Στον Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου προσέφυγε καταθέτοντας μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου στρατιωτικού προσωπικού στο Λ.Σ και του ΓΕΝ ο Πλωτάρχης ε.α. Παναγιώτης Σταμάτης ΠΝ.(φώτο αρχείου)
Όπως εξηγεί οι απόστρατοι του Π.Ν ή του Λ.Σ ( εκ Π.Ν) δεν μπορούν – παρά την υπηρεσία τους- στο Πολεμικό Ναυτικό να αποκτήσουν πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας ώστε να εργαστούν σε πλοία του Εμπορικού Ναυτικού. Την μηνυτήρια αναφορά ανάρτησε ο ίδιος στην ομάδα του Facebook “Λιμενικά Δρώμενα”.
Πάντως δεν είναι η πρώτη φορά που ο εν λόγω Πλωτάρχης ε.α προσφεύγει στη δικαιοσύνη. Είχε μηνύσει τον Γιώργο Παπανδρέου, αλλά είχε κάνει και πολλές προσφυγές στη δικαιοσύνη για τις περικοπές των στρατιωτικών.
Είχε στείλει εξώδικο στην ΕΑΑΝ και ζητώντας ευθύνες από την διοίκησή της, γιατί όπως υποστηρίζει δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει τις παράνομες περικοπές των συντάξεων των αποστράτων. Έστειλε εξώδικο προς το ΓΕΝ με το οποίο είχε πεί ότι θα ασκούσε όλα τα νόμιμα δικαιώματά του μέσω της Δικαιοσύνης για το “κούρεμα” στα Μετοχικά Ταμεία.
Ενώ είχε στείλει και εξώδικο στον Ειδικό Γραμματέα και πρόεδρο της Επιτροπής για το νέο μισθολόγιο προειδοποιώντας ότι θα χρησιμοποιήσει όλα τα ένδικα μέσα σε περίπτωση που υπάρξουν νέες περικοπές.
ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΟΥ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αρ. πρωτ. 2512/17-5-2016
ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ
Του Παναγιώτη Σταμάτη του Δημητρίου, Πλωτάρχη του Πολεμικού Ναυτικού ε.α. κατοίκου Αθηνών, (panos_stamatis@yahoo.gr)
ΚΑΤΑ
ΠΑΝΤΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ – συμμέτοχου και εμπλεκομένου, αρμοδίου Στρατιωτικού προσωπικού του ΛΣ-ΕΛ/ΑΚΤ και του ΓΕΝ, που θα προκύψει από την εισαγγελική έρευνα.
***************************************
Αξιότιμε κ. Εισαγγελεύ,
Πρόσφατα περιήλθαν σε γνώση μου κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει κατά την άποψή μου, τέλεση άδικων και ποινικά επιλήψιμων πράξεων, εκ μέρους οργάνων δικαιοδοσίας Σας, αυτεπαγγέλτως διωκόμενες και μάλιστα κατ’ εγγύτατο νομικό χαρακτηρισμό, ενδεικτικά: (259 ΠΚ και 55 ΣΠΚ) καθώς και οποιουδήποτε άλλου αδικήματος που θα προκύψει από την εισαγγελική έρευνα.
Ι. ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ (Κρίσιμα νομικά και πραγματικά περιστατικά)
Το 2012, Απόστρατοι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) κατήγγειλαν στον Συνήγορο ότι η αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου απέρριψε αίτημά τους για συμμετοχή στις διαδικασίες εκπαίδευσης και ελέγχου στο Κέντρο Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού (ΚΕΣΕΝ). Η αιτιολογία της απόρριψης ήταν ότι δεν είναι κάτοχοι αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας, καθώς υπερισχύει του Βασιλικού Διατάγματος (ΒΔ) του 1954, η Διεθνής Σύμβαση STCW 1978 (Ν.1314/1983), όσον αφορά τα ελάχιστα επίπεδα εκπαίδευσης ναυτικών.
Οι διατάξεις του ανωτέρω ΒΔ ορίζουν ότι οι απόστρατοι μόνιμοι αξιωματικοί του ΠΝ αποκτούν αυτοδικαίως αποδεικτικά ναυτικής ικανότητας (δίπλωμα ή πτυχίο Εμπορικού Ναυτικού), υπό την προϋπόθεση ότι δεν κατέστησαν απόστρατοι λόγω επαγγελματικής ανικανότητας. Παράλληλα, η Διεθνής Σύμβαση ορίζει τις ελάχιστες υποχρεωτικές απαιτήσεις και τα πιστοποιητικά ναυτικής ικανότητας τα οποία οφείλουν να κατέχουν οι υπηρετούντες στα εμπορικά πλοία. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της περιουσίας στην θάλασσα, καθώς και για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Ο Συνήγορος του Πολίτη διατύπωσε την άποψη ότι οι διατάξεις του ΒΔ δεν έχουν καταργηθεί από αντίστοιχες διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως. Συνεπώς, συνεχίζουν να ισχύουν παρέχοντας το δικαίωμα σε απόστρατους αξιωματικούς του ΠΝ να αποκτούν αυτοδίκαια αποδεικτικά ναυτικής ικανότητας. Επίσης, τόνισε ότι οι απόστρατοι αξιωματικοί του ΠΝ θα πρέπει να διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις που ορίζει η παραπάνω Σύμβαση. Κατ’ επέκταση, η Διοίκηση οφείλει να παράσχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να υποστούν την προβλεπόμενη πρόσθετη εκπαίδευση και τις σχετικές εξετάσεις πιστοποίησης στο ΚΕΣΕΝ, ώστε να καταστούν δικαιούχοι πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας της Διεθνούς Συμβάσεως STCW 1978.
Το αρμόδιο Υπουργείο ενημέρωσε την Αρχή ότι πρόκειται να εκδοθεί απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου για το θέμα αυτό.
Μετά την παρέμβαση του Συνηγόρου εκδόθηκε ο Ν. 4150/2013με τον οποίο καταργούνται οι διατάξεις του ΒΔ του 1954, καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη περί απόκτησης αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας για τους προερχόμενους από το Πολεμικό Ναυτικό, το Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή και άλλες ειδικές κατηγορίες. Ωστόσο, ορίζεται ότι με Προεδρικό Διάταγμα (ΠΔ) το οποίο πρόκειται να εκδοθεί, θα καθορισθούν οι ελάχιστες υποχρεωτικές απαιτήσεις εκπαίδευσης σύμφωνα τη Διεθνή Σύμβαση και τις σχετικές κανονιστικές ρυθμίσεις. Επίσης, με το ίδιο ΠΔ θα καθορισθεί ο τρόπος απόδειξης και πιστοποίησης των νομίμων προσόντων των αξιωματικών, οι σχετικές διαδικασίες ελέγχου αυτών, θέματα σχετικά με την κάλυψη δαπανών φοίτησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Ο Συνήγορος του Πολίτη τονίζει την ανάγκη έκδοσης του προβλεπόμενου ΠΔ, σε σύντομο χρόνο, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα σε απόστρατους αξιωματικούς των προαναφερομένων «Σωμάτων» να καταστούν, κατόπιν εκπαίδευσης, κάτοχοι πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας της Διεθνούς Συμβάσεως STCW 1978.
Ακολουθεί η συγκεκριμένη διάταξη:
Άρθρο 30 του N. 4150/2013 Ρυθμίσεις σχετικές με τη χορήγηση αδειών ναυτικής ικανότητας στο Εμπορικό Ναυτικό (Αθήνα, 29 Απριλίου 2013, ισχύει από δημοσίευση).
« 1. Με διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Ναυτιλίας και Αιγαίου, καθορίζονται οι ελάχιστες υποχρεωτικές απαιτήσεις εκπαίδευσης για την απόκτηση πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας από τους αξιωματικούς που προέρχονται από το Πολεμικό Ναυτικό ή το Λιμενικό Σώμα Ελληνική Ακτοφυλακή, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η Διεθνής Σύμβαση STCW 1978, όπως αυτές έχουν εξειδικευθεί από τον κυρωτικό αυτής ν. 1314/1983 (Α΄ 2) και τις σχετικές κανονιστικές ρυθμίσεις. Με το ίδιο διάταγμα καθορίζεται ο τρόπος απόδειξης και πιστοποίησης των νομίμων προσόντων των αξιωματικών, οι σχετικές διαδικασίες ελέγχου αυτών, θέματα σχετικά με την κάλυψη δαπανών φοίτησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 2. Τα άρθρα 17−25 του β.δ. της 3/18.2.1954 (Α΄ 27), όπως και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη περί απόκτησης αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας για προερχόμενους από Πολεμικό Ναυτικό, Λιμενικό Σώμα Ελληνική Ακτοφυλακή και άλλες ειδικές κατηγορίες, κατά το μέρος που ρυθμίζουν την απόκτηση πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας με τρόπο διαφορετικό σε σχέση με την ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση και τις σχετικές κανονιστικές ρυθμίσεις, καταργούνται.»
Μη νόμιμα, δεν εξεδόθη μέχρι σήμερα το διάταγμα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 ν. 4150/2013, όσον αφορά τις ελάχιστες υποχρεωτικές απαιτήσεις εκπαίδευσης για την απόκτηση πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας από τους αξιωματικούς που προέρχονται από το Πολεμικό Ναυτικό ή το Λιμενικό Σώμα Ελληνική Ακτοφυλακή, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η Διεθνής Σύμβαση STCW 1978.
Αποτέλεσμα όλων των προαναφερθέντων είναι ότι, οι δικαιούχοι αξιωματικοί του ΠΝ ε.α. με τα διάφορα προσκόμματα, αλλαγές της νομοθεσίας και αδράνειας της Διοίκησης από το 2004 και εντεύθεν, να στερούνται του συνταγματικού δικαιώματος της εργασίας (Συντ. 22).
Συγκεκριμένα:
α) Η ως άνω ηθελημένη διοικητική αδράνεια εκδόσεως του διατάγματος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 ν. 4150/2013, επί 3 και πλέον έτη, καθιστά την νομοθετική επιταγή για προστασία των αξιωματικών ε.α του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος τους γράμμα κενό, και επομένως προσβάλλει την αρχή του κράτους δικαίου, τόσο υπό την τυπική, όσο και υπό την ουσιαστική του διάσταση (Συντ. 25)
β) Η παράλειψη αυτή σε συνδυασμό με τις μεγάλες περικοπές στις συντάξεις μας (άνω του 50%) μέχρι σήμερα στερεί τα αναγκαία μέσα διαβίωσης σε όσους τα έχουν ανάγκη και ως εκ τούτου προσβάλλει βάναυσα την αρχή του κοινωνικού κράτους και την προστασία της ανθρώπινης αξίας (Συντ. 2, 25), από τις οποίες συνάγεται η κρατική υποχρέωση διασφάλισης ενός ελάχιστου αξιοπρεπούς ορίου διαβίωσης.
Δεν είναι δυνατό την συγκεκριμένη περίοδο της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης της εποχής μας να μην μπορούν να εφοδιαστούν οι αξιωματικοί του ΠΝ ε.α. με τα απαραίτητα έγγραφα ώστε να δύνανται να εργαστούν σε εμπορικά πλοία και να συμπληρώσουν έτσι την πενιχρή τους σύνταξη, επειδή ορισμένες συντεχνίες (συνδικαλιστικές οργανώσεις) του κλάδου δεν επιθυμούν τη συμμετοχή μας στο επάγγελμα του αξιωματικού του εμπορικού ναυτικού.
Να σημειωθεί ότι όπως έχει αναφερθεί από την Ε.Ε.Ε. υπάρχει έλλειψη από το αναγκαίο προσωπικό στα πλοία τους και προσλαμβάνουν ναυτικούς από άλλες χώρες.
Ο Δόλος των δραστών
Από την αδράνεια των υπαλλήλων της Διοίκησης που είναι επιφορτισμένη με τη σύνταξη της υπηρεσιακής εισήγησης για την εκδήλωση νομοθετικής πρωτοβουλίας θέσπισης του διατάγματος προκύπτει ο σκοπός τους να αποστερήσουν παράνομα από τους αξιωματικούς ΠΝ και ΛΣ ε.α. την δυνατότητα συμπληρωματικής βιοποριστικής εργασίας.
Ο δόλος τους αυτός της παράνομης βλάβης μεγάλης μερίδας στελεχών του ΠΝ και ΛΣ τεκμηριώνεται με αβρότητα από το γεγονός ότι έχουν αντίστοιχη επίμονη όχληση από τον καθ’ ύλη αρμόδιο φορέα τον Συνήγορο του πολίτη.
Κατά διαφορετική προσέγγιση ο σκοπός τους κατευθύνεται και στην προσφορά παράνομου οφέλους στους συνδικαλιστές και εκπρόσωπους του κλάδου της Εμπορικής Ναυτιλίας, χάρη των οποίων με την αδράνεια τους διασφαλίζουν ένα σημαντικό ποσοστό ανταγωνισμού στην εξεύρεση εργασίας.
ΙΙ. ΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ (θεμελίωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς)
Α. Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ ¨υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη¨.
Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από την ανωτέρω διάταξη είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Πρόκειται για έγκλημα γνήσιο ιδιαίτερο, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α’ και 263 Α’ ΠΚ, στον οποίον έχει ανατεθεί δημόσια εξουσία κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, συνεπώς και οι υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις, σ’ αυτούς δε εντάσσονται και οι ανήκοντες στο προσωπικό του Λ.Σ, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β’ του ΣΠΚ.
Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, απαιτούνται α) παράβαση από τον υπάλληλο του υπηρεσιακού του καθήκοντος, όπως αυτό καθορίζεται από το νόμο ή διοικητική πράξη ή από ιδιαίτερες κατά νόμο οδηγίες της Προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του, β) δόλος του δράστη που περιέχεται στη βούληση του να παραβεί το καθήκον του και γ) σκοπός του δράστη, επιπλέον, να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς όμως να απαιτείται για την πραγμάτωση του εγκλήματος και η επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ. Α. Κονταξή, ό.π., σ. 2278-2279, με παραπομπές σε νομολογία και περαιτέρω ΑΠ 727/2000, ΑΠ 1035/2003, ΑΠ 1591/2007, ΑΠ 1153/2010, ΑΠ 549/2011, ΑΠ 298/2011, ΑΠ 28/2012 και ΑΠ 137/2012, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνον αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων, που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών ή οργανισμών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ (βλ. Α. Κονταξή, ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ, Τόμος Β’, 2000, σ. 2288-2289, ΑΠ 727/2000, ΠοινΧρον2001, σ. 63 και ΑΠ1153/2010, ό.π.).
Στις περιπτώσεις εκείνες όπου μια υπηρεσιακή ενέργεια αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια και κρίση των υπαλλήλων, παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος υπάρχει, όταν ο υπάλληλος παραβιάζει κατά την τέλεση ή την παράλειψη αυτής της ενέργειας τα κριτήρια και τον γενικότερο ή ειδικότερο σκοπό που προκύπτουν από το νόμο που διέπει τη συγκεκριμένη υπηρεσιακή δράση. Στο μέτρο που διακριτική ευχέρεια δεν σημαίνει απόλυτη ελευθερία δράσης εκ μέρους του υπαλλήλου, αλλά κρίση στο πλαίσιο μιας νομοθετικές, εξουσιοδότησης που καθορίζει κάποια κριτήρια και ένα σκοπό, βάσει των οποίων θα πρέπει να γίνει η αξιολόγηση των πραγματικών δεδομένων και να ληφθεί υπόψη η απόφαση στη συγκεκριμένη περίπτωση, παράβαση καθήκοντος συνιστά είτε η υπέρβαση εκ μέρους του υπαλλήλου της δοθείσας από το νόμο εξουσιοδότησης, είτε η καταχρηστική άσκηση της ευχέρειας αυτής (βλ Μπιτζιλέκη Τα υπηρεσιακά εγκλήματα σελ. 48-49).
Η παράβαση μπορεί να συντελεσθεί και με την κακή χρήση αυτής, την υπέρβαση δηλαδή των ακραίων ορίων της, τα οποία επιβάλλουν οι αρχές της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της αμεροληψίας της διοίκησης, της ισότητας και εξυπηρέτησης του σκοπού του νόμου ή με την κατάχρηση εξουσίας, η οποία υπάρχει στην περίπτωση που αν και δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη νόμου, η πράξη ασκείται για την εξυπηρέτηση σκοπού καταδήλως ξένου προς το σκοπό, στην οποία απέβλεψε ο νόμος, όταν δηλαδή είναι απόρροια ελατηρίων και κινήτρων που καταδήλως αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από εκείνον του νόμου (ΑΠ 208/12 ΠοινΔ 2012, 1042. Γνωμ. ΕισΑΠ 3/10 ΠΧ ΞΑ 472).
Ο δόλος του δράστη συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παράβασης των υπηρεσιακών του καθηκόντων (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος). Για να συντρέχει δε σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξη του, αφού ο όρος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, λογικά σημαίνει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επιπλέον ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο).
Έτσι, μεταξύ της πράξεως και του σκοπού του οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει μια τέτοια αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παράβασης καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι ο πρόσφορος τρόπος περιποίησης του σκοπούμενου οφέλους ή της βλάβης, πράγμα που συμβαίνει όταν το σκοπούμενο όφελος ή η βλάβη δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος, ο δράστης δε πρέπει να τελεί σε γνώση της εν λόγω προσφορότητας (βλ. Α. Κονταξή, ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ, ό.π., ΑΠ 28/2012, ΑΠ 1153/2010, ΑΠ 1035/2003, ό.π.). Συνιστά παράβαση καθήκοντος (εφόσον, εννοείται, συντρέχουν και οι λοιποί όροι του α. 259 ΠΚ), όταν ο υπάλληλος (ή δικαστής ή εισαγγελέας): α) δεν λαμβάνει υπόψη του έγγραφα που του προσκομίζονται (Δικ Αγωγών Κακοδ. 3/64 ΝοΒ 13.10, Φ. Αγγελής, ΝοΒ 13.97), γ) δίδει στα αποδεικτικά μέσα αποδεικτική αξία διαφορετική από αυτή που ορίζει ο νόμος, δ) λαμβάνει υπόψη του ανύπαρκτα στοιχεία, ε) δεν αιτιολογεί την κρίση του (16/95 ΔιατΕισεφΠατρ. ΤΝΠ 156880).
Β. Σύμφωνα με το άρθρο 55 ΣΠΚ. ¨Παράβαση και εκβίαση στρατιωτικής εντολής. 1. Στρατιωτικός που παραβαίνει στρατιωτική εντολή ή εξαναγκάζει ή παραπλανά άλλο στρατιωτικό σε παράβαση τέτοιας εντολής, τιμωρείται: α) Σε ειρηνική περίοδο, με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και αν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, με φυλάκιση. β) Σε πολεμική περίοδο, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ή φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και αν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, με κάθειρξη. Αν η πράξη τελέσθηκε ενώπιον του εχθρού επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Ως επιβαρυντικές περιστάσεις θεωρούνται : α) Η τέλεση της πράξης σε οχυρωμένη θέση, ναύσταθμο, αεροδρόμιο ή αποθήκη εκρηκτικών υλών. β) Η τέλεση της πράξης από αρχηγό θέσης. γ) Η χρησιμοποίηση όπλου για εξαναγκασμό σε παράβαση της εντολής¨.
Νομολογία: ΣυμβΝαυτΠειρ 163/2000 ΠοινΔικ 2002, 737 (με πρόταση Ν. Μακρή και παρατηρήσεις Ν. Ορνεράκη), ΠεντΣτρΛαρ90/1999 ΠοινΧρ ΝΑ΄ (2001), 179 29
ΠεντΣτρΑθ 1421/1998 ΠοινΔικ 1999, 836 ΠεντΣτρΑθ 580/1998ΠοινΔικ 1999, 582
ΠεντΝαυτΠειρ 748/1998 ΠοινΔικ 1999, 356 ΣυμβΝαυτΠειρ228/1997 Υπερ 1998, 615 (με πρόταση Γ. Δουβλέκα και παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη) ΠεντΣτρΑθ 861/1996 ΠοινΧρ ΜΖ΄ (1997), 145 ΣυμβΣτρΑθ 76/1996 ΠοινΧρ ΜΣΤ΄ (1996), 1157 (με πρόταση Γ. Σπυρόπουλου) ΣυμβΝαυτΠειρ 241/1996 Υπερ 1997, 1088 (με πρόταση Ν. Παπαδακάκη και παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη), ΠραξΑρχΕισΣτρΘεσ (Σ. Παπασταύρου), 771/1995 ΠοινΧρ ΜΖ΄ (1997), 592, ΣυμβΣτρΛαρ 53/1995 Υπερ 1996, 110 (με πρόταση Ι. Μποζίνη) ΣυμβΔιαρκΣτρΘεσ 712/1994 Υπερ 1995, 374 (με πρόταση Σ. Παπασταύρου) ΣυμβΔιαρκΣτρΚαβ 41/1994 Υπερ 1994, 632 (με πρόταση Α. Μπελαντώνα και παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη), ΣυμβΔιαρκΣτρΘεσ 508/1993 Υπερ 1994, 365 (με πρόταση Α. Παπαδαμάκη), ΣυμβΔιαρκΣτρΘεσ 496/1993 Υπερ 1994, 1162 (με πρόταση Ι. Μποζίνη), ΣυμβΔιαρκΣτρΚαβ 105/1992 Υπερ 1993, 383 (με αντίθετη πρόταση Σ. Τζιαμτζή και παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη), ΣυμβΔιαρκΣτρΛαρ 119/1992 Υπερ 1993, 682 (με πρόταση Π. Χριστοφοράκου), ΣυμβΔιαρκΣτρΑερΑθ 44/1992 Υπερ 1992, 924 (με πρόταση Ν. Ανθούλη) ΑΠ 1029/1991 ΠοινΧρ ΜΒ΄ (1992), 19 ΣυμβΔιαρκΣτρΚαβ 2/1991 Υπερ 1991, 935 (με πρόταση Σ. Τζιαμτζή) ΠεντΔιαρκΣτρΚρ 124/1990 ΠοινΧρ ΜΑ΄ (1991), 441 ΣυμβΔιαρκΣτρΑερΑθ 286/1986 93 (με πρόταση Α. Παπαδαμάκη) Αρμ 1987, 6ΣυμβΔιαρκΣτρΑερΑθ 259/1986 101 (με πρόταση Α. Παπαδαμάκη) Αρμ 1986, 1ΣυμβΔιαρκΣτρΚαβ 41/1994 Υπερ 1994, 632 (με πρόταση Α. Μπελαντώνα και παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη) ΔιαρκΣτρΛαρ 88/1981 ΠοινΧρ ΛΑ΄ (1981), 816 ΑΠ 506/1980ΠοινΧρ Λ΄ (1980), 674 (με πρόταση Α. Φλώρου).
Γ΄. Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 του ΠΚ, “χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος, εκτός αν ορίζεται άλλως”.
Επειδή, έχω το απαραίτητο έννομο συμφέρον (αρθ. 40 ΚΠΔ), είναι δε νόμιμη, βάσιμη, αληθής και τα περιγραφόμενα αδικήματα διώκονται αυτεπαγγέλτως (36 ΚΠΔ).
Επειδή, συμφώνως με την έννοια του μεν άρθρου 36 ΚΠοινΔικκαθιερώνεται η αρχή της αυτεπαγγέλτου ποινικής διώξεως η οποία μη υποκειμένη εις τύπον γίνεται άμα ο αρμόδιος εισαγγελεύς πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μηνύσεως ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτου (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε “άλλης ειδήσεως” όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντιλήψεως εξ επιστολής (και ανωνύμου έτι) ή και της κοινής φήμης όταν, εννοείται, εις την τελευταίαν αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελεύς σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ετελέσθη έγκλημα (Μπουρόπουλος όπου ανωτ. σελ. 57) παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικόν είτε φυσικόν, είτε ικανό προς καταλογισμόν είτε ακαταλόγιστον, το οποίον είναι φορεύς του εννόμου αγαθού, καθ’ ού στρέφεται η πράξη (Χωραφάς όπου ανωτ.).
Επειδή, τα πρόσωπα που διέπραξαν τα ανωτέρω αναφερόμενα αδικήματα είναι δυνατόν να προσδιορισθούν από την διενεργηθησοµένη ανάκριση.
Επειδή, οι ανωτέρω πράξεις τιμωρούνται από τις διατάξεις του Π.Κ. του Σ.Π.Κ.
Επειδή, με την παρούσα μηνυτήρια αναφορά δεν έχω σκοπό να δυσφημήσω ή να εξυβρίσω τους μηνυόμενους, αλλά υποβάλλω αυτή επειδή αντιλαμβάνομαι ότι έχουν διαπραχθεί οι αυτεπαγγέλτως αξιόποινες πράξεις και ως αξιωματικός έχω δικαιολογημένο συνταγματικό δικαίωμα και ενδιαφέρον, ηθικά και νομικά, καθώς αφενός μεν με όλα αυτά μειώθηκε επικίνδυνα το επί δικαίου αίσθημα και αφετέρου βλάφτηκα προσωπικά από τις παραλείψεις της Διοίκησης καθώς στερούμαι του νομίμου δικαιώματος της εργασίας.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκφράζω την άποψη ότι συντρέχουν οι αναγκαίες εκείνες ενδείξεις διάπραξης αξιόποινων πράξεων και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό βεβαιότητας ώστε να επιβάλλεται η ποινική τους αξιολόγηση και συνεπακόλουθα η τεκμηρίωση τους, η δε η υποχρέωση αυτή ανακύπτει από το νόμο ακόμη και όταν υπάρχουν απλές μόνο ενδείξεις για τέλεση της μηνυόμενης αξιόποινης πράξης ή υφίσταται ισχνή πιθανότητα να ευδοκιμήσει η εναντίον του μηνυομένου κατηγορία (ΑΠ Ολομ. 1/2005).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και με την ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος μου
ΕΞΑΙΤΟΥΜΑΙ
Την άμεση και ενδελεχή ποινική διερεύνηση του θέματος προκειμένου να ταυτοποιηθούν και εξατομικευτούν οι διαφαινόμενες ως τελεσθείσες αξιόποινες πράξεις, να συνδεθούν με τους φυσικούς αυτουργούς, να υποστούν οι υπόλογοι την κατά νόμο τιμωρία τους.
Επιπλέον δηλώνω παράσταση πολιτικής αγωγής για όλες τις ανωτέρω παράνομες και αξιόποινες πράξεις τους, για τη υποστήριξη της κατηγορίας και για χρηματική ικανοποίηση, (44) ευρώ, με επιφύλαξη αναζήτησης αξιώσεως μεγαλύτερης, ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, λόγω ηθικής και υλικής βλάβης επελθούσας σε εμένα από τις εν λόγω πράξεις.
Μάρτυρά μου προτείνω:
1.-Τον Αρχιπλοίαρχο εα (Ο) Ι,Β …………………
Προς απόδειξη όλων των παραπάνω, ζητώ να προβείτε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, προσάγω και επικαλούμαι τα κάτωθι σχετικά:
- Την απόφαση του Συνηγόρου του Πολίτη.
- 2. Ιστορικό Ενεργειών Απόκτησης Πιστοποιητικού Ναυτικής Ικανότητας στο Εμπορικό Ναυτικό
Αιτούμαι επικυρωμένο αντίγραφο της παρούσης αναφοράς.
Αθήνα, 17 Μαΐου 2016
Ο Μηνυτής και Πολιτικώς Ενάγων
Πλωτάρχης ε.α. Παναγιώτης Σταμάτης ΠΝ
Πηγή bloko.gr