Προφυλακιστέος κρίθηκε ο Ανδρέας Μαρτίνης, ενώ η γυναίκα του αφέθηκε ελεύθερη με εγγύηση 600.000 ευρώ. Νωρίτερα, ο κ. Μαρτίνης είχε οδηγηθεί στον ανακριτή διαφθοράς για τις κατηγορίες ξεπλύματος βρώμικου χρήματος μέσω της αγοράς ακινήτων.
Ο πρώην πρόεδρος του Ερρίκος Ντυνάν, ο οποίος συνελήφθη την περασμένη Δευτέρα, κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για το μαύρο χρήμα και την κατάληξή του σε off shore στη Λιβερία μέσω ελβετικών τραπεζών.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας, από τους λογαριασμούς της γερμανικής Hospitalia International έφυγαν 3,1 εκατ. γερμανικά μάρκα τα οποία τελικά κατέληξαν στην εταιρία Mijas Ltd. Εν συνεχεία μετατράπηκαν σε δολάρια και κινήθηκαν στους ελβετικούς λογαριασμούς που διατηρούσε το ζεύγος Μαρτίνη.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η μίζα δόθηκε στον Α. Μαρτίνη ούτως ώστε να πείσει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του νοσοκομείου να ανάψουν το «πράσινο φως» και να συναφθεί σύμβαση με τη γερμανική Hospitalia για την παροχή νοσοκομειακού και ξενοδοχειακού υλικού. Κι όλα αυτά παρότι η προσφορά της ήταν ακριβότερη από τις υπόλοιπες.
Στην προηγούμενη κατάθεσή του στον ανακριτή, ο κ. Μαρτίνης είχε δηλώσει ότι “τα χρήματα είναι από περιουσία για γυναίκας μου που η οικογένεια της είναι γνωστό ότι είχε δραστηριότητα στο εξωτερικό.
Είναι φορολογημένα και πρώτα ο θεός όταν βγει η απόφαση του εφετείου θα δείτε πως δικαιολογούνται. Τα χρήματα μπήκαν σε λογαριασμό δικηγόρου, ο οποίος έκανε τη σύμβαση με τη συγκεκριμένη εταιρεία. Ήταν η μόνη εταιρεία που έδινε unblock για να την εξοφλήσει το νοσοκομείο. Υπενθυμίζω ότι πρόκειται για σύμβαση μεταξύ δυο εταιρειών γερμανικών και ο δικηγόρος είναι ξάδερφος της συζύγου μου”, πρόσθεσε.
Φοβούνταν ότι θα διαφύγει στο εξωτερικό
Η έρευνα για την υπόθεση του Ανδρέα Μαρτίνη και της συζύγου του γινόταν κάτω από άκρα μυστικότητα καθώς οι δικαστικές Αρχές είχαν βάσιμες υποψίες ότι ο πρώην πρόεδρος του Ερρίκος Ντυναν θα προσπαθούσε να διαφύγει στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Ελβετία αν είχε καταλάβει ότι η έρευνα σε βάρος του έφτανε στο τέλος.
Μάλιστα ο φόβος των δικαστικών Αρχών για τη φυγή του Ανδρέα Μαρτίνη αποτυπώνεται και στο έγγραφο του ανακριτή με το οποίο διαστάσει τη σύλληψη του.
Χαρακτηριστικά ο δικαστικός λειτουργός αναφέρει:
«τα προαναφερόμενα στοιχεία καθιστούν τα εν λόγω πρόσωπα όχι μόνο ύποπτα φυγής, από το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα διαπιστώσουν ότι τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί από τη Δικαιοσύνη θα μπορούσαν να κριθούν ικανά για τη λήψη σε βάρος τους των πλέον επαχθών μέτρων δικονομικού καταναγκασμού αλλά και ύποπτα παρέμβασης και αλλοίωσης της πραγματικής κατάστασης, ενδεικτικά με την απόκρυψη ή μετακίνηση χρηματικών ποσών, η οποία πέραν ανάσχεσης του εκκρεμούς δικαστικού ελέγχου, συνιστά τέλεση νέων εγκλημάτων, πράγμα άκρως πιθανολογούμενο από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πράξεων που τους αποδίδονται, ιδίως δε ενόψει της ιδιαίτερης απαξίας που προσδίδει στις ερευνώμενες πράξεις η ιδιαίτερα μεγάλη αξία της περιουσίας πρόεκυψε από τη πράξη της απάτης.
«Δεδομένου του κύκλου των γνωριμιών και σχέσεων που ανέπτυξε ο εν λόγω κατηγορούμενος επί δεκαετίες πρόεδρος του ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και πέραν της δεκαετίας πρόεδρος του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ερρίκος Ντυνάν, όχι μόνο με Έλληνες κρατικούς και μη αξιωματούχος αλλά και με πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στην αλλοδαπή.
Eνδεικτικά τους υπεύθυνους για το άνοιγμα και την κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών του, κρίνεται ότι ο ίδιος δύναται να χρησιμοποιήσει ακόμη και τις εν λόγω διασυνδέσεις, προκειμένου είτε να συσκοτίσει ή τουλάχιστον να επιβραδύνει τις έρευνες των δικαστικών αρχών για ζητήματα του, λόγω του όγκου και της φύσης των δεδομένων, καθώς και των ιδιαίτερα χρονοβόρων διαδικασιών σε επίπεδο ελεγκτικού μηχανισμού και δικαστικών συνδρομών, δεν έχουν ακόμα διαλευκανθεί πλήρως, είτε προκειμένου να διαφύγουν στο εξωτερικό. Κατά συνέπεια θα πρέπει, επειδή σύμφωνα με τα ανωτέρω, προκύπτει σκοπός φυγής αυτού, να διαταχθεί η σύλληψη του.»