Το 1971 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 8.768.372. Το 2011 ο πληθυσμός μας αυξήθηκε σε 10.787.690 σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των δύο αυτών απογραφών.
Παρατηρούμε μια αριθμητική αύξηση των 2 εκατ. ανθρώπων περίπου και αντίστοιχη ποσοστιαία, της τάξεως του 22,8%.
Ο αριθμός της σπουδάζουσας νεολαίας το 1971 ανήρχετο συνολικά σε περίπου 16.300 φοιτητές Α.Ε.Ι αθροιζόμενοι με τους μαθητές των τότε Κ.Α.Τ.Ε.Ε.
Το 2011 ο αριθμός αυτός , δηλαδή φοιτητών σε Α.Ε.Ι και Τ.Ε.Ι , ανήρχετο σε 139.700 περίπου. Διαπιστώνουμε μια αριθμητική αύξηση των 123.400 σπουδαστών περίπου και αντίστοιχη ποσοστιαία της τάξεως του 775% !!!!!
Είναι πράγματι εντυπωσιακή η αναντιστοιχία των αριθμών αυτών όταν σε μια χώρα που ο πληθυσμός της σε 40 χρόνια αυξήθηκε μόνο κατά 22,8% η σπουδάζουσα νεολαία της στο ίδιο χρονικό διάστημα αυξήθηκε κατά 775%!!!
Είναι η δίψα των Ελλήνων για μόρφωση άραγε; Είναι μήπως η μεγέθυνση της παραγωγικής μας διαδικασίας που επέβαλλε τέτοια γεωμετρική και αλματώδη αύξηση; Είναι ο ερευνητικός τομέας που εκτοξεύθηκε στην Ελλάδα και απαίτησε τέτοιο όγκο επιστημόνων; Είναι μήπως η ευκολότερη πρόσβαση- που επήλθε την τελευταία 40ετία- στην δημόσια εκπαίδευση και επέτρεψε σε έναν ικανό αριθμό Ελλήνων να εκπαιδευτεί περισσότερο και καλύτερα;
Από αρχαιοτάτων χρόνων ο Έλληνας ήταν φιλομαθής ,εξερευνητής, αναζητητής και σκαπανέας της γνώσης. Η ανάγκη και η επιθυμία του να μορφωθεί έχει καταγραφεί σε διάφορες περιόδους από συστάσεως του νέου Ελληνικού κράτους με αποκορύφωμα την τελευταία 40ετία.
Βεβαιώνεται από διάφορες επίσημες μελέτες ότι η Ελλάδα βρίσκεται πολύ ψηλά στο μέσο μορφωτικό δείκτη των Δυτικών χωρών και ακόμη ψηλότερα στον αντίστοιχο ανώτερο μορφωτικό . Επίσης είναι επιβεβαιωμένο ότι η Ελληνική οικογένεια δαπανά μεγάλα ποσά από το υστέρημά της επενδύοντας στη μόρφωση των παιδιών της.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν σοβαρές αιτιολογήσεις στην αναντιστοιχία της αύξησης των ποσοστών, δεν είναι όμως αρκετές.
Από το 1974 και μέχρι τις μέρες μας υπήρξε ένα παλιρροϊκό κύμα συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που εξελίχθηκε σε καταστροφικό «τσουνάμι».
Η επίσημη Πολιτεία προς άγρα ψήφων διαφήμισε τη μόρφωση ως αποκλειστικό εφόδιο κοινωνικής καταξίωσης και επαγγελματικής επιτυχίας.
Δημιούργησε δεκάδες έως και εκατοντάδες ομοειδείς σχολές χωρίς μελέτη και πρόβλεψη για το μέλλον , χωρίς καμία σύνδεση με τις ανάγκες της αγοράς και φυσικά με ασφυκτικό περιορισμό της παραγωγικής διαδικασίας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κατέστησε με τις μεθόδους της αυτές, βέβαιη την αύξηση του ποσοστού της ανεργίας των πτυχιούχων πάσης φύσεως.
Για να καλύψει το μέγα λάθος της ανακηρύχθηκε η ίδια σε μέγα εργοδότη, προσλαμβάνοντας στρατιές τιτλούχων όλων των βαθμίδων , τοποθετώντας τους μάλιστα σε θέσεις ακόμα και άσχετες με τις σπουδές τους. Κάποια στιγμή στις μέρες μας το σύστημα «μπούκωσε», ανήρτησε την πινακίδα «ΚΛΕΙΣΤΟ» και δημιούργησε αυτόματα μια νέα ομάδα ανέργων που αποκλειστικός σκοπός και στόχος των σπουδών τους ήταν να προσληφθούν από τον χρεωκοπήσαντα εργοδότη τους το πολύπαθο ελληνικό δημόσιο.
Την ίδια 40ετία η εγχώρια βιομηχανία «πέθανε» ή καλύτερα «εκτελέστηκε» από τους κυβερνώντες, η μικρή βιοτεχνία διαλύθηκε και η έρευνα ……δεν ξεκίνησε ποτέ. Χάθηκαν έτσι εκατομμύρια θέσεις εργασίας και δημιουργήθηκε συνωστισμός πτυχιούχων και μη, για θέσεις που έπρεπε να καλύπτονται ανάλογα με την εκπαίδευση ενός εκάστου.
Όλοι ανεξαιρέτως αγωνιζόντουσαν για τον επιούσιο και μια θέση στον ήλιο ανεξαρτήτως επιπέδου σπουδών ή εξειδίκευσης. Έτσι «θέριεψε» το ρουσφέτι και τάισε όλες τις μεταπολιτευτικές γενιές μέχρι και σήμερα και δυστυχώς συνεχίζει να τις ταΐζει. Επαγγέλματα όπως του υδραυλικού ή του ηλεκτρολόγου βαφτίστηκαν «παρακατιανά» , αυτό δε του αγρότη προς εξοβελισμό.
Επίσης η Πολιτεία δια των θεσμών της – που σπάνια λειτούργησαν επ’ ωφελεία του δημοσίου συμφέροντος- δηλαδή της Πανεπιστημιακής κοινότητας, υποδαύλισε έως και εκκόλαψε τη διασπορά πάσης φύσεως σχολών σε κάθε γωνιά της Ελλάδος με σκοπό, να αναπτυχθούν οι τοπικές κοινωνίες μέσα από την ανοικοδόμηση και στη συνέχεια ενοικίαση διαμερισμάτων και την εγκαθίδρυση μιας τοπικής οικονομίας βασισμένης στα φοιτητικά στέκια πάσης φύσεως.
Οι γονείς φυσικά αιμοδοτούσαν αγόγγυστα την στρεβλή αυτή ανάπτυξη αλλά ποιος τα λογάριαζε αυτά αφού « τότε δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα». Η δε Πανεπιστημιακή κοινότητα είχε καταπιεί το αμίλητο νερό, αφού οι καθηγητικές έδρες πολλαπλασιαζόντουσαν, οι «ιπτάμενοι» καθηγητές έγιναν καθεστώς, τα ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτήθηκαν αφειδώς από την Ε.Ε και το Ελληνικό κράτος και τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα κατέπεφταν σε επίπεδο από το κακό στο χειρότερο.
Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειώσω ότι μετά το 1974 και την παλινόρθωση της Ελληνικής Δημοκρατίας επανήρθε δριμύτερος ο μύθος του πόθου των Ελλήνων για το σχολείο. Σ’ ένα πολιτικό και πνευματικό περιβάλλον διαπνεόμενο από εξισωτικά και αντικομφορμιστικά συνθήματα και συναισθήματα, η επιθυμία για ισότητα αποτέλεσε το ευνοϊκό υπόστρωμα για τη γενίκευση της θέσης ότι οι εκπαιδευτικές ανισότητες στην Ελλάδα ήταν το μείζον πρόβλημα λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών.
Στη συγκυρία αυτή το θέμα έγινε γραμμικό. Αποτέλεσε, διαβρωτικό ισχυρής μάλιστα δόσης, η αιτίαση ότι η μόρφωση αποτελεί το μόνο εφόδιο κατανόησης, ελέγχου και συμμετοχής στους θεσμούς. Ανακριβές έως και ψευδές αφού η μόρφωση αποτελεί γενικά εφόδιο στη ζωή του ανθρώπου αλλά όχι μοναδικό και σίγουρα όχι πάντα κυρίαρχο.
Στην γενική αυτή κατεύθυνση το αρμόδιο όργανο της πολιτείας δηλαδή το Υπουργείο Παιδείας ουδέποτε συνεργάστηκε με τα συναρμόδια Υπουργεία για να καθορίζει τον κατά καιρούς αναγκαιούντα αριθμό εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ως τέτοια χαρακτηρίζονται το Υπουργείο Εμπορίου και το Υπουργείο Εργασίας (πραγματικές ανάγκες της αγοράς), το Υπουργείο Ανάπτυξης (νέες τεχνολογίες και έρευνα) και το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης (πρωτογενής παραγωγή). Θα μπορούσα να αναφέρω κι άλλα όμως η οικονομία του γραπτού χώρου και του χρόνου του αναγνώστη προέχει.
Θα αναρωτηθεί κάποιος δικαίως , όπως διερωτώμαι κι εγώ .Πώς να συνεργαστεί το Υπουργείο Παιδείας αφού η κύρια ασχολία του ήταν η εκάστοτε ακροβατική και εισαγόμενη πολλές φορές αλλαγή του εκπαιδευτικού μας συστήματος για την οποία επαίρετο ο εκάστοτε Υπουργός ως τη μοναδική λύση στο πρόβλημα της μόρφωσης. Αν πλησιάσει κάποιος τα κάγκελα ενός οποιουδήποτε δημόσιου δημοτικού σχολείου την ώρα της γυμναστικής θα διαπιστώσει τι «θαύμα» επέτυχαν οι Υπουργοί Παιδείας της μεταπολίτευσης.
Και μη μου πείτε ότι η γυμναστική είναι δευτερεύον μάθημα γιατί αποφοιτούν πολλοί πτυχιούχοι γυμναστές κατ’ έτος στην Ελλάδα. Ανθυπομειδιώ βέβαια στη σκέψη και μόνο, ότι στο ένα και μοναδικό Γυμνάσιο Καρπάθου, ένας θεολόγος χρειάζεται 23 (νεοδιοριζόμενος) και 18 (λίγο παλιότερος) ώρες διδασκαλίας , την εβδομάδα , για να αποδειχθεί η συμμετοχή του στην εκπαίδευση όταν το σύνολο των διδασκομένων θρησκευτικών δεν ξεπερνά τις 8 ώρες την εβδομάδα και τις υπόλοιπες τις συμπληρώνει – άκουσον άκουσον – με γραμματειακή υποστήριξη , ώρες βιβλιοθήκης και άλλες τέτοιες μπούρδες.
Για να επανέλθω όμως στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στην ανεργία που είναι και το κύριο θέμα μου θα αναφέρω ένα ακόμη τρανταχτό παράδειγμα που δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση.
Το 1971 η Αλεξανδρούπολη είχε πληθυσμό 25.529 κατοίκους και λειτουργούσαν τότε εκεί 7 φαρμακεία. Το 2011 η ίδια πόλη είχε πληθυσμό 58.125, ποσοστό αύξησης 128%. Σήμερα λειτουργούν εκεί 55 φαρμακεία ποσοστό αύξησης 800% περίπου !!!! Ερώτηση χωρίς απάντηση.
Τόσο πολύ αυξήθηκαν οι ανάγκες σε φαρμακεία ή τροποποιήθηκαν έτσι οι νόμοι ώστε να ανοίγουν φαρμακεία εκεί που δεν απαιτούνται. Μήπως πολλαπλασιάστηκαν οι νοσούντες τόσο πολύ, κι αν ναι γιατί τα φαρμακεία φορτώθηκαν από τσόκαρα μέχρι καλλυντικά και βαφές μαλλιών.
Εύκολα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι απόφοιτοι των Φαρμακευτικών Σχολών πλεονάζουν και είναι αρκετά πιθανό αρκετοί εξ αυτών να παραμένουν νέοι και μακροχρόνια άνεργοι. Αν συνυπολογίσουμε δε , ότι οι απόφοιτοι της φαρμακευτικής έχουν το μεγαλύτερο δείκτη απορρόφησης στην ελληνική αγορά, σκεφτείτε τι γίνεται ας πούμε για παράδειγμα στην αρχιτεκτονική σχολή όπου οι δείκτες απορρόφησης τείνουν στο μηδέν!!!!!
