Έκπληκτοι ακούμε τις τελευταίες ώρες, ότι στο πρόγραμμά του ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, υπόσχεται «γενναία περικοπή των αμυντικών δαπανών». Αυτό, σε συνδυασμό μάλιστα με τις θέσεις που δεν κρύβουν την επιθυμία εξόδου της χώρας από το ΝΑΤΟ, χρήζουν εξέτασης, ενδεχομένως και ιατρικής, σε συνέχεια παλαιότερων δηλώσεων ορισμένων ότι… θα το ρισκάρουν με την Τουρκία.
Του Μιχαήλ Βασιλείου
Επειδή τα έχουμε γράψει δεκάδες φορές και έχουμε κυριολεκτικά βαρεθεί, μήπως θα μπορούσε να μας κάνει τη χάρη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μας προσδιορίσει με κάποιον τρόπο για ποιο μέγεθος συζητάμε; Ως ποσοστό επί του ΑΕΠ για παράδειγμα, ή αν θέλει, ας μας αναφέρει πόσα χρήματα θεωρούν ότι πρέπει να δαπανά η χώρα ετησίως για την άμυνά της!
Διότι αν τα υπολογίσουν, όσα λένε δεν φτάνουν ούτε… για μισθοδοσίες και λειτουργικά έξοδα. Θεωρητικά μπορούν να τα μειώσουν και είναι βέβαιο ότι σε επίπεδο γραφειοκρατίας πολλά θα μπορούσαν να γίνουν. Τον κόσμο όμως τι θα τον κάνουν; Θα τον απολύσουν; Ή θα κρατούν τη γραφειοκρατία χωρίς να αντιστοιχεί σε μαχητική ισχύ και αποτροπή;
Και το λέμε αυτό, διότι εξ όσων είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, οι εξοπλιστικές δαπάνες τείνουν να διαμορφωθούν σε επίπεδα που δεν επιτρέπουν την απόκτηση ούτε ανταλλακτικών για τα υπάρχοντα οπλικά συστήματα. Πολλώ δε μάλλον για να προγραμματισθούν αντικαταστάσεις με διαφανείς διαδικασίες και σαφή εμπλοκή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Και άπαντες δείχνουν να τελούν εν αφασία…
Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ τάσσεται υπέρ της εξόδου της χώρας από το ΝΑΤΟ, αυτό που έρχεται σε πρώτη φάση στον νου, είναι το ακόλουθο: Με «γυμνές» Ένοπλες Δυνάμεις (όποιος δεν βλέπει την πορεία που έχουμε χαράξει είναι απλώς ανεγκέφαλος) αν καταστρέψεις και τις συμμαχίες της χώρας, ας καλέσουμε απευθείας την Τουρκία να της εκχωρήσουμε όσα υποτίθεται ότι προασπίζαμε όλες αυτές τις δεκαετίες να τελειώνουμε. Είναι πιο λογικό οικονομικά από όσα κάνουν σήμερα.
Μπορεί κάποιος να πιστεύει ότι θα παραχωρήσουμε στρατιωτικές βάσεις στη Ρωσία και θα λύσουμε το πρόβλημα. Τους διαβεβαιώνουμε ότι όχι μόνο δεν θα το λύσουν, αλλά θα το επιδεινώσουν. Υποκειμενική δική μας άποψη είναι αυτή, τεκμηριώνεται και με στρατιωτικά και οικονομικά και γεωπολιτικά επιχειρήματα.
Η χώρα χρειάζεται ισχυρή βάση, να είναι δηλαδή από μόνη της ισχυρή (υπό την έννοια της ισχυρής αποτροπής) και στη συνέχεια να μπορέσει να ελιχθεί με τρόπο που ναι μεν θα έχει έναν προσανατολισμό, θα μπορεί όμως να παίζει τον αυτονόητο ρόλο της, αυτόν της γέφυρας ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση.
Δεν κατηγορούμε κανέναν ότι είναι λιγότερο «πατριώτης» από εμάς. Αυτό που λέμε είναι, ότι η συναίσθηση του ρόλου της στρατιωτικής ισχύος στο διεθνές σύστημα, η παιδεία στον συγκεκριμένο τομέα των πολιτικών μας είναι απελπιστικά ανεπαρκής. Συμπεριφέρονται με «χαζοχαρούμενο» τρόπο, κάτι που ιστορικά τύγχανε εκμετάλλευσης από τον όποιο αντίπαλο, αφού δεν θέλει μαγικές ικανότητες πρόβλεψης για να δει κανείς την κατάληξη της πορείας που έχουμε χαράξει.
Δεν αντιλαμβάνονται ότι η ισχυρή άμυνα έχει ανάγκη συνέχειας και συνέπειας. Ένα «διάλειμμα» 2-3 χρόνων μπορεί να επιφέρει μεγάλη ζημιά. Ακόμα μεγαλύτερη είναι όμως η ζημιά όταν δεν υπάρχει συναίσθηση του τι κάνουν οι σημερινοί κυβερνώντες, έστω κι αν δεχθούμε ότι δεν έχουν επιλογές (δεν ισχύει, απλά επιλέγεται πάντα η εύκολη και με μικρότερο κομματικό κόστος λύση). Διότι όταν το καταλάβουν, θα συνειδητοποιήσουν ότι τα κόστη θα έχουν γίνει τρομακτικά, ασύλληπτα.
Και μέχρι την αποκατάσταση της ισορροπίας, η ζημιά ίσως και να γίνει. Ενώ θα μπορούσαν να συνδεθούν οι αναγκαίες επενδύσεις με την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό που έκαναν όλες οι σοβαρές χώρες. Μακριά από τις αθλιότητες του παρελθόντος, αλλά με αυστηρή οικονομική λογική. Εδώ είναι ευθύνη και των στρατηγών. Σιωπούν. Ενώ αυτοί θα είναι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι. Είναι δεδομένο.
Το παράδειγμα της Ουκρανίας είναι πολύ πρόσφατο. Ενώ πλειάδα μικρών και φαινομενικά λιγότερο ή περισσότερο αδύναμων ποσοτικά χωρών στον πλανήτη δεν επέτρεψαν τη διάβρωση της αποτρεπτικής τους αξιοπιστίας ώστε να μπουν σε μεγάλες περιπέτειες (π.χ. η σχέση Κίνας – Ταϊβάν), η Ουκρανία απλά την πάτησε, παραμελώντας προκλητικά τη στρατιωτική της ισχύ. Και ακρωτηριάστηκε, ενώ έχει τεθεί υποθήκη για περαιτέρω απώλειες.
Το ερώτημα είναι, εάν ρωσική ενέργεια θα συνεπαγόταν απάντηση, η Μόσχα θα έκανε κίνηση στρατιωτικά στην Κριμαία; Όχι ότι δεν θα επικρατούσε σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, το ερώτημα είναι εάν θα έδινε το Κρεμλίνο το πράσινο φως εάν προσάρτηση της Κριμαίας θα συνεπαγόταν π.χ. έναν σκληρό πόλεμο τριών ημερών, με απώλειες εκατέρωθεν και καταστροφή κρίσιμων υποδομών και άλλα παρόμοια. Πόσο δηλαδή βαρύτερη θα ήταν η ζυγαριά στο σκέλος «κόστος», αντισταθμίζοντας το «όφελος» που όλοι διαπιστώσαμε. Και πόσο περισσότερο κοστίζει πλέον η απώλεια της Κριμαίας…
http://www.defence-point.gr/news/?p=102831