Γράφει ο Βασίλης Αδάμος*
Στην Αντιγόνη του Σοφοκλέους το βασικό θέμα της τραγωδίας και αυτό που κινεί την υπόθεση είναι η παραβίαση του νόμου της ταφής. Για το κοινωνικό πλαίσιο του τέλους της Μυκηναϊκής Εποχής, η ταφή και οι τιμές, που έπρεπε να αποδοθούν στον νεκρό ήταν υποχρεωτικές, όποιος και να ήταν o νεκρός: βασιλιάς, ήρωας, απλός πολίτης ακόμα και… προδότης, όπως αποκαλούσε ο Κρέων τον Ετεοκλή, γι’ αυτό και απαγόρεψε την ταφή του με σκληρό νόμο.
Δεν το δέχτηκε ο κοινός νους της Αντιγόνης, η οποία προσπάθησε να θάψει τον νεκρό αδελφό της, ώστε να βρει γαλήνη η ψυχή του αποθανόντος.
Απαραίτητες για τον αρχαίο κόσμο ήταν οι τιμές και όλα τα συμπαρομαρτούντα, που τις συνόδευαν, ακόμα και εάν ο νεκρός είχε διαπράξει ένα σωρό αδικήματα.
Στην εποχή μας και στον επαρχιώτικο μικρόκοσμο, όπου διαβιούμε, ένα μικρό ποσοστό φωνασκεί και δηλώνει ότι υπάρχει, με λάθος τρόπο, αποστασιοποιημένο από τις βασικές αρχές και αξίες του πολιτισμού, που επαιρόμαστε ότι συνεχίζουμε, και δεν είναι άλλες από τον σεβασμό προς τον συνάνθρωπο και δη προς τους νεκρούς του.
Με τρόπο, που δεν αντέχει κανενός είδους κριτική , λίγοι συμπολίτες μας εξακολουθούν να «σπιλώνουν» την μνήμη του Στρατηγού Καβράκου, που έλκει την καταγωγή του από την περιοχή των Τρικάλων χαρακτηρίζοντάς τον προδότη – για μια σειρά αποφάσεις, που κλήθηκε να πάρει – απαιτώντας να μετονομαστεί το στρατόπεδο, που στεγάζει την στρατιωτική σχολή της ΣΜΥ και έχει το όνομά του.
Όταν στις 8 Δεκεμβρίου του 1944 ο Καβράκος παραδιδόταν στις πιο αποτρόπαιες διαθέσεις του μισαλλόδοξου φανατισμού, ο οποίος τον καταδίκασε σε οικτρό θάνατο, χωρίς ούτε μία δίκη και μετά από φριχτά βασανιστήρια πετάχτηκε στα αδέσποτα το διαρραγέν σώμα του, ώστε να αποτελέσει «παράδειγμα προς αποφυγήν», η ιστορία δεν φανταζόταν ότι επτά δεκαετίες αργότερα η μνήμη του θα εξακολουθούσε να σπαράσσεται από φωνασκούντες «προοδευτικούς», οι οποίοι βρήκαν το θέμα, με το οποίο θα πορευτούν στην ανούσια ζωή τους.
Στις χειρότερες στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας αλλά και στις περιπτώσεις μετάβασης από την μία τάξη πραγμάτων στην άλλη υπήρξαν πάμπολλες στιγμές, όπου έπρεπε στρατιωτικοί να επιλύσουν με την βία καταστάσεις βίαιες, που εμφανίζονταν ξαφνικά, για τον απλό πολίτη, ο οποίος παρακολουθούσε άναυδος τα τεκταινόμενα, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για τις πηγές τους ούτε για τους στόχους ή τον σκοπό για τον οποίο συνέβαιναν.
Ο Στρατηγός Καβράκος βρέθηκε σε τέτοιες στιγμές – και ίσως χωρίς να το θέλει – εκτελώντας διαταγές ανωτέρων.
Πρώτο ερώτημα: Μπορούσε να αρνηθεί; Η λογική απάντηση είναι όχι. Για τους φωνασκούντες και εμπνεόμενους από προσωπικές, άκρως υποκειμενικές και κατά βάσει ανιστόρητες ιδεοληψίες, μπορούσε.
Ένας διοικητής είναι υποχρεωμένος να εκτελεί διαταγές και να διαφυλάσσει την τάξη, σε περιστάσεις δύσκολες, όπως ήταν το συμβάν της 2 Φεβρουαρίου 1925 στην πόλη μας, πολύ περισσότερο σε ταραγμένες εποχές, οι οποίες δονούνταν από τους οδυνηρούς «μετασεισμούς» της Μικρασιατικής καταστροφής, με το ανθρωπιστικό δράμα, να πρωταγωνιστεί σε κάθε γειτονιά, σε κάθε πόλη της Ελλάδας, όταν και το τελευταίο κύμα προσφύγων- πάνω από 200.000 ψυχές – έπρεπε να αποκατασταθεί από ένα παραπαίον κράτος, που είχε να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα αλλά και τα εσωτερικά βάσανα, τις έριδες και τον εθνικό διχασμό.
Σημειωτέον ότι τα διεθνή γεγονότα βρίσκονταν σε έξαρση, με πρώτη και καλύτερη την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, που σηματοδότησε αλλαγή πολιτικής και άλλαξε τους συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων σχεδόν σε όλη την υφήλιο.
Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν ποτέ ίδιος, ενώ η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 τσάκισε ψυχές και σώματα κυρίως στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο.
Σύνεση, λογική και ψύχραιμες αποφάσεις αποτελούσαν σπανίζον φαινόμενο. Οι πολιτικές σοσιαλιστικές ομάδες προσπαθούσαν να βρουν βηματισμό αλλάζοντας εντελώς καταστατικά μέχρι να ακολουθήσουν την πολιτική που θα τους ενέπνεε.
Άλλωστε το ΣΕΚΕ μετονομάστηκε σε ΚΚΕ μόλις τον Δεκέμβριο του 1924. Ο κόσμος είχε αλλάξει και τα «εργαλεία» στην Ελλάδα ήταν παρωχημένα για να ξεκλειδωθεί και αναλυθεί.
Εύκολα χαρακτήριζαν ο ένας τον άλλο προδότη κι αυτό κράτησε αρκετές δεκαετίες στην πολύπαθη χώρα. Η ιδεολογία της αυτοδιάθεσης των λαών συγκίνησε μια μερίδα του αριστερού πολιτικού κόσμου και μέσα σ’ αυτό προσπάθησε να εντάξει εδαφικά την Μακεδονία και την Θράκη.
Πολλή μελάνη, πολλές ιαχές και συνθήματα γέμιζαν τον Ευρωπαϊκό και Βαλκανικό ουρανό δημιουργώντας έναν πολύχρωμο καμβά, που δυστυχώς ολοκληρώθηκε βουτηγμένος στο αίμα εκατοντάδων χιλιάδων αθώων και έκπληκτων ψυχών…
Σε ένα θολό τοπίο εξάρσεων και μπερδεμένων καταστάσεων, όπως: πόλεμος, ειρήνη, ανεξαρτησία της Μακεδονίας και Θράκης και διανομή των γαιών στους ακτήμονες, οι στρατιωτικοί επιβάλλουν την τάξη παίρνοντας διαταγές από τους πολιτικούς! Αν δεν απατώμαι: όταν οι στρατιωτικοί διατάζονται από τους πολιτικούς, είναι κατάσταση δημοκρατίας ή όχι;
Ο τότε Νομάρχης Πανόπουλος κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Α. Μιχαλακόπουλου ζήτησε την 2α Φεβρουαρίου 1925 από τον πολυπαρασημοφορεμένο στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και στον πόλεμο στην Μικρά Ασία Διοικητή «του 5ου Συντάγματος Πεζικού (Τρικάλων)» Αντισυνταγματάρχη Χ. Καβράκο να επέμβει, να αποκαταστήσει την τάξη και να του σώσει την ζωή από τους εξεγερθέντες με ονοματεπώνυμο «Παλαιούς Πολεμιστές» και συνθηματολογούντες πρώτα για διεθνή πολιτικά ζητήματα και δευτερευόντως για το ζητούμενο, που ήταν τα διεκδικούμενα κτήματα των μονών των Μετεώρων, από τους Καστρακινούς ακτήμονες.
Η σκηνή είναι θολή και θα αναφερθούμε διεξοδικά στο επόμενο σημείωμά μας, με έξι νεκρούς συντοπίτες μας, αλλά… άργησε η αναδιανομή κατά οκτώ χρόνια, οπότε η σημασία της συγκεκριμένης «εξέγερσης» παρουσιάζεται δυσανάλογα σημαντική σε σχέση με την επίδρασή της στην εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων .
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των πολιτικών της εποχής, των νομικών, των πρακτικών της δίκης της 31-3-1925, που ακολούθησε, των παρευρισκομένων τοπικών δημοσιογράφων και των ανταποκριτών των αθηναϊκών εφημερίδων, εκτός του Ριζοσπάστη, ίσως αποφεύχθηκε μια διευρυμένη αιματοχυσία.
Για τους αριστερούς φανατικούς της εποχής οι έξι νεκροί ήταν αυτοί, που ζητούσαν εκδίκηση και ο κύβος ερρίφθη, ώστε να καταδικαστεί ο Καβράκος σε θάνατο, ενώ ο «φετφάς» θα ισχύσει για σχεδόν είκοσι χρόνια, όταν και τον συνέλαβαν τα εξτρεμιστικά μέλη του Ο.Π.Λ.Α για να τον θανατώσουν με απάνθρωπο τρόπο…
Αναφέρουν οι μεταθανάτιοι διώκτες του ότι δεν πρόσφερε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και γι’ αυτό μετατέθηκε. Αλήθεια, ο σχεδόν εξηντάρης Καβράκος και με κλονισμένη την υγεία του δεν πρόσφερε στην πρώτη γραμμή και γι αυτό μετατέθηκε…
Στην παράδοση της πόλης των Αθηνών στους Γερμανούς στις 27 Απριλίου 1941 για τους φωνασκούντες διέπραξε την ύστατη προδοσία να είναι εκεί και, με διαταγή της διαφυγούσας κυβέρνησης του Εμμ. Τσουδερού στην Κρήτη, να υποδεχτεί τους κατακτητές.
Ακόμα και σε μία ηττημένη χώρα, όμως, όπως ήταν η Ελλάδα, κάποιες δομές έπρεπε να λειτουργούν.
Η κυβέρνηση κατέφυγε στο εξωτερικό με σαφείς διαταγές ο Καβράκος να μην προβεί σε αντίσταση, ώστε να μην βομβαρδιστεί η Αθήνα, με ποιους άλλωστε;
Τους σπουδαστές της σχολής των Ευελπίδων, οι οποίοι αρνήθηκαν, βέβαια, να μείνουν στην κατακτημένη πρωτεύουσα και κατέφυγαν με την σειρά τους στο Αφρικανικό Μέτωπο;
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του κου Θεοδώρου Νημά στα «Τρικαλινά», τ.30, (2010) 7-150: «…τα αιματηρά επεισόδια της 2ας Φεβρουαρίου 1925 στα Τρίκαλα μέσα από τις εφημερίδες της εποχής», την οποία και ασπάζομαι, ενώ αξίζει να την μελετήσετε, ο Τρικαλινός Στρατηγός Καβράκος έδρασε «ψύχραιμα… ο στρατός προκλήθηκε και αναγκάστηκε να κάνει χρήση των όπλων, όμως, εάν δεν ήταν ο ίδιος αλλά κάποιος άλλος, ίσως οι νεκροί να ήταν πιο πολλοί»…
Φιλόλογος