Συγκρότηση παράλληλων δομών, ισχυρή εκπροσώπηση στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση, συμπαγή πολιτική παρουσία και υπονόμευση κάθε προσπάθειας της Ελληνικής Πολιτείας για ομαλή ενσωμάτωση της μειονότητας στην οικονομική και κοινωνική ζωή είναι οι άξονες επί των οποίων «χτίζει» η Τουρκία το μειονοτικό ζήτημα στη Θράκη, με βασικό μοχλό υλοποίησης της πολιτικής της το Γενικό Προξενείο Κομοτηνής.
Το επεισόδιο Σαμπιχά και ο τρόπος με τον οποίο υποχρεώθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ να… συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις, ήταν αποκαλυπτικά του πως οι τουρκικοί μηχανισμοί λειτουργούν για να εξασφαλίσουν έλεγχο και επιρροή ακόμη και στην Αριστερά, η οποία για λόγους ιδεολογικούς θα όφειλε να βρίσκεται απέναντι σε κάθε προσπάθεια χειραγώγησης των Ελλήνων μουσουλμάνων πολιτών.
Τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας κινδυνεύουν πλέον, έπειτα από δεκαετίες προβληματικής αντιμετώπισής τους από το ελληνικό κράτος, να παραδοθούν πλήρως και άνευ όρων στην κηδεμονία των υπαλλήλων –φανερών και μη- του τουρκικού προξενείου και των εκπροσώπων του τουρκισμού στη Θράκη.
Έχοντας αφήσει, την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία, τη Θράκη ξέφραγο αμπέλι για την Τουρκία, η Ελληνική πολιτεία ουσιαστικά παραδίδει η ίδια τη μειονότητα στα χέρια των εκπροσώπων του τουρκισμού.
Οι πολυσχιδείς και παντελώς άσχετες με το περιεχόμενο και τα προβλεπόμενα από τις διεθνείς συνθήκες δραστηριότητες των τούρκων γενικών προξένων που υπηρέτησαν στη Θράκη τα τελευταία δέκα χρόνια (Μποτσαλί, Σαρίντς, Σενέρ) δεν έδειξαν να ανησυχούν την Αθήνα, η οποία, δυστυχώς, επένδυσε πολιτικά στον «φίλο Ερντογάν», αγνοώντας ότι η νεο-οθωμανική πολιτική του τούρκου ηγέτη στηρίζεται ακριβώς στην επιβολή μειονοτικών ζητημάτων και στη διεκδίκηση εκ μέρους της Τουρκίας της «πατρωνίας» επί όλων των μουσουλμανικών πληθυσμών στα Βαλκάνια.
Η αλήθεια είναι ότι οι δύο φορές που υπήρξε επίσημη αντίδραση για το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, προήλθαν από εκεί που κανείς δεν το περίμενε.
Από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος ως υπουργός Εξωτερικών το 1998, κατά τη διάρκεια περιοδείας του στη Θράκη, αλλά και ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης το 2010, είχε θέσει ευθέως θέμα υπέρβασης πλαισίου αρμοδιοτήτων από το τουρκικό προξενείο και άφηνε στη διακριτική ευχέρεια του ελληνικού κράτους το κλείσιμό του.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών το 2012, όταν υπήρξε διάβημα προς τον τούρκο πρέσβη στην Αθήνα για τη δράση του τούρκου προξένου στην Κομοτηνή και για εμπλοκή του στις απειλές που δεχόταν ο ιμάμης του Σώστη.
Αυτές οι ενέργειες, ωστόσο, ουδόλως πτόησαν το τουρκικό προξενείο. Εδώ και μήνες ο κ. Ιλχάν Σενέρ είναι πανταχού παρών, σε κάθε εκδήλωση, σε κάθε πανηγύρι, σε κάθε αποφοίτηση, σε κάθε θρησκευτική δραστηριότητα στην Ξάνθη και την Κομοτηνή, συμπεριφερόμενος με την ανοχή της Ελληνικής πολιτείας, περισσότερο ως… περιφερειάρχης και τοπικός άρχων, παρά ως διπλωματικός εκπρόσωπος ξένης χώρας, η παρουσία του οποίου υπόκειται σε όρους και κανόνες που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Βιέννης…
Διπλωμάτες καριέρας στο ευαίσθητο πόστο
Διαθέτοντας σημαντικό προϋπολογισμό, που φτάνει τα 10-12 εκατ. το χρόνο (κατ’ άλλους τα 20 έως 200 εκ. ευρώ) το προξενείο έχει τη δυνατότητα να εξαγοράζει συνειδήσεις είτε απευθείας είτε με την πριμοδότηση συλλόγων που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και ευημερούν, και, μάλιστα, χωρίς να μπορούν να δικαιολογήσουν νόμιμα έσοδα. Στην προσπάθεια αυτή συνδράμει και το έτερο «κέντρο» που έχει αναλάβει ρόλο στη Θράκη, το IRCICA (Ίδρυμα Ισλαμικού Πολιτισμού στο πλαίσιο του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης), του οποίου ηγείται ο προερχόμενος από τη Θράκη Χαλήλ Ερέλ.
Η πρωτοβουλία, εξάλλου, του τουρκικού ΥΠΕΞ να ιδρύσει δύο «διπλωματικά γραφεία», το ένα στην Αδριανούπολη και το άλλο ακριβώς μετά τον μεθοριακό σταθμό των Κήπων στην Κεσάνη, αποσκοπεί στην χρήση τους ως συντονιστικών κέντρων για τις παρεμβάσεις της Άγκυρας στη Θράκη αλλά και ως «ταμείων», όπου διακριτικά καταβάλλονται οι «αμοιβές» και χρηματοδοτήσεις όσων αναλαμβάνουν την υλοποίηση των σχεδίων της γείτονος.
Η Τουρκία, σημειωτέον, σχεδιάζει και επέκταση, καθώς, εκτός από το κτίριο της οδού Ιώνων και την πολυκατοικία που αποτελεί προξενική κατοικία, προγραμματίζει να χτίσει και νέο κτίριο σε οικόπεδο τεσσάρων στρεμμάτων που αγόρασε στην Κομοτηνή! Την ίδια ώρα, η χώρα μας μετρά μία λιγότερη προξενική αρχή, καθώς ουδείς τόλμησε να ζητήσει προξενείο στην Τραπεζούντα…
Ενδεικτικό της σημασίας που αποδίδει η Άγκυρα στο Γενικό Προξενείο της Κομοτηνής, είναι οι διπλωμάτες που επιλέγονται για τη θέση αυτή, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα και εφαλτήριο για διπλωματική καριέρα.
Ο πρώην πρόξενος Μποτσαλί, υπηρετεί ως πρέσβης στο Κάιρο, αν και λόγω της κρίσης έχει ανακληθεί στην Άγκυρα, ο δε Μ. Σαρνίτς, αφού πέρασε από τη Βοσνία, έγινε πρέσβης στη Μογγολία και τώρα υπηρετεί στο γραφείο του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, Αμπντουλάχ Γκιούλ. Μάλιστα, αναμένεται να μετατεθεί ως γενικός πρόξενος στο κρίσιμο πόστο των Ιεροσολύμων μόλις αποκατασταθούν οι σχέσεις με το Ισραήλ, ενώ στη θέση του κ. Σενέρ τους επόμενους μήνες αναμένεται, σύμφωνα με πληροφορίες, αν έρθει στην Κομοτηνή ο Αλί Ριτζά Ακιντσί, ο οποίος τώρα υπηρετεί στην πολύ ευαίσθητη θέση του προξένου της Τουρκίας στην αυτόνομη περιοχή του Ναχιτσεβάν…
«Ζωντάνεψαν» το κόμμα του Σαδίκ
Έπειτα από σχεδόν είκοσι ένα χρόνια, όταν για τελευταία φορά υπήρξε εκλογή «ανεξάρτητου» μειονοτικού βουλευτή (Αχμέτ Σαδίκ), το τουρκικό προξενείο, σε μία αλλαγή τακτικής και «διαβάζοντας» το ρευστό πολιτικό σκηνικό, επέλεξε μία σύνθετη παρέμβαση: στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, με εξαίρεση τους δήμους όπου εκλέγονται μειονοτικοί δήμαρχοι, προσχωρούν στους επικρατέστερους συνδυασμούς, διαπραγματευόμενοι θέσεις αντιδημάρχων ή αντιπεριφερειαχών.
Για τις ευρωεκλογές όμως ανασυστάθηκε το κόμμα του Σαδίκ, το περίφημο DEB, ούτε ώστε να επιχειρηθεί να σταλεί το μήνυμα ότι η μειονοτική ψήφος ελέγχεται και χειραγωγείται «κεντρικά», συνεπώς, ενόψει εθνικών εκλογών και καθώς το πλαφόν του 3% δεν επιτρέπει την εκλογή ανεξάρτητων βουλευτών, τα πολιτικά κόμματα θα πρέπει να διαπραγματευτούν με το «αόρατο κέντρο» προκειμένου να εξασφαλίσουν τους τρεις –υπό προϋποθέσεις ακόμη και τέσσερις- βουλευτές που θα μπορούσαν να εκλεγούν από τη μειονότητα.
Όταν ανετέθη το εγχείρημα στον πρώην… καφετζή της «Τουρκικής Νεολαίας Κομοτηνής», Μουσταφά Αλή Τσαβούς, τα σημαντικά πολιτικά στελέχη της μειονότητας παρακολουθούσαν διακριτικά την προσπάθεια. Τους τελευταίους μήνες όμως ο κ. Τσαβούς περιφερόταν στην Θράκη, συνοδεύοντας είτε τον Τούρκο πρόξενο είτε τους ψευτομουφτήδες, ενώ πραγματοποίησε και πολλές εμφανίσεις στις γνωστές οργανώσεις που χρηματοδοτούνται από το τουρκικό κράτος και λειτουργούν σε μεγάλες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Προύσα, Σμύρνη κ.α.) αλλά και στην Ευρώπη, σύμβολό τους έχουν, δε, τη σημαία της «ανεξάρτητης ισλαμικής Θράκης».
Τις τελευταίες εβδομάδες ήταν προφανής η προσπάθεια που έγινε να μην υπάρξει κανείς σοβαρός μειονοτικός υποψήφιος στις ευρωεκλογές με τη λίστα των μεγάλων κομμάτων, επομένως να περιοριστούν οι επιλογές και η μειονοτική ψήφος να κατευθυνθεί ευκολότερα, και, βέβαια, συμπαγώς στο DEB.
Η περίπτωση του Ιλχάν Αχμέτ, πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και στελέχους τη ΔΗΜΑΡ, ήταν χαρακτηριστική, καθώς ο κ. Αχμέτ την τελευταία στιγμή απέρριψε την πρόταση Κουβέλη και επισκέφθηκε τον κ. Τσαβούς προκειμένου να εκφράσει την υποστήριξη αλλά και τις ευχές του για το DEB.
Στο πλαίσιο αυτό επιβλήθηκε σε όλους τους δημοτικούς και περιφερειακούς συμβούλους που κατέρχονται με συνδυασμούς που στηρίζονται είτε από το ΠΑΣΟΚ είτε από τη Νέα Δημοκρατία να προσέλθουν και να υποβάλουν τα διαπιστευτήριά τους στον κ. Τσαβούς, σε ένα σαφές μήνυμα προς όλους ως προς το ποιος κινεί τα νήματα στη μειονότητα…
Η περίπτωση της Ρομά Σαμπιχά Σουλεϊμάν ενόχλησε ακριβώς επειδή απείλησε αυτή την επιλογή του προξενείου και υπήρχε ο «κίνδυνος» δύο με τρεις χιλιάδες ψήφοι Ρομά της Ξάνθης, της Κομοτηνής και της Αλεξανδρούπολης, να σπάσουν τη «γραμμή» και να αμφισβητούν τη δυνατότητα του προξενείου να επικαλείται τον αποκλειστικό έλεγχο της μειονοτικής ψήφου.
Πολλά ερωτήματα εγείρει και το γεγονός ότι, ενώ είχε προηγηθεί όλη αυτή η αντιπαράθεση για το θέμα της Σαμπιχά και το ρόλο του προξενείου, ο βουλευτής Ξάνθης του ΣΥΡΙΖΑ, Χουσεΐν Ζεϊμπέκ, επέλεξε να εμφανιστεί την Κυριακή συνοδεύοντας τον ψευτομουφτή Αχμέτ Μετέ και τον τούρκο γενικό πρόξενο, Οσμάν Ιλχάν Σενέρ, σε τελετές απαγγελίας του Κορανίου σε χωριά της Ξάνθης.
Ψευτομουφτήδες και μειονοτική εκπαίδευση
Σημαντικό μέρος της προσπάθειας για εμπέδωση των δυνάμεων του τουρκισμού στη Θράκη εστιάζεται στο θέμα της αμφισβήτησης του νόμου για τον διορισμό των ιεροδιδασκάλων, καθώς για πρώτη φορά απειλήθηκε ο έλεγχος των ψευτομουφτήδων –που εξασφάλιζαν μέσω της άφθονης χρηματοδότησης που διαθέτουν-, στους ιμάμηδες των χωριών της Θράκης και στη διδασκαλία του Κορανίου στα σχολεία.
Η πιο σημαντική παρέμβαση όμως αφορά στο εκπαιδευτικό, είτε με την προβολή του φαινομενικά αθώου αιτήματος για «δίγλωσσα νηπιαγωγεία» (αν και είναι γνωστό ότι τα νηπιαγωγεία δεν έχουν διδακτέα ύλη) είτε με την έγερση θέματος αύξησης των μειονοτικών σχολείων.
Η Άγκυρα και οι εκπρόσωποί της στη Θράκη έχουν αντιληφθεί πολύ καλά ότι η συνέχιση της χειραγώγησης της μειονότητας στηρίζεται στη διατήρηση της διασπαστικής και οπισθοδρομικής μειονοτικής εκπαίδευσης. Η μειονοτική εκπαίδευση συντηρεί την απομόνωση της μειονότητας, δεν προσφέρει εκπαίδευση η οποία θα εξασφαλίζει την ομαλή και ισότιμη ένταξη των παιδιών της στην ελληνική κοινωνία και στον παραγωγικό ιστό, ενώ δεν παράγει άλλο από είτε αγράμματους είτε υποψήφιους φοιτητές για τα τουρκικά πανεπιστήμια, στερώντας τόσο τη μουσουλμανική μειονότητα όσο και τη Θράκη από σημαντικό έμψυχο δυναμικό.
Η απάντηση θα ήταν, φυσικά, η δημιουργία όλο και περισσότερων και πιο σύγχρονων δημόσιων σχολείων, που θα περιλάμβαναν προφανώς και τη διδασκαλία στη μητρική γλώσσα, αλλά το εγχείρημα αυτό προσκρούει όχι μόνο στην αντίδραση των «προξενικών», αλλά και σε ομάδες όπως εκείνη των καθηγητριών Δραγώνα, Φραγκιουδάκη, που, μέσω του προγράμματος εκπαίδευσης μουσουλμανοπαίδων, έχουν απομυζήσει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ (κατ’ άλλους άνω των 20 εκατ. ευρώ) για ένα πρόγραμμα που στηρίζει την ύπαρξή του ακριβώς στη διατήρηση και επέκταση των αναχρονιστικών μειονοτικών σχολείων, τα οποία καθιστούν υποχρεωτική τη βοηθητική διδασκαλία της Ελληνικής ως σχεδόν ξένης γλώσσας.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα»