Αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας διάρκειας 15 ετών προβλέπει το προσχέδιο του ειρηνευτικού πλαισίου για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, όπως αποκάλυψε τη Δευτέρα ο πρόεδρος της χώρας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Ο Ουκρανός ηγέτης ανέφερε ωστόσο ότι ο ίδιος ζήτησε από τον Ντόναλντ Τραμπ εγγυήσεις που θα μπορούσαν να φτάνουν ακόμη και τα 50 χρόνια, επιδιώκοντας μια μακροπρόθεσμη ασπίδα ασφάλειας απέναντι σε μελλοντικές απειλές.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους μέσω WhatsApp, ο Ζελένσκι διευκρίνισε ότι το ζήτημα των εγγυήσεων ασφαλείας αποτέλεσε κεντρικό άξονα των συνομιλιών που είχε με τον Αμερικανό πρόεδρο την Κυριακή στο Μαρ-α-Λάγκο. Όπως δήλωσε, στο συγκεκριμένο σκέλος υπάρχει «100% συμφωνία», χαρακτηρίζοντας την εξέλιξη αυτή «ορόσημο προς μια διαρκή ειρήνη».
Από την πλευρά του, ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίστηκε πιο συγκρατημένος στις δημόσιες τοποθετήσεις του, σημειώνοντας ότι η συμφωνία βρίσκεται «στο 95%», προσθέτοντας ωστόσο ότι δεν του αρέσει να εκφράζει την πρόοδο των διαπραγματεύσεων με ποσοστά. Παρά τη διαφορά στη διατύπωση, και οι δύο πλευρές επιβεβαίωσαν ότι έχει επιτευχθεί ουσιαστική σύγκλιση στο ζήτημα των εγγυήσεων.
Παράλληλα, οι δύο ηγέτες επιβεβαίωσαν ότι το ειρηνευτικό σχέδιο των 20 σημείων βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Σύμφωνα με τον Ζελένσκι, η συνολική συμφωνία αγγίζει το 90%, γεγονός που, όπως εκτιμά το Κίεβο, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για το επόμενο, πιο δύσκολο στάδιο των διαπραγματεύσεων.
Ο Ουκρανός πρόεδρος ξεκαθάρισε ότι οποιαδήποτε απευθείας συνάντηση με τη Ρωσία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αφού υπάρξει πλήρης συνεννόηση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των Ευρωπαίων συμμάχων πάνω στο προτεινόμενο από την Ουκρανία πλαίσιο ειρήνης. Όπως τόνισε, στόχος του Κιέβου είναι να διασφαλιστεί ότι μια ενδεχόμενη συμφωνία δεν θα οδηγήσει απλώς σε προσωρινή κατάπαυση του πυρός, αλλά σε σταθερό και αξιόπιστο τερματισμό του πολέμου.
Η απαίτηση για εγγυήσεις δεκαετιών αποτυπώνει την αγωνία της ουκρανικής πλευράς να αποφευχθεί η επανάληψη ενός νέου κύκλου σύγκρουσης στο μέλλον. Την ίδια στιγμή, δείχνει και το βάθος των διαπραγματεύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη, καθώς το ζήτημα της ασφάλειας αναδεικνύεται στο κεντρικό διακύβευμα για τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική στην Ανατολική Ευρώπη.













