Σε νέα, εξαιρετικά επικίνδυνη φάση εισέρχεται η αντιπαράθεση ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βενεζουέλα, μετά την ανακοίνωση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ότι η κυβέρνησή του χαρακτηρίζει το καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο «ξένη τρομοκρατική οργάνωση», προχωρώντας ταυτόχρονα σε πλήρη αποκλεισμό των πετρελαϊκών μεταφορών προς και από τη χώρα.
Η ανακοίνωση έγινε μέσω της πλατφόρμας Truth Social και συνιστά τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα κλιμάκωση της πίεσης προς το Καράκας, ανοίγοντας νέο κεφάλαιο στη μακροχρόνια κρίση μεταξύ των δύο χωρών, με απρόβλεπτες γεωπολιτικές και ενεργειακές συνέπειες.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι διατάσσει τον «πλήρη και απόλυτο αποκλεισμό όλων των δεξαμενόπλοιων που μεταφέρουν πετρέλαιο προς ή από τη Βενεζουέλα», διευκρινίζοντας ότι το μέτρο αφορά πλοία στα οποία έχουν ήδη επιβληθεί αμερικανικές κυρώσεις. Σύμφωνα με τον ίδιο, η απόφαση συνδέεται τόσο με την «κλοπή αμερικανικών πόρων», όσο και με ζητήματα τρομοκρατίας, διακίνησης ναρκωτικών και εμπορίας ανθρώπων.
Σε ιδιαίτερα σκληρή ρητορική, ο Αμερικανός πρόεδρος ανέφερε ότι η Βενεζουέλα είναι «πλήρως περικυκλωμένη από τη μεγαλύτερη αρμάδα που έχει συγκροτηθεί ποτέ στη Νότια Αμερική», προειδοποιώντας πως η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ θα ενισχυθεί περαιτέρω έως ότου, όπως είπε, «επιστραφούν στις Ηνωμένες Πολιτείες το πετρέλαιο, η γη και τα περιουσιακά στοιχεία που μας έκλεψαν».
Οι δηλώσεις αυτές επαναφέρουν στο προσκήνιο ακόμη και το ενδεχόμενο χερσαίων επιχειρήσεων, το οποίο ο Τραμπ έχει κατά καιρούς αφήσει ανοιχτό, προκαλώντας ανησυχία σε διεθνές επίπεδο.
Οργισμένη αντίδραση Μαδούρο – «Γκροτέσκα στρατιωτική απειλή»
Το Καράκας απάντησε άμεσα, κάνοντας λόγο για «γκροτέσκα στρατιωτική απειλή» και απορρίπτοντας κάθε σκέψη για νομιμοποίηση ναυτικού αποκλεισμού. Σε επίσημη ανακοίνωση, η κυβέρνηση Μαδούρο κατηγόρησε τον Αμερικανό πρόεδρο ότι επιχειρεί να επιβάλει «παράλογο και αυθαίρετο στρατιωτικό αποκλεισμό με στόχο τη λεηλασία του εθνικού πλούτου της Βενεζουέλας».
Η ένταση ενισχύεται από το γεγονός ότι από τον Αύγουστο οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει στην Καραϊβική ισχυρές ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις, περιλαμβανομένων πυραυλοφόρων αντιτορπιλικών, αποβατικών πλοίων, πυρηνοκίνητου υποβρυχίου, καθώς και του υπεραεροπλανοφόρου USS Gerald Ford. Παράλληλα, έχουν αναπτυχθεί μαχητικά F-35, αεροσκάφη ηλεκτρονικού πολέμου F/A-18 Growler και μέσα εναέριου ανεφοδιασμού στο Πουέρτο Ρίκο.
Επισήμως, η Ουάσιγκτον υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις αυτές εντάσσονται σε δράσεις καταπολέμησης της διακίνησης ναρκωτικών. Ωστόσο, από τις αρχές Σεπτεμβρίου έχουν βομβαρδιστεί τουλάχιστον 26 πλεούμενα στην Καραϊβική και στον ανατολικό Ειρηνικό, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 95 άνθρωποι, χωρίς –σύμφωνα με διεθνείς οργανισμούς– να έχουν παρουσιαστεί αποδείξεις για εγκληματική δράση των στόχων.
Αμφισβήτηση νομιμότητας και πετρέλαιο στη «μαύρη αγορά»
Η νομιμότητα των επιχειρήσεων αυτών αμφισβητείται έντονα από ειδικούς και τον ΟΗΕ, την ώρα που η Βενεζουέλα συνεχίζει να υφίσταται αμερικανικό εμπάργκο στο πετρέλαιο από το 2019. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Καράκας αναγκάζεται να διοχετεύει το πετρέλαιό του στη μαύρη αγορά, κυρίως προς την Κίνα, σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές.
Το κλίμα επιβαρύνθηκε περαιτέρω μετά την πρόσφατη κατάσχεση δεξαμενόπλοιου από τις ΗΠΑ στα ανοικτά της Βενεζουέλας. Το πλοίο Skipper, που φέρεται να μετέφερε έως δύο εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου αξίας έως 100 εκατ. δολαρίων, οδηγήθηκε σε αμερικανικό λιμάνι. Σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, το πλοίο τελούσε υπό κυρώσεις λόγω υποτιθέμενων σχέσεων με τους Φρουρούς της Επανάστασης του Ιράν και τη Χεζμπολάχ, αν και ο Λευκός Οίκος παραδέχθηκε ότι η κατάσχεση ενδέχεται να δημιουργήσει σοβακές νομικές εμπλοκές.
Η νέα αυτή κλιμάκωση ενισχύει τους φόβους για ευρύτερη αποσταθεροποίηση στη Λατινική Αμερική, με το ενεργειακό ζήτημα και τη στρατιωτική πίεση να μετατρέπονται σε βασικά εργαλεία αντιπαράθεσης ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Καράκας.















