Με αφορμή την έκδοση του Βιβλίου σχεδόν 42 χρόνια μετά το δραματικό εκείνο καλοκαίρι, ο τελευταίος της ΕΛ.ΔΥ.Κ. έλυσε τη σιωπή του μέσα από το βιβλίο: «Το Χρονικό της Μάχης της ΕΛΔΥΚ 14-16/8/1974»
Η Επική Μάχη της «ΕΛΔΥΚ» …Παραμονές της Παναγιάς (ΑΤΤΙΛΑΣ 2)
Τις παραµονές του «ΑΤΤΙΛΑ 2», το µεγαλύτερο µέρος της ΕΛΔΥΚ βρέθηκε σε χώρους διασποράς, νότια του στρατοπέδου και πολύ κοντά σε αυτό. Στις 13 Αυγούστου συµπτύχθηκε προς το χωριό Λακατάμια.
Στο στρατόπεδο παρέμειναν τρεις (κατ’ άλλους δύο) λόχοι, υπό τον αντισυνταγματάρχη Παναγιώτη Σταυρουλόπουλο. Η πρώτη τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε στις 14 Αυγούστου, αργά το πρωί, αφού προηγήθηκε προσβολή του στρατοπέδου από την αεροπορία και το πυροβολικό.
Προπορεύονταν τα άρματα και σε πυκνούς σχηματισμούς ακολουθούσε η ΤΟΥΡΔΥΚ, ενισχυμένη με 700 επιπλέον άνδρες. Μέχρι το απόγευμα, οι Τούρκοι είχαν διενεργήσει τρεις επιθέσεις, αλλά προσέκρουσαν στη σθεναρή αντίσταση της ΕΛΔΥΚ, οι μαχητές της οποίας αγνοούσαν ότι στο άλλο άκρο της Λευκωσίας, στη Μια Μηλιά, η άμυνα είχε καταρρεύσει.
Την επομένη, 15 Αυγούστου, επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό. Παρότι ο αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος ζήτησε ενισχύσεις, έλαβε μόνο τρία τεθωρακισμένα οχήματα Marmon-Herrington, τα οποία θα ήταν εύκολη λεία για τα Μ-48 των Τούρκων. Παρ’ όλα αυτά, οι νέες τουρκικές επιθέσεις αντιμετωπίσθηκαν με επιτυχία. Μπροστά από τις θέσεις άμυνας των ανδρών της ΕΛΔΥΚ, έπεσαν δεκάδες Τούρκοι στρατιώτες, μερικοί δε έφθασαν στα ακραία συρματοπλέγματα του στρατοπέδου, επάνω στα οποία φονεύθηκαν. Μία από τις πιο γλαφυρές καταθέσεις ήταν αυτή του Διονύση Πλέσσα:
«Στις 15 Αυγούστου, πήγε σχεδόν μεσημέρι και οι Τούρκοι δεν μας ενόχλησαν. Κατά τις 11.00 άρχισε η επίθεσή τους, πιο οργανωμένη από τις άλλες. Ανάμεσα στα άρματα εκινείτο το πεζικό και προπορευόταν ένας αξιωματικός, ο οποίος έδινε τα παραγγέλματα με μία σφυρίχτρα. Σφύριζε, ξεκινούσανε. Ξανασφύριζε, σταματούσανε.
Μας έκανε εντύπωση ότι επιτίθεντο αφύλαχτοι, γι’ αυτό και είχαν φοβερές απώλειες. Έφθασαν πολύ κοντά μας και εμείς είχαμε διαταγή από τον Λοχαγό Σταυριανάκο να τους αφήσουμε να πλησιάσουν και μετά να κτυπήσουμε.
Είχαμε και κάποια κάλυψη από το Πυροβολικό, υπήρχε ένας Κύπριος ανθυπολοχαγός, ο Κίτρου, που έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μας υποστηρίξει. Έπεσε λοιπόν ένα βλήμα του Πυροβολικού ακριβώς μέσα στην μπούκα του προπορευόμενου άρματος, που σταμάτησε.
Όσοι ήταν μέσα σκοτώθηκαν.
Τα υπόλοιπα τρία ανέστρεψαν και οπισθοχώρησαν. Οι Τούρκοι δεν ήταν προετοιμασμένοι για οπισθοχώρηση και τα έχασαν. Τότε ακούσαμε τον λοχαγό Σταυριανό μέσα από το όρυγμά του, που φώναξε:
– Ρε! Είσαστε άντρες;
– Ναι! απαντήσαμε όλοι μαζί.
Και διέταξε έφοδο.
Εμείς ήμασταν 33 άτομα. Βάλαμε ξιφολόγχη, βγήκαμε έξω και τους κυνηγήσαμε σε μία ευθεία. Κάποιοι από τους Τούρκους πέρασαν το δρόμο και διέφυγαν. Οι περισσότεροι όμως, περίπου 100, κρύφτηκαν πίσω από ένα υδραγωγείο.
Έβγαζαν το κεφάλι τους σιγά σιγά και προσπαθούσαν να διασχίσουν το δρόμο. Όποιοι πέρασαν, γλίτωσαν. Κάποια στιγμή επεχείρησαν να βγουν όλοι μαζί. Στήσαμε τα πολυβόλα και τους θερίσαμε. Ανέβηκε το ηθικό μας. Μας συγκίνησε ότι αυτό έτυχε την ημέρα της Παναγίας».
Ο ηρωικός θάνατος του λοχαγού Σωτήρη Σταυριανάκου
Στις 16 Αυγούστου η εχθρική πίεση κατέστη πλέον αφόρητη. Τους ηρωικούς άνδρες της ΕΛΔΥΚ προσέβαλαν αεροσκάφη, πυροβόλα, όλμοι. Μέσα στο στρατόπεδο τα πάντα μεταβλήθηκαν σε σωρούς ερειπίων.
Στις 11.00, οι Τούρκοι προσήγγισαν επικίνδυνα τις θέσεις των αμυνομένων, παρά τις μεγάλες τους απώλειες. Τότε, και ενώ τα άρματα των Τούρκων απείχαν λίγα μόλις μέτρα, έπεσε ηρωικά ο Μανιάτης λοχαγός Σωτήρης Σταυριανάκος.
Σύμφωνα με μαρτυρίες ανδρών του, ο λοχαγός Σταυριανάκος, μόνος, εξήλθε από το όρυγμά του για να αντιμετωπίσει το προπορευόμενο άρμα μάχης.
Προφανώς υπολόγισε ότι αναχαιτίζοντας το εχθρικό άρμα, θα ανέκοπτε την τουρκική επίθεση. Υπήρχε και το προηγούμενο, μία ημέρα πριν, όταν καταστράφηκε προπορευόμενο τουρκικό άρμα από βολή πυροβόλου και οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν. Πριν όμως προλάβει να υλοποιήσει το σχέδιό του, ο ηρωικός λοχαγός φονεύθηκε από τα πυρά του άρματος.
Στις 11.30 διερράγη το αριστερό τμήμα της αμυντικής διάταξης. Οι άνδρες της ΕΛΔΥΚ προσβάλλονταν τώρα από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις, κινδυνεύοντας με περικύκλωση και εγκλωβισμό. Η κατάσταση ήταν απελπιστική και οι Τούρκοι εισέρχονταν πλέον εντός του στρατοπέδου, όταν ο αντισυνταγματάρχης Σταυρουλόπουλος διέταξε υποχώρηση. Να πώς περιέγραψε τις δραματικές σκηνές ο λοχίας Πλέσσας:
«Για να γίνει η οπισθοχώρηση σωστά, έπρεπε να φύγουν οι πρώτοι από τη μέση, να κρατάμε οι υπόλοιποι από τα πλάγια και σιγά σιγά, ένας ένας, να φεύγουμε, μέχρι να φύγουν και οι τελευταίοι. Διέταξα οπισθοχώρηση, αλλά δεν έφευγε κανείς. Είχαμε δεθεί μεταξύ μας. Και ήξεραν οι μεσαίοι που έπρεπε να φύγουν πρώτοι, ότι οι τελευταίοι θα σκοτωθούν. Φώναξα, έβρισα. Δεν έφευγαν. Κάποια στιγμή κάποιος ξεκίνησε. Οι περισσότεροι από εμάς φονεύθηκαν κατά την υποχώρηση… Φεύγοντας είδα τον λοχαγό Σταυριανάκο σκοτωμένο. Όρθιο μέσα στο όρυγμα είδα τον Δημήτρη Λούρμπα (σ.σ.: ο δεκανέας Δημήτρης Λούρμπας είναι αγνοούμενος).
– Δημήτρη, δεν υπάρχει άλλος, είμαι ο τελευταίος, φεύγουμε.
– Δεν φεύγω, μου απάντησε.
Είχε μαζέψει 3-4 όπλα που παρατήθηκαν από νεκρούς ή τραυματίες και τα τοποθέτησε γύρω από το όρυγμα. Στεκόταν όρθιος και πυροβολούσε, πότε με το ένα και πότε με το άλλο… Δύο άλλα ορύγματα ήταν γεμάτα τραυματίες. Προχώρησα με πυρ και κίνηση, ενώ οι Τούρκοι γάζωναν τα πάντα. Είχαν εισέλθει εντός του στρατοπέδου και οι μάχες γίνονταν πια σώμα με σώμα».
Αποκεφάλισαν σορούς και φωτογραφίζονταν μαζί τους
Δεκάδες άνδρες της ΕΛΔΥΚ φονεύθηκαν, καθώς υποχωρούσαν προς το ύψωμα «Γρηγορίου» νοτιοανατολικά του στρατοπέδου. Άλλοι παρέμειναν στα ορύγματά τους αρνούμενοι να τα εγκαταλείψουν. Την απαγκίστρωση των τελευταίων ανδρών κάλυψε ο ανθυπασπιστής Κώστας Κέντρας και λίγοι στρατιώτες, οι οποίοι έταξαν τα διαθέσιμα πολυβόλα και έβαλλαν κατά των Τούρκων. Αγνοούνται ώς σήμερα. Κατά την υποχώρηση, φονεύθηκε και ο λοχαγός Βασίλης Σταμπουλής.
Από τις 13.30 και για τουλάχιστον δύο ώρες διήρκεσαν οι μάχες μέσα στο στρατόπεδο, ακόμα και σώμα με σώμα. Αρκετοί παρέμειναν εκεί και έδωσαν την τελευταία μάχη, είτε γιατί τραυματίστηκαν είτε γιατί δεν θέλησαν να υποχωρήσουν.
Εντός του στρατοπέδου, οι εισβολείς επιδόθηκαν σε απερίγραπτες ωμότητες. Όπως αποδείχθηκε από φωτογραφία που περιήλθε στα χέρια ξένου πολεμικού ανταποκριτή, οι Τούρκοι αποκεφάλισαν δέκα σορούς νεκρών της ΕΛΔΥΚ και τοποθέτησαν τα κεφάλια στο οδόστρωμα, στην είσοδο του στρατοπέδου, όπου έσπευδαν, ο ένας μετά τον άλλο, να φωτογραφηθούν.
Στο ίδιο σημείο, άφησαν εκτεθειμένα επί ημέρες άλλα πτώματα, αφού πρώτα τα έγδυσαν.
Οι τουρκικές απώλειες κατά την επιχείρηση κατάληψης του στρατοπέδου υπήρξαν τόσο μεγάλες, ώστε ο διοικητής της ΤΟΥΡΔΥΚ, συνταγματάρχης Κορτίκογλου, αντικαταστάθηκε. Βαρύτατος όμως υπήρξε και ο φόρος αίματος της ΕΛΔΥΚ, με απώλειες που υπερέβησαν κατά πολύ αυτές όλων των προηγούμενων ημερών. Οι νεκροί και αγνοούμενοι ανήλθαν στους 83, από τους οποίους 3 ξιωματικοί και 80 οπλίτες.
Ενώ στην Κύπρο χάνονταν Ελλαδίτες στρατιώτες, εκπληρώνοντας στον υπέρτατο βαθμό τις συνταγματικές τους υποχρεώσεις, εγκαταλειμμένοι πλην μαχόμενοι πλάι στους Κύπριους αδελφούς τους, στην Αθήνα κυριάρχησε η ίδια απάθεια και αναποφασιστικότητα, όπως και επί «ΑΤΤΙΛΑ 1».
Το πέρας των επιχειρήσεων βρήκε μία Κύπρο καθημαγμένη. Το 1/3 των Ελληνοκυπρίων, 191.259 άτομα προσφυγοποιήθηκαν μέσα στο ίδιο το νησί τους, ανατρέποντας πλήρως την κοινωνική ισορροπία και συνοχή. Περίπου 11.000 από αυτούς κατέφυγαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τη Χαλκίδα, τη Ρόδο και σε μικρότερη κλίμακα σε άλλα σημεία. Ανάλογος αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο.
Η τεράστια πλειοψηφία, όμως, παρέμειναν στην ελεύθερη Κύπρο. Παρά το βαρύ πλήγμα, ο κυπριακός Ελληνισμός επέδειξε αξιοθαύμαστη αντοχή και προσκόλληση στη γη των πατέρων του.
Μετά τη λήξη των επιχειρήσεων, το 36,3% του κυπριακού εδάφους περιήλθε στην τουρκική στρατιωτική κατοχή. Ποσοστό 3,7% ανακηρύχθηκε ουδέτερη ζώνη, εντός της οποίας υπάρχουν λίγα χωριά, οι κάτοικοι των οποίων παραμένουν σε αυτά και έχουν το δικαίωμα να καλλιεργούν τη γη τους. Έτσι, υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας απέμεινε το 60% του νησιού (στο ποσοστό αυτό συνυπολογίζονται και οι δύο βρετανικές βάσεις).
Ως προς το στρατιωτικό προσωπικό, ο θλιβερός κατάλογος ήταν:
Νεκροί Ελλαδίτες αξιωματικοί: 18 (οι 3 της ΕΛΔΥΚ)
Νεκροί Ελλαδίτες οπλίτες: 70 (οι 41 της ΕΛΔΥΚ)
Νεκροί Κύπριοι οπλίτες: 269
Αγνοούμενοι Ελλαδίτες, αξιωματικοί και οπλίτες: 83
Οι αγνοούμενοι Κύπριοι στρατιωτικοί ανήλθαν σε αρκετές εκατοντάδες. Το σύνολο των τραυματιών έφθασε τους 1.300 αξιωματικούς και οπλίτες. Το 1975, με Προεδρικά Διατάγματα, προήχθησαν στον αμέσως ανώτερο βαθμό αξιωματικοί, των οποίων πιστοποιήθηκε ο θάνατος.
Στην Τουρκία δεν ανακοινώθηκε ποτέ επίσημα ο αριθμός των πεσόντων κατά την εισβολή, για προπαγανδιστικούς λόγους. Με δεδομένη όμως την παραδοχή για 2.000 νεκρούς Τουρκοκύπριους ενόπλους, καθώς και τη δίχως φειδώ χρήση του πεζικού, το οποίο υπέστη τεράστιες απώλειες, υπολογίστηκε ότι οι νεκροί, αξιωματικοί και οπλίτες ξεπέρασαν τους 5.000 άνδρες. Ανάμεσά τους υπήρξαν πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί, ενώ οι απώλειες που υπέστησαν συγκεκριμένες μονάδες, όπως αυτές των αλεξιπτωτιστών, υπήρξαν συντριπτικές.
Ο Δημ. Χάντζος, που υπηρέτησε στην Κύπρο ως υποδιοικητής του 221 και στη συνέχεια ως Διοικητής του 361 Τάγματος Πεζικού, έκανε λόγο για 16.000 άνδρες, συνυπολογίζοντας προφανώς και τους τραυματίες των Τούρκων.
Θύμισες : Ο Ταξίαρχος e.a Σταυρουλόπουλος έντονα συγκινημένος δήλωσε ότι νιώθει τιμή που βρέθηκε ξανά στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Θυμήθηκε τις μάχες της 15ης και 16ης Αυγούστου κατά τις οποίες οι θέσεις της ΕΛΔΥΚ προσβάλλονταν από άρματα και τεθωρακισμένα, και σημείωσε ότι ο λοχαγός Σταυριανάκος, ο οποίος όπως ανέφερε παρά το γεγονός ότι ήταν του αξιωματικός του μηχανικού πολέμησε ηρωικά ως πεζός και έπεσε.
Ο ε.α. Ταξίαρχος συνεχίζοντας είπε ότι εκτιμώντας τα δεδομένα της μάχης, ζήτησε βοήθεια ενός λόχου και τεθωρακισμένων, η απάντηση των Διοικητών του πεζικού και των τεθωρακισμένων ήταν ότι έστελναν βοήθεια. Πρόσθεσε ότι ζήτησε επίσης βοήθεια από το υγειονομικό επειδή στο Στρατόπεδο δεν υπήρχαν νοσοκόμοι ούτε γιατρός.
Ανέφερε ότι βοήθεια δεν ήρθε ποτέ, μας εγκατέλειψαν στη βοήθεια του Θεού και με τη βοήθεια της Παναγίας κατορθώσαμε να αντεπεξέλθουμε μέχρι τις 4.00 το απόγευμα. Μετά ήταν αδύνατο, συνέχισε προσθέτοντας ότι η πίεση με τα τουρκικά τεθωρακισμένα, το πεζικό και την αεροπορία ήταν μεγάλη και αναγκάστηκε ως Διοικητής να διατάξει σύμπτυξη.
Ο τότε λοχαγός Λούης Ιωαννίδης, που κατάγεται όπως ανέφερε από την Κύπρο, υπηρετούσε στον Ελληνικό Στρατό και ορίστηκε ως συνοδός του αρματαγωγού που έφερε τους στρατιώτες της 107 σειράς για να αντικαταστήσουν τους στρατιώτες της σειