Του Γιάννου Γραμματίδη, Προέδρου του κινήματος “Νέα Πορεία Νέα Ελλάδα”
Είναι λυπηρό ότι χάθηκε μία σημαντική ευκαιρία ν’ αξιοποιήσει η κυβέρνηση την πρόσφατη επίσκεψη του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών στη χώρα μας.
Ενώ δηλαδή συζητήθηκε το μεταναστευτικό πρόβλημα, η Ελλάδα δεν έβαλε στο τραπέζι το αίτημα για παροχή τεχνικής βοήθειας από τις ΗΠΑ σχετικά με πρακτικές και τρόπους αντιμετώπισης του, αφού όπως είναι γνωστό, οι ΗΠΑ έχουν αναπτυγμένη τη σχετική τεχνογνωσία τόσο από πλευράς ειδικών ανιχνευτικών μέσων προσωπικής ταυτοποίησης, όσο κι από πλευράς σχεδιασμού και μεθόδων αντιμετώπισης παρόμοιων καταστάσεων.
Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε ότι το μεταναστευτικό κύμα αποτελεί κατά γενική ομολογία κίνδυνο για ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτή και μόνο η διαπίστωση ήταν αρκετός λόγος για να έβαζε ο Έλληνας Πρωθυπουργός στη συζήτηση του με τον κ. Κέρι, την κινητοποίηση μηχανισμών και μέσων του ΝΑΤΟ για την ενίσχυση της Ελλάδας σχετικά με την προστασία των ελληνικών συνόρων που αποτελούν ευρωπαϊκά σύνορα.
Είναι άλλωστε γνωστό ότι το ΝΑΤΟ εκ της αποστολής του και μόνο, διαθέτει σχετικούς μηχανισμούς αλλά και τα αναγκαία κονδύλια. Είναι δε αυτονόητο ότι δεν αναφέρομαι σε στρατιωτική συνδρομή, αλλά σε παροχή μέσων αυτόματης προσωπικής ταυτοποίησης όπως και μέσων για την διενέργεια έργων προστασίας των συνόρων μας.
Παράλληλα, ενώ βρισκόμαστε σε περίοδο που η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη τόσο ουσιαστικά όσο και συμβατικά έναντι των δανειστών της να προβεί σε μεγάλου εύρους μεταρρυθμίσεις, δεν συζητήθηκε η παροχή τεχνικής βοήθειας από τις ΗΠΑ για κανένα τομέα της ελληνικής οικονομίας και της κρατικής λειτουργίας.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι τον περασμένο Απρίλιο σε επίσκεψη μου στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Ουάσινγκτον, είχα συζητήσει εκτενώς το θέμα παροχής τεχνικής βοήθειας στην Ελλάδα στους τομείς της πάταξης της διαφθοράς, της αναδιάρθρωσης της φορολογικής διοίκησης, της ψηφιακής οργάνωσης του δημοσίου και των εναλλακτικών πηγών ενέργειας, ενώ είχα ενημερώσει σχετικά τόσο τον Πρωθυπουργό όσο και τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης, κ. Δραγασάκη, κάνοντας έτσι πράξη μία νέα αντίληψη περί κοινωνικής εθελοντικής συνδρομής και εθνικής συνεννόησης. Δυστυχώς, τίποτα από αυτά δεν συζητήθηκε στην επίσκεψη του κ. Κέρι στην Αθήνα.
Επιπλέον, δεν συζητήθηκε, η ενεργοποίηση της θεσμοθετημένης – μόνο για την Ελλάδα από όλη την Ευρώπη – διμερούς Επιτροπής Οικονομικής κι Εμπορικής Συνεργασίας, την ύπαρξη της οποίας αμφιβάλω ακόμη κι αν γνωρίζει ο Έλληνας ΥΠΕΞ κ. Κοτζιάς.
Χάθηκε λοιπόν ακόμη μία ευκαιρία να αξιοποιήσει η Ελλάδα ένα σοβαρό αναπτυξιακό εργαλείο που βρίσκεται στη διάθεσή της. Αντ’ αυτού ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών ζήτησε από τον ομόλογό του βοήθεια από την Αμερικανική Κυβέρνηση για την προσέλκυση στην Ελλάδα αμερικανικών επενδύσεων. Αυτό αποτελεί και μόνιμη επωδό όλων των Ελληνικών Κυβερνήσεων όταν συζητούν με εκπροσώπους της Κυβέρνησης των ΗΠΑ, αγνοώντας διαχρονικά ότι είναι ουσιαστικά αδύνατο η Ουάσινγκτον να επηρεάσει τις αμερικανικές εταιρείες να επενδύσουν στην όποια χώρα, εάν δεν είναι προς το συμφέρον των ίδιων των εταιρειών.
