Γράφει ο αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Σκυλάκης
Τα συνεχή δημοσιεύματα στον τύπο περί υπογραφής μυστικού πρακτικού έναρξης συζητήσεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νήσων του ανατολικού Αιγαίου, δημιουργεί εύλογα όχι μόνο ανησυχίες, αλλά και εκνευρισμό στην ελληνική κοινή γνώμη.
Το όλο θέμα εντείνεται και από την μη διάψευση των δημοσιευμάτων και φημών από την ελληνική κυβέρνηση.
Φυσικά δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο του πρακτικού-συμφωνητικού που υπογράφηκε από τους εκπροσώπους της Τουρκίας και Ελλάδος, Ιμπραήμ Καλίν και Ελένη Σουρανή και θέλουμε να πιστεύουμε ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα περί αποστρατικοποιήσεως οφείλονται σε κακόβουλες φήμες ή σε εσκεμμένη διοχέτευση φημών από την ελληνική πλευρά για άλλους σκοπούς.
Σε αντίθετη περίπτωση η ενέργεια αυτή αποτελεί στρατηγική ήττα της χώρας μας και θα έχει ολέθριες μελλοντικές επιπτώσεις για τον Ελληνισμό.
Η απευκταία αλλά πιθανή αποδοχή από την χώρα μας να συζητήσει κυριαρχικά της δικαιώματα συνιστά μια απαράδεκτη και αδικαιολόγητη υποχώρηση από τις πάγιες θέσεις της εξωτερικής πολιτικής της.
Οι όποιες πιέσεις από τρίτους διεθνείς δρώντες, όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία ή η ΕΕ, δεν αποτελούν δικαιολογία για να αποδεχθούμε ταπεινώσεις και να παραχωρήσουμε την εθνική κυριαρχία μας. Δεν έχουμε δικαίωμα να «πουλήσουμε» την πατρίδα μας και να την παραδώσουμε βορά στην Άγκυρα επειδή το επιθυμούν για τους δικούς τους λόγους κάποιοι τρίτοι, όσο ισχυροί και εάν είναι.
Αποστρατικοποίηση, σημαίνει αφοπλισμός, που με την σειρά του καθιστά τα νησιά μας παντελώς ανίσχυρα και ουσιαστικά εύκολη λεία για την Τουρκία. Ουσιαστικά παραδίδουμε αμαχητί όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου στην Άγκυρα.
Η Ελλάδα ακρωτηριάζεται και μετατρέπεται σε μια χώρα εξαιρετικά περιορισμένης γεωπολιτικής ισχύος, ελεγχόμενη από την γείτονα, η οποία αναγκαστικά πλέον θα της συμπεριφέρεται ως τουρκικό προτεκτοράτο.
Και αυτό γιατί εάν η χώρα μας προβεί σε μια τέτοια «ασύλληπτου παραλογισμού» συμφωνία χάνει κάθε στρατηγικό βάθος και τα μεγάλα πληθυσμιακά της κέντρα (Αθήνα-Θεσσαλονίκη) και όλη η ηπειρωτική χώρα μετατρέπονται σε παραμεθόρια περιοχή. Με τέτοια ενέργεια θα σημαίνει επιπρόσθετα και απώλεια συμμαχιών, καθόσον καμία χώρα δεν θα μας υπολογίζει.
Η αποδοχή της αποστρατικοποίησης σημαίνει συνθηκολόγηση και παράδοση στην Άγκυρα, που θα έχει διεξάγει μια στρατηγική νίκη κατά του Ελληνισμού, χωρίς να «ρίξει ούτε σφαίρα». Θα αποτελέσει δικαίωση της πολιτικής του εκφοβισμού που χρησιμοποιεί περίτεχνα η Τουρκία τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο φόβος και η ατολμία θα μας οδηγήσουν στην καταστροφή. Η αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τα νησιά μπορεί να παραλληλιστεί με την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, ενέργεια που οδήγησε στην τουρκική εισβολή το 1974 και στην κατοχή περίπου του 40% του εδάφους της κυπριακής δημοκρατίας.
Οι θιασώτες του αφοπλισμού υποστηρίζουν εκ του πονηρού ότι η αποχώρηση του στρατού μας μπορεί να είναι μερική και όχι ολική.
Δηλαδή να απομακρυνθούν τα βαρέα όπλα πυροβολικού, πυραυλικά συστήματα, αντιαεροπορικές συστοιχίες, άρματα μάχης, πλοία του πολεμικού ναυτικού, αεροπορικές δυνάμεις κλπ.
Να παραμείνουν στα νησιά μόνο τυφεκιοφόροι του πεζικού και αστυνομικές-λιμενικές μονάδες. Εάν όμως απομακρυνθούν τα βαρέα όπλα τα νησιωτικά συμπλέγματα θα είναι ανίσχυρα.
Οι υποστηρικτές της μερικής αποστρατικοποίησης είναι πιο επικίνδυνοι και από τους «λάτρεις του πλήρη αφοπλισμού» γιατί λειτουργούν υποχθόνια και κακόβουλα κατά της πατρίδος προσπαθώντας να παγιδεύσουν τον ελληνικό λαό.
Οι πιέσεις διεθνών παραγόντων πιθανότατα συνοδεύονται και από το «δόλωμα» του συμψηφισμού της αποστρατικοποίησης των νήσων με την αποχώρηση ή διάλυση της 4ης στρατιάς του Αιγαίου.
Οι προτάσεις περί αποχώρησης της τουρκικής στρατιάς 100 χλμ στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας ή ακόμα η μετακίνηση του αποβατικού στόλου της γείτονος από τις ακτές του Αιγαίου στον Βόσπορο και στην Προποντίδα στερούνται σοβαρότητας. Ο λόγος είναι απλούστατος
. Οι τουρκικές δυνάμεις έχουν την δυνατότητα μέσα σε μια μέρα να μετακινήσουν όσες στρατιωτικές, ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις επιθυμούν από το εσωτερικό της χώρας και από άλλες ακτές σε περιοχές απέναντι από τα ελληνικά νησιά.
Αντίθετα η Ελλάδα θα χρειαστεί μήνες για να δημιουργήσει τις αμυντικές υποδομές στα «εγκαταλελειμμένα νησιά», ενώ η όποια μεταφορά στρατευμάτων από την ηπειρωτική χώρα σε νήσους θα είναι εξαιρετικά δύσκολη και παρακινδυνευμένη.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το όλο θέμα είναι προϊόν φημολογίας και περιμένουμε κάποια διάψευση των δημοσιευμάτων από την κυβέρνηση. Σε περίπτωση που ισχύουν οι φήμες θεωρούμε ότι είναι απαράδεκτο και εξωφρενικό και μόνο που η χώρα μας δέχθηκε να συζητήσει αυτό το ζήτημα.
Το ενδεχόμενο μιας πιθανής συμφωνίας αφοπλισμού θα αποτελέσει μια τραγωδία για τον Ελληνισμό, ανάλογη της καταστροφής της Μικράς Ασίας και της εισβολής του 1974.
Το όνειρο του Ερντογάν περί αναθεώρησης της συμφωνίας της Λωζάννης, της υλοποίησης του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδος και της δημιουργίας ενός νέο-οθωμανικού πανίσχυρου κράτους στην ευρύτερη περιοχή της Αν. Μεσογείου και των Βαλκανίων θα αρχίσει να υλοποιείται, πρωτίστως λόγω της ελληνικής ανικανότητας και των φοβικών συνδρόμων των ελληνικών κυβερνήσεων διαχρονικά.
O Aντιστράτηγος ε.α Λάζαρος Σκυλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 4 Οκτωβρίου 1961. Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Ευελπίδων (1979-1983) ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού και συνέχισε την εκπαίδευσή του στη Σχολή Πυροβολικού.
Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις του όπλου του, μεταξύ των οποίων διετέλεσε διοικητής υπομονάδων και μονάδων πυροβολικού μάχης και αντιαεροπορικού πυροβολικού, αξιωματικός τακτικού ελέγχου, επιχειρήσεων και πληροφοριών.
Επίσης τοποθετήθηκε σε θέσεις επιτελείων σχηματισμών, διευθυντής στρατιωτικής εκπαίδευσης στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, καθώς και στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Υπηρέτησε στο ΓΕΕΦ (Κύπρο), στο Αφγανιστάν, ως αξιωματικός μελλοντικών επιχειρήσεων, και Ακόλουθος Άμυνας στην Κίνα.
Αποστρατεύτηκε το 2016, ως διοικητής του Πεδίου Βολής Κρήτης. Έχει αποφοιτήσει από όλα τα προβλεπόμενα σχολεία του όπλου του, την ΑΔΙΣΠΟ και την ΣΕΘΑ.
Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, του τμήματος Ιστορίας Χωρών Χερσονήσου του Αίμου και Τουρκολογίας, καθώς και μεταπτυχιακού τίτλου στις Στρατηγικές Σπουδές του τμήματος του Γαλλικού Πανεπιστημίου στην Αθήνα, Pari 2.