήταν εκείνες τις δύσκολες ώρες της κολάσεως, η ψυχραιμία και η γενναιότητα του αείμνηστου διοικητή μας Ταγματάρχη Αναγνωστού Αλέξανδρου, αλλά και όλων των διοικητών των λόχων» και συνεχίζει…
«Όταν όμως τα φλογοβόλα και τα καπνογόνα των εχθρών κατέκαιαν τα πάντα μέσα στις στοές του Οχυρού και έπνιγαν τις αναπνοές μας, οπότε και κάθε άλλη αντίσταση ήταν μάταιη, ο διοικητής με πόνο ψυχής διέταξε “παύσατε πυρ”… Από εκεί και ύστερα άρχισε η πορεία μας προς την αιχμαλωσία και ο δρόμος μας προς τον Γολγοθά της Πατρίδος.
Βέβαια, οι Γερμανοί, στρατηγοί συνεχάρησαν τους αξιωματικούς μας, για την ανδρεία και τη γενναιότητα των υπερασπιστών του Οχυρού…».
Έτσι περιέγραψε τα γεγονότα της μάχης του Οχυρού Νυμφαίας, λές και τα ζούσες την ίδια στιγμή, στον συνεργάτη της εφημερίδος «ο Χρόνος» αείμνηστο Γιώργο Νεστωράκη και δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα στις 13 Απριλίου του 1998, με τον τίτλο «Οχυρό Νυμφαίας, Μνημείο θριάμβου και ελληνικής λεβεντιάς». 57 ολόκληρα χρόνια μετά, ένας από τους ήρωες μαχητές του Οχυρού, ο 80χρονος τότε και αείμνηστος σήμερα, ο Λοχίας Κατσικάκης Νικόλαος, από το Ηράκλειο Κρήτης, ο οποίος παρέστη, ως τιμώμενο πρόσωπο, μαζί με τον συμπολεμιστή του Γεώργιο Λιπορδέζη από τις Σάπες Ν. Ροδόπης και κατέθεσαν στεφάνι στη μνήμη των Επτά (7) αθάνατων συμπολεμιστών τους, στο ηρώο πεσόντων του Οχυρού, κατά την πεντηκοστή εβδόμη επέτειο της μάχης, στις 6 Απριλίου 1998.
Τιμώντας κι εμείς σήμερα από το βήμα αυτό, τη μνήμη των επτά (7) ηρωικώς πεσόντων μαχητών του Οχυρού Νυμφαίας, «του Δεκανέα Κορώνη Γεωργίου και των στρατιωτών Μπόφα Γεωργίου, Ποτίδη Ευστράτιου, Τσικνάκη Γεώργιου, Μαλιαράκη Ιωάννη, Καραγεωργίου Γεώργιου και Κιουμπαλέξη Εμμανουήλ» αποδίδουμε την ύψιστη τιμή προς αυτούς και αναφωνούμε: Αθάνατοι νεκροί του Οχυρού Νυμφαίας, «Αιωνία σας η μνήμη».
Σήμερα ογδόντα τρία (83) χρόνια μετά, ο αγώνας των Οχυρών είναι και παραμένει στη μνήμη όλων μας, ως το Αποκορύφωμα του ηρωισμού και της αυτοθυσίας του Έλληνα πολεμιστή, μπροστά σε μια σιδερόφρακτη αυτοκρατορία, που με κάθε μέσο και τρόπο έπρεπε να υποδουλώσει την αδάμαστη ψυχή των Ελλήνων.
Όμως τα Οχυρά δεν έπεσαν στη μάχη και οι υπερασπιστές τους δεν νικήθηκαν, ούτε τα εγκατέλειψαν, αλλά έμειναν εκεί μέχρι τέλους, υπερασπιζόμενοι νέες Θερμοπύλες, για να θυμίζουν σε μας τους νεότερους, ότι οι Έλληνες, όταν ομονοούν και αγωνίζονται για την ελευθερία της πατρίδος, είναι έτοιμοι, ακόμα και να θυσιαστούν γι’ αυτήν…