Ο ΝεοOθωμανισμός του Ερντογάν
Γράφει ο Μάρκος Τρούλης*
Οι αναλύσεις για τη σύγχρονη Τουρκία και το νεοοθωμανισμό έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Ολοένα και περισσότερα κείμενα γράφονται από ανθρώπους, οι οποίοι διαθέτουν την απαιτούμενη γνώση.
Γι’ αυτό το λόγο, δε θα πρωτοτυπήσω λέγοντας ότι ο Νταβούτογλου έφυγε, αλλά ο νεοοθωμανισμός είναι παρών. Άλλωστε, πάντοτε ήταν παρών, ακόμη και πολύ πριν την άνοδο του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης όταν καλούμασταν – ως Ελλάδα – να διαχειριστούμε τις κορώνες του Οζάλ ή του Ερμπακάν.
Η διάκριση, την οποία θα ήθελα να τονίσω στο παρόν κείμενο, είναι εκείνη μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής διάστασης του νεοοθωμανισμού.
Όσον αφορά την εξωτερική διάσταση, οι περισσότεροι είμαστε γνώστες του τουρκικού επεκτατισμού με άξονα αναφοράς τα εδάφη της άλλοτε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και ευρύτερα έως τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Πυλώνες του επεκτατισμού είναι τόσο η «τουρκικότητα» όσο και η θρησκεία.
Συντονισμένα, το τουρκικό κράτος επικαλείται κοινές ταυτοτικές αναφορές στη βάση είτε ενός φαντασιακά οριζόμενου τουρκικού έθνους είτε του Ισλάμ. Αποπειράται να αναθεωρήσει συνθήκες και να δορυφοριοποιήσει κράτη με πολιορκητικούς κριούς πληθυσμούς, που το ίδιο εκλαμβάνει ως «συγγενείς».
Η εσωτερική διάσταση του νεοοθωμανισμού είναι και η πλέον παραμελημένη. Παρακολουθώντας ορισμένες αναλύσεις των πρόσφατων δηλώσεων του Ερντογάν σχετικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης, η εσωτερική διάσταση αποτυπώνεται ως πτυχή της διακομματικής διαπάλης στην Τουρκία και μιας επικοινωνιακής στρατηγικής αλλαγής της ημερήσιας διάταξης.
Σίγουρα, υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας σε μια τέτοια προσέγγιση. Ωστόσο, λησμονείται η φράση του Νταβούτογλου, η οποία νομίζω ότι έχει τη σημασία της:
«Οι κοινωνίες οι οποίες έχουν στέρεες δομές και κατέχουν μία πολύ ισχυρή αίσθηση του ανήκειν και της ταυτότητας, που οφείλεται στην κοινή αντίληψη του χρόνου και του χώρου και μπορούν με αυτή την αίσθηση να κινητοποιήσουν τα ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά και οικονομικά στοιχεία έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν στρατηγικά ανοίγματα ικανά να ανανεώνονται συνεχώς».
Σε συνάρτηση με την εξωτερική διάσταση, αυτό σημαίνει ότι τα στρατηγικά ανοίγματα προς ισχυροποίηση προϋποθέτουν εσωτερική συνοχή και ταυτοτική ομοιογένεια στα πλαίσια ενός εθνοκράτους. Προς τούτο, η ταυτοτική συμπερίληψη των Κούρδων – επί παραδείγματι – από την Τουρκία κρίνεται επιβεβλημένη εφόσον αυτή επιθυμεί να ασκήσει επιθετικότερη και εξωστρεφή στρατηγική.
Είναι γεγονός ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει τεράστια διαχρονικά προβλήματα εσωτερικής συνοχής, ενώ σχεδόν το σύνολο των στρατηγικών επιλογών της – σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της – συνδέεται με αυτή την πραγματικότητα.
Η εμπέδωση της εσωτερικής συνοχής είναι μία διαδικασία η οποία απαιτεί δεκαετίες – ίσως και αιώνες – αλλά ο Ερντογάν βιάζεται να την επιτύχει μέσω της κήρυξης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και υλοποίησης γενικών εκκαθαρίσεων.
Μία τέτοια στρατηγική επιλογή υπό τέτοια πίεση χρόνου είναι υψηλού ρίσκου και απαιτεί ένα αφήγημα του κοινού εξωτερικού κινδύνου. Εφόσον ο Ερντογάν θα δυσκολευόταν ιδιαιτέρως να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη «ελληνικής απειλής», δημιουργεί ένα αφήγημα της κοινής εξωτερικής πρόκλησης και περνά ο ίδιος στην επίθεση.
Κατά συνέπεια, οι δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου είναι πλήρως συνυφασμένες με τη νεοοθωμανική ρητορεία τόσο στην εξωτερική διάστασή της όσο και στην εσωτερική.
Και οι δύο διαστάσεις αγγίζουν την Ελλάδα, καθώς η ακολουθούμενη στρατηγική υψηλού ρίσκου καθιστά τη γείτονα απρόβλεπτη και ενδεχομένως ανορθολογική. Δύναται κανείς να φανταστεί τι θα γίνει αν ο Ερντογάν επιλέξει να κλιμακώσει σε επιχειρησιακό επίπεδο;
Η Ελλάδα οφείλει να είναι πανέτοιμη καλλιεργώντας μία αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική και αναζητώντας, σε αυτό το πλαίσιο, συμμάχους ακόμη και μεταξύ των δυσαρεστημένων στην Τουρκία. Ο Ερντογάν έχει πιστούς φίλους αλλά και σφοδρούς πολέμιους.
Η αντιπολίτευση, έπειτα από τόσες εκλογικές ήττες, δείχνει αδύναμη να εξισορροπήσει την επιρροή του Προέδρου στο εσωτερικό. Άλλωστε, ας μη γελιόμαστε, πρόκειται για τους παλαιούς κεμαλιστές. Εντούτοις, υπάρχουν αντίρροπες δυνάμεις στο εσωτερικό, τις οποίες οφείλει να εκμεταλλευτεί οιοσδήποτε αντιλαμβάνεται την απειλή.
Η κριτική του Ερντογάν προς τη Συνθήκη της Λωζάνης ενέχει και το στοιχείο της κριτικής προς τον Κεμάλ. Παρενθετικά, βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα από την Ιταλία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ και τα νησιά του Β.Α. Αιγαίου κατελήφθησαν από τον ελληνικό στόλο κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Στη Λωζάνη, απλά επαναβεβαιώθηκε η ελληνικότητά τους και σταμάτησε κάθε περαιτέρω συζήτηση μέσω και της λεγόμενης αποστρατιωτικοποίησης. Αυτό είναι άλλο θέμα και, εξάλλου, η αλήθεια ελάχιστα ενδιαφέρει τον Τούρκο Πρόεδρο.
Ας επιστρέψουμε στα περί του Κεμάλ.
Ο Κεμαλισμός και η όλη φασίζουσα ιδιοσυστασία του συμβόλισαν τον εκδυτικισμό ala turca. Λατινικό αλφάβητο, ενδυμασία, ημερολόγιο, επίθετα και κυρίως η εδραίωση ενός εθνικού ιδεολογήματος, σύμφωνα με το οποίο η Τουρκική Δημοκρατία ανήκει στη δύση, αποξένωσαν το νέο κράτος από την Ανατολή και εν πολλοίς, από τη μουσουλμανική ανθρωπολογία του.
Ο εκ των άνω επιβαλλόμενος εκδυτικισμός έχει αφήσει τα στίγματά του και σήμερα, υπάρχει μία σαφής διάσταση μεταξύ των ανθρώπων που υπακούν στο παραδοσιακό μοντέλο διάρθρωσης της τουρκικής κοινωνίας και εκείνων – κυρίως στα δυτικά παράλια – που έχουν ενστερνιστεί το νεωτερικό πρότυπο.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το παράθυρο ευκαιρίας. Σε μία εποχή, που το χάσμα μεταξύ του δυτικότροπου μοντερνισμού και του Ισλάμ βαθαίνει, η Τουρκία βιώνει τις εν λόγω σεισμικές δονήσεις στο εσωτερικό της, ενώ η Ελλάδα αποτελεί – για ακόμη μια φορά στην ιστορία της – τον προμαχώνα της ευρωπαϊκότητας.
Η εκμετάλλευση του παραθύρου ευκαιρίας συνυφαίνεται με τη δυνατότητα μεταφοράς αυτού του «ιδεολογικού συνόρου» ανατολικότερα.
*Ο Μάρκος Τρούλης είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας