Τα στοιχεία που ήρθαν στη δημοσιότητα σχετικά με τις μαζικές παραιτήσεις σπουδαστών από τις στρατιωτικές σχολές, αλλά και τον διπλασιασμό των παραιτήσεων στο Πολεμικό Ναυτικό, το 2024, γεννούν σοβαρό προβληματισμό και ανησυχία για τρεις λόγους.
Πρώτον, για την αποστέρηση των Ενόπλων δυνάμεων από στελέχη. Είτε μιλάμε για τους μελλοντικούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς που θα αποφοιτούσαν από τις σχολές, είτε για έμπειρο προσωπικό το οποίο αποχωρεί, πρόκειται για απώλεια πολύτιμου δυναμικού, που η Εθνική Άμυνα δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει, ιδιαίτερα στη σημερινή κρίσιμη συγκυρία.
Ο συνδυασμός γνώσης, εξειδίκευσης και εμπειρίας που χάνεται, δεν αποκαθίσταται, ούτε καν σε βάθος χρόνου.
Δεύτερον, για τις συνθήκες που επικρατούν στις Ένοπλες Δυνάμεις. Με το φαινόμενο αυτό σε έξαρση, κανείς δεν μπορεί προφανώς να ισχυριστεί πως το εργασιακό περιβάλλον είναι το κατάλληλο για τα επαγγελματικά στελέχη.
Προφανώς, η επιλογή της καριέρας στις Ένοπλες Δυνάμεις δε γίνεται για το εργασιακό περιβάλλον, αλλά για άλλους λόγους. Στο πλαίσιο, όμως, των στρατιωτικών παραμέτρων, το περιβάλλον μπορεί και πρέπει να είναι αξιοπρεπές και ανταγωνιστικό ως προς άλλα, συναφή ή όχι, επαγγελματικά πεδία. Κάτι που δεν ισχύει, δυστυχώς, στη χώρα μας.
Τρίτον, για την αντιμετώπιση των στελεχών από το κράτος. Η οικονομική απαξίωση, το στεγαστικό πρόβλημα, η αναξιοκρατία, οι ανορθολογικές συνθήκες, το εν γένει αρνητικό κλίμα που ανατροφοδοτείται διαρκώς, δεν αρμόζει στους επαγγελματίες των Ενόπλων Δυνάμεών μας, που με τιμή επέλεξαν τον άκρως απαιτητικό αυτό δρόμο προσφοράς στην πατρίδα.
Είναι σαφές ότι το ηθικό των στρατιωτικών μας δε διαμορφώνεται από οικονομικούς όρους, αφού οι ίδιοι υπηρετούν με υπερηφάνεια και αυταπάρνηση το ιερό χρέος τους. Το αίσθημα, όμως, της απαξίωσης και η γενικευμένη έλλειψη αναγνώρισης από το κράτος, σίγουρα δε συμβάλλει στην εξύψωση του ηθικού τους.
Παρά το συνεχιζόμενο κύμα παραιτήσεων, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας παρακολουθεί αμήχανο την εξέλιξη του φαινομένου και ο αρμόδιος Υπουργός τηρεί σιγή ιχθύος.
Η σιωπή δεν είναι πάντα χρυσός, ειδικά όταν απαιτούνται από την πολιτική ηγεσία άμεσα ανακλαστικά, προκειμένου να διερευνήσει αναλυτικά και αμερόληπτα τα γεγονότα, να διαγνώσει τις πραγματικές αιτίες, να σχεδιάσει πολιτικές και μεταρρυθμίσεις και να αρχίσει να τις εφαρμόζει το ταχύτερο δυνατόν.
Είναι αυτονόητο ότι σε αυτές πρέπει να συμπεριληφθεί και η ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση των στελεχών και η άρση των αδικιών μεταξύ διάφορων κατηγοριών στρατιωτικών.
Η αγορά, άλλωστε, πανάκριβων οπλικών συστημάτων είναι αναποτελεσματική, όταν δεν υφίσταται το κατάλληλο δυναμικό να τα διαχειριστεί ή να τα πλαισιώσει. Η τεχνολογία απαιτεί δεξιότητες και όχι ένα απαξιωμένο προσωπικό.
Το «καμπανάκι» του κινδύνου ακούστηκε ηχηρά. Κανείς, πλέον, δε μπορεί να ισχυριστεί πως δεν άκουσε ή δεν ήξερε. Γι’ αυτό και οι πολιτικές ευθύνες θα είναι μεγάλες, στο βαθμό που συνεχιστεί η σημερινή αδιαφορία.
Η βολική θεωρία «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα» δεν απαλλάσσει την κυβέρνηση από τις ευθύνες της. Όταν θέλει και όπου θέλει βρίσκει τους απαιτούμενους πόρους. Και εν πάση περιπτώσει, είναι ειρωνεία να μην εξασφαλίζονται οι αναγκαίοι οικονομικοί πόροι για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, από μια κυβέρνηση που επιτρέπει την ασυδοσία των καρτέλ και τα προκλητικά υπερκέρδη από λίγους και ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι σαφές: Θέλει η κυβέρνηση την αξιοπρεπή διαβίωση για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων ή όχι; Η απάντηση είναι μείζονος εθνικής σημασίας.
*Ο Μιχάλης Κατρίνης είναι τομεάρχης Εθνικής Άμυνας του ΠΑΣΟΚ και Βουλευτής Ηλείας