Η αποστροφή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη περί πρότασης από την αμερικανική εταιρεία «Λόκχιντ Μάρτιν» για την ιδιωτικοποίηση μέρους της ΕΑΒ έφερε στην επιφάνεια ένα παζλ το οποίο (και) η σημερινή κυβέρνηση επιχειρεί να επιλύσει προς όφελος της αποτελεσματικότητας μιας βιομηχανίας που είναι απαραίτητη για την υποστήριξη και τη συντήρηση κρίσιμων συστημάτων της Πολεμικής Αεροπορίας.
Η «Λόκχιντ Μάρτιν» αποτελεί τον μεγαλύτερο πελάτη της ΕΑΒ επί δεκαετίες και γι’ αυτό τον σκοπό η ελληνική κυβέρνηση βολιδοσκόπησε πριν από μερικούς μήνες τον αμερικανικό αεροναυτικό κολοσσό σχετικά με την πρόθεσή του να αναλάβει τμήμα της βιομηχανίας, μάλιστα εκείνο που αφορά τις επισκευές.
Τμήμα του σχεδίου είναι, ουσιαστικά, ο διαχωρισμός της ΕΑΒ σε δύο εταιρείες, μία εκ των οποίων θα παραμείνει στον έλεγχο του Δημοσίου και μια δεύτερη που, υπό τον έλεγχο της «Λόκχιντ Μάρτιν», θα αναλάβει να γίνει στρατηγικός διαχειριστής με διαφορετικά αντικείμενα και συγκεκριμένα τις αεροκατασκευές, τις αεροεπισκευές, τις αναβαθμίσεις αεροσκαφών και τη συντήρηση κινητήρων.
Βέβαια, ο δρόμος μέχρι την υλοποίηση της πρότασης της «Λόκχιντ Μάρτιν» είναι ακόμα μακρύς, καθώς το όποιο σχέδιο εξυγίανσης θα πρέπει να περάσει από μια σειρά διαδικασιών και εγκρίσεων, ενώ ουδείς πρέπει να λησμονεί ότι αυτού του είδους οι συζητήσεις πάντα δημιουργούν και πολιτικές τριβές.
Πριν από λίγες ημέρες, πάντως, η ΕΑΒ προκήρυξε διαγωνισμό για τη συμπλήρωση 565 θέσεων, δίχως τις οποίες το έργο της εταιρείας αναγκαστικά θα επιβραδυνθεί.
Ως προς τον αριθμό των αεροσκαφών που θα συγκροτήσουν τη μοίρα των F-35, με βάση τις παρούσες εκτιμήσεις υπολογίζονται περί τα 20, ενώ η παράδοση των πρώτων αναμένεται το 2028.
Τα F-35
Ως προς την απόκτηση των F-35, o κ. Μητσοτάκης ουσιαστικά προανήγγειλε την εκτέλεση ενός βήματος το οποίο εκκρεμεί τα τελευταία δύο χρόνια: την αποστολή επιστολής αιτήματος (Letter of Request) για επιστολή προσφοράς και αποδοχής (Letter of Offer and Acceptance) προς τις αμερικανικές αρχές.
Η ομάδα του Γραφείου Προγράμματος JSF (JPO) του Πενταγώνου, που καταφθάνει στις 23 Μαΐου στην Αθήνα για επαφές με την Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.), σίγουρα θα εμπλακεί με την τυποποίηση της επιστολής, παρά το γεγονός ότι στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας (ΓΕΑ) η εμπειρία σε αυτές τις διαδικασίες της αμερικανικής αμυντικής γραφειοκρατίας είναι μεγάλη.
Ανάλογα με την ταχύτητα ανταπόκρισης της αμερικανικής πλευράς, η διαπραγμάτευση μεταξύ Αθήνας και Ουάσιγκτον για τα F-35 θα διαρκέσει ξεκάθαρα έως τουλάχιστον τις αρχές του 2024.
Από τη στιγμή εκείνη και έπειτα, όλα εξαρτώνται από το πρόγραμμα παραδόσεων της «Λόκχιντ Μάρτιν», αλλά και τις εργασίες που πρέπει να γίνουν ώστε η μελλοντική μοίρα των F-35 να αποκτήσει και τις απαιτούμενες υποδομές, με επικρατέστερες γι’ αυτό τον σκοπό τις αεροπορικές βάσεις Λάρισας, Σούδας ή Αράξου.
Ως προς τον αριθμό των αεροσκαφών που θα συγκροτήσουν τη μοίρα των F-35, με βάση τις παρούσες εκτιμήσεις υπολογίζονται περί τα 20.
Η παράδοση των πρώτων F-35 δεν μπορεί να ξεκινήσει σε ικανοποιητικούς αριθμούς πριν από το 2028, αν και εκτιμάται ότι, εφόσον υπάρξει συμφωνία, θα μπορούσε να παραδοθεί καθαρά για λόγους συμβολισμού το πρώτο και στα τέλη του 2027.
Το 2028 αποτελεί και το έτος κατά το οποίο η Ελλάδα θα έχει ολοκληρώσει τις πληρωμές για το πρόγραμμα αναβάθμισης των F-16 Viper (Block 70) που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πρώτα 6 F-16 Viper θα έχουν ενταχθεί επιχειρησιακά στην Π.Α. στο τέλος του 2022 ή στις αρχές του 2023.