Δεν είχαν περάσει παρά λίγες ώρες από τη στιγμή που το Αφγανιστάν βρέθηκε υπό τον έλεγχο των Ταλπιμπάν, όταν εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε ότι το Πεκίνο είναι έτοιμο για μία «φιλική συνεργασία με το Αφγανιστάν».
Σύμφωνα με τα όσα είπε στο CNBC η αναλύτρια της AllianceBernstein, Shamaila Khan, ο λόγος δεν είναι άλλος από τις σπάνιες γαίες αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων που κρύβονται στο έδαφος του Αφγανιστάν.
Ως γνωστόν, η Κίνα κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά των σπάνιων γαιών -οι οποίες είναι αναγκαίες για την κατασκευή όλων των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπως κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, επίπεδες οθόνες και αεροσκάφη- και κατά τη διάρκεια του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ, το 2019, απείλησε να «κόψει» τις προμήθειες.
Όπως εξηγεί η Khan της AllianceBernstein, οι Ταλιμπάν ελέγχουν πλέον πόρους που τους καθιστούν πολύ επικίνδυνους για τον κόσμο, καθώς το Αφγανιστάν διαθέτει ορυκτό πλούτο προς εκμετάλλευση.
Μόνο οι σπάνιες γαίες του Αφγανιστάν υπολογίζεται ότι αξίζουν από 1 έως 3 τρισ. δολάρια, όπως έγραφε το 2020 το περιοδικό The Diplomat, επικαλούμενο τον Ahmad Shah Katawazai, έναν πρώην διπλωμάτη στην πρεσβεία του Αφγανιστάν στην Ουάσιγκτον.
Η έκδοση The Hill υπολόγιζε την αξία τους φέτος στα 3 τρισ. δολάρια.
Συγκεκριμένα, το Αφγανιστάν κατέχει σπάνιες γαίες όπως λανθάνιο, νεοδύμιο και δημήτριο, καθώς και φλέβες αλουμινίου, χρυσού, άργυρου, ψευδάργυρου, υδράργυρου και λιθίου.
Επομένως, εάν οι Κινέζοι θέλουν να εκμεταλλευτούν τον ορυκτό πλούτο του Αφγανιστάν για λογαριασμό των Ταλιμπάν, θα πρέπει να το κάνουν υπό διεθνείς όρους και υπό αυστηρές προϋποθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ειδικά τα δικαιώματα των γυναικών, τόνισε η Khan.
Ήδη, η Κίνα κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά των σπάνιων γαιών, ελέγχοντας το 35% των κοιτασμάτων διεθνώς. Μόνο το 2018, ευθυνόταν για το 70% της παγκόσμιας εξόρυξης σπάνιων γαιών, καθώς παρήγαγε 120.000 μετρικούς τόνους, σε μία χρονιά που οι ΗΠΑ παρήγαγαν 15.000 μετρικούς τόνους.
Το Πεκίνο χρησιμοποίησε τις σπάνιες γαίες σαν διαπραγματευτικό χαρτί στον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενο το γεγονός ότι η αμερικανική βιομηχανία καλύπτει το 80% των σχετικών αναγκών της μέσω εισαγωγών από την Κίνα.