Εκεί, δυστυχώς για εμάς – ευτυχώς για εκείνους – υπάρχει απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στο κράτος και την επιχειρηματικότητα, κάτι που η δραματική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτικών δεν εννοούν να κατανοήσουν αφού κρίνουν και λειτουργούν στη λογική του ελληνικού παραδόξου μίας ανελεύθερης και ισχυρά κατευθυνόμενης οικονομίας σοβιετικού τύπου.
Στην επίμονη έκκληση του κ. Κοτζιά για τέτοιου είδους βοήθεια ο κ. Κέρι αναγκάσθηκε να ψελλίσει δημόσια ότι “θα ενημερώσει τις αμερικανικές εταιρείες ότι η Ελλάδα είναι ανοιχτή για δουλειές”, τη στιγμή που γνωρίζει πολύ καλά ότι η χώρα μας δεν είναι έτοιμη να υποστηρίξει επενδύσεις αφού λίγο νωρίτερα παρότρυνε την Ελληνική Κυβέρνηση να προβεί στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές που θα καταστήσουν ανταγωνιστική την ελληνική οικονομία.
Γιατί λοιπόν ο κ. Κέρι προέβη στη δήλωσή του γνωρίζοντας την αδυναμία της Κυβέρνησης να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της εκ του 3ου Μνημονίου αλλά και τον κίνδυνο αποτυχίας του. Θέλησε απλά να κάνει ένα δώρο αποστολής μηνύματος με πολλαπλούς αποδέκτες ότι οι ΗΠΑ στηρίζουν τις προσπάθειες της Ελλάδας για ανάκαμψη κάτι που αντίστοιχα πρέπει να κάνουν και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας – στα πλαίσια της ανάγκης για γεωπολιτική ισορροπία στην περιοχή μας. Τονίζοντας δηλαδή και θυμίζοντας και το μόνο λόγο για τον οποίο η Ελλάδα παραμένει μέλος της Ευρωζώνης και κατ΄ επέκταση της ΕΕ.
Έτσι, το μόνο κέρδος από τη χθεσινή επίσκεψη είναι καθαρά επικοινωνιακό αφού ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών επανέλαβε με γενικότητα τη στήριξη των ΗΠΑ στην προσπάθεια της Ελλάδας, ενώ απέφυγε να λάβει θέση τόσο για την αναδιάρθρωση του χρέους όσο και για το Κυπριακό.
Ο μόνος ουσιαστικά κερδισμένος από τη χθεσινή συνάντηση είναι ο κ. Κέρι αφού απέφυγε να εκτεθεί σ’ε διεθνή θέματα πού ενδιαφέρουν την Ελλάδα κι ενθάρρυνε με διπλωματικά ευφυέστατο τρόπο την Ελληνική Κυβέρνηση να ενισχύσει την ήδη έμπρακτη στήριξή της στο θέμα των αγωγών, δηλαδή του ΤΑΡ και του διασυνδετηρίου με τη Βουλγαρία IGP και των λοιπών ενεργειακών έργων που σχετίζονται με τη λειτουργία τους, κάτι στο οποίο η Ελληνική κυβέρνηση υπερθεμάτισε. Είναι γνωστό ότι είναι μόνιμη, επίμονη κι όχι αναιτιολόγητη η άποψη των ΗΠΑ ότι η Ευρώπη θα πρέπει να έχει εναλλακτικούς τρόπους ενεργειακής πρόσβασης.
Τέλος και για την πληρότητα της αξιολόγησης θα ήθελα να θυμίσω ότι μία τέτοια επίσκεψη τόσο υψηλόβαθμου Αμερικανού αξιωματούχου, που δεν είναι συνήθης, πρέπει να αξιοποιείται στο μέγιστο δυνατό βαθμό από μία χώρα, εν προκειμένω από την Ελλάδα.
Που ήταν λοιπόν κρυμμένη η ευαισθησία του κ. Τσίπρα για το θέμα της εθνικής συνεννόησης χθες; Γιατί δεν προκάλεσε είτε κοινή, είτε κατ’ ιδίαν συνάντηση του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών τουλάχιστον με τον Πρόεδρο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που θα έκανε πράξη τη σημασία αλλά και την ανάγκη για εθνική συνεννόηση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής κι εθνικής ασφάλειας;
Αλλά θα μου πείτε ότι αυτό θα έπρεπε να το επιδιώξει και το ίδιο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τους ίδιους λόγους. Αλλά με ποιον Πρόεδρο και με τί θέσεις! Το αναφέρω αυτό γιατί η χώρα σήμερα, στην πιο δύσκολη εθνικά συγκυρία, στερείται ισχυρού κοινοβουλευτικού αντιπολιτευτικού λόγου που είναι απαραίτητος για τη λειτουργία της δημοκρατίας και της εθνικής συνοχής.
Για όλους αυτούς τους λόγους πιστεύω ότι χάθηκε μια ακόμα ευκαιρία στην πιο καίρια στιγμή για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, ενώ παράλληλα καταδείχθηκε η αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας να αρθούν στο ύψος των κρίσιμων περιστάσεων.