Τον Μάρτιο του 1984 ένα ελληνικό αντιτορπιλικό, το «Πάνθηρ», παρακολουθούσε την εξέλιξη τουρκικής πολεμικής ασκήσεως στο βόρειο Αιγαίο.
Κάποια στιγμή εξερράγησαν πολύ κοντά του τουρκικά βλήματα (ή κατά μία άλλη εκδοχή έπεσαν θραύσματα από αντιαεροπορικές οβίδες που είχαν εκραγεί στον αέρα).
Στην ευρύτερη περιοχή έπλεαν και ελληνικά αλιευτικά, που αμέσως απομακρύνθηκαν. Το επεισόδιο κρίθηκε ιδιαιτέρως σοβαρό.
Κατά το σχόλιο του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, επρόκειτο «για την ύψιστη τουρκική πρόκληση από το 1974».
Ακολούθησε άμεση σύγκληση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Αμυνας (ΚΥΣΕΑ).
Εκεί θεωρήθηκε ότι ήταν προσπάθεια των Τούρκων να διαπιστώσουν ποια είναι τα όρια ανοχής της ελληνικής πλευράς.
Αποφασίστηκε να καταστεί σαφές, τόσο προς την Τουρκία όσο και προς την Ατλαντική Συμμαχία, πως τέτοιες ενέργειες δεν είναι αποδεκτές.
Οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις ετέθησαν αμέσως σε επιφυλακή και ο Ελληνας πρεσβευτής στην Αγκυρα εκλήθη στην Αθήνα για διαβουλεύσεις. Το ΝΑΤΟ απηύθυνε στις δύο χώρες έκκληση για αυτοσυγκράτηση.
Το βράδυ της επομένης ημέρας, όμως, η ένταση εκτονώθηκε. Στην εκτόνωση έπαιξε ρόλο σωρεία παραγόντων. Η τουρκική άσκηση είχε τελειώσει και τα πλοία είχαν αποσυρθεί στα Δαρδανέλλια. Η τουρκική κυβέρνηση κράτησε σχετικώς χαμηλούς τόνους. Τέλος, κρίσιμη ήταν και η συνάντηση του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο τελευταίος είχε πληροφορηθεί από τον κυβερνήτη του «Πάνθηρ» και τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού τις λεπτομέρειες του περιστατικού.