Θα ήθελα τέλος να επισημάνω την καλλιεργηθείσα λογική μιας μεταπολιτευτικής , διαστρεβλωμένης και πλήρως άρρωστης αντίληψης που σαν μαζικό μήνυμα διαπέρασε αλλά και έπεισε κάθετα και οριζόντια την ελληνική κοινωνία. Το μήνυμα που υιοθετήθηκε ήταν «διάβασε παιδί μου για να μην σκάβεις !!!» και αποτέλεσε ταυτόχρονα και την προτροπή της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας, ασκώντας εντονότατες πιέσεις στο τέκνο της να ακολουθήσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση σπουδάζοντας χωρίς να εξεταστεί από κανέναν ,αν αυτό ήταν και παραμένει σκόπιμο και δυνατό.
Η πρωτογενής παραγωγή εγκαταλείφθηκε , η ύπαιθρος ερήμωσε και η πανάκεια του πτυχίου τελικά δεν έφερε καν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Το μεγαλύτερο δε δυστύχημα είναι ότι κανένας δε γυρίζει πίσω στην πατρογονική γη για να την καλλιεργήσει αφού απουσιάζουν παντελώς τα κατάλληλα κίνητρα από την πολιτεία.
Για όλους τους παραπάνω λόγους οι νέοι και οι νέες μας σπούδαζαν και σπουδάζουν κατά χιλιάδες και μοιραία………. μεταναστεύουν. Η δε Πατρίδα μας χάνει πολύτιμα μυαλά, γνώσεις και δισεκατομμύρια που δαπανήθηκαν για το σκοπό αυτό και φυσιολογικά πτωχαίνει σε ικανό και άξιο έμψυχο δυναμικό.
Η άφρονα πολιτική των κυβερνώντων επί δεκαετίες , με την συνεπικουρία κάποιων περισπούδαστων Πανεπιστημιακών μας, διόγκωσαν στα χρόνια που πέρασαν το ζήτημα των ανέργων πτυχιούχων, στη δε περίοδο της σημερινής διαρκούς υφεσιακής κρίσης το πρόβλημα γιγαντώθηκε και ξέφυγε από κάθε έλεγχο.
Ποιος θα το πίστευε ότι θα έχουμε γιατρούς ταξιτζήδες – με όλο το σεβασμό προς όλα τα επαγγέλματα- και τηλεφωνητές στη WIND, αρχιτέκτονες!!!
Σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης των θεσμών και των αξιών, στην Ελλάδα που πεινάει και πένεται, στην Ελλάδα που αγωνιά για το μέλλον των παιδιών της οφείλουμε όλοι μαζί να δούμε την αλήθεια κατάματα και να επανασχεδιάσουμε το μέλλον μας. Με ειλικρίνεια και τόλμη να κάνουμε μια βαθιά ενδοσκόπηση αναζητώντας που φταίξαμε ατομικά αλλά και συλλογικά. Που παρασυρθήκαμε με αποτέλεσμα να διασυρθούμε τελικά.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι, μη επιδεχόμενοι αμφισβήτησης και δυστυχώς τα ποσά είναι ανάλογα και όχι αντιστρόφως ανάλογα.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση οφείλει να είναι προσαρμοσμένη και επίκαιρη με τις ανάγκες των καιρών. Η μόρφωση είναι πράγμα μέγιστο και πρέπει να είναι προσπελάσιμη σε όλους ανεξαιρέτως, με ίσες ευκαιρίες και ίσες δυνατότητες. Αυτό επιτάσσει το Σύνταγμα και η Δημοκρατία μας.
Ο διάλογος, η αλήθεια, και η ενημέρωση είναι υποχρέωση των εκάστοτε κυβερνώντων και όχι η χρήση της Παιδείας για προσπορισμό ψήφων, με όρους λαϊκισμού και ωραιοποίησης. Οι Έλληνες είναι πανέξυπνος λαός όταν δεν φροντίζουν οι ταγοί τους να τους αποκοιμίζουν με πολιτικά τερτίπια.
Αρκεί να τους λέμε πάντα την ΑΛΗΘΕΙΑ και μόνο την ΑΛΗΘΕΙΑ.
Χρήστος Γ. Χρηστίδης
Αντισυνταγματάρχης ε.α