«Εγώ ξέρω ότι όλος ο κόσμος πασχίζει να μπει στην Ε.Ε. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος να θέλει να βγει». Η Μαρία χθες το μεσημέρι πήγε στη θάλασσα. Να ξεσκάσει το παιδί, αλλά και η ίδια: πόσες ειδήσεις να αντέξει ένας άνθρωπος, πόση αγωνία. Με καταγωγή από το Μαυροβούνιο, έχει ήδη την εμπειρία μιας χρεοκοπημένης χώρας, η προοπτική μιας δεύτερης είναι μαύρη σκέψη.
Η κρίση στη Γιουγκοσλαβία είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν από τον πόλεμο του ’91. «Οταν έγινε η χρεοκοπία χάσαμε όλοι τα λεφτά που είχαμε στις τράπεζες. Ημουν τότε 17 χρόνων. Θυμάμαι ο μπαμπάς μου πήγαινε συνέχεια στην τράπεζα και έβγαζε ένα ποσό. Τα λεφτά που μας είχε αφήσει ο παππούς από την Αμερική χάθηκαν όλα». Το δηνάριο έχανε καθημερινά την αξία του. «Στην αρχή είχαμε επιταγές και ψωνίζαμε με αυτές.
Αλλά αυτό σταμάτησε γιατί μέχρι να τις εξαργυρώσουν τα καταστήματα είχαν φτάσει στο ένα τέταρτο του ποσού. Μετά θυμάμαι ότι είχαμε έλλειψη σε βασικά προϊόντα. Στην αρχή δικαιούμασταν τρία γάλατα, μετά από λίγο ένα λίτρο το άτομο. Αναπτύχθηκε πολύ η μαύρη αγορά, αλλάζαμε μάρκα και δολάρια σε δηνάρια και ψωνίζαμε αμέσως γιατί έχαναν την αξία τους σε λίγες ώρες. Σιγά σιγά στα ράφια των καταστημάτων έβρισκες μόνο βούτυρο, γιαούρτι, γάλα. Τα άλλα στη μαύρη».
Στην αγορά εργασίας τα πράγματα εξελίχθηκαν ραγδαία επίσης. Οπως λέει η Μαρία, στην αρχή ξεκίνησαν οι καθυστερήσεις στη μισθοδοσία, μετά άρχισαν οι υποχρεωτικές απλήρωτες άδειες «και μετά τίποτα». «Ολες οι βαριές βιομηχανίες της Γιουγκοσλαβίας έκλεισαν. Μόνο τα αλουμίνια έχουν απομείνει που τα ’χουν πάρει οι Ρώσοι. Η παραγωγή είναι νεκρή».
Οι τελευταίες ημέρες έχουν ξυπνήσει αυτές τις μνήμες. «Ετσι ξεκίνησε, με ουρές στα βενζινάδικα, έλλειψη σε βασικά ήδη. Προς τα εκεί πάει, αλλά οι Ελληνες δεν το βλέπουν γιατί δεν έχουν την εμπειρία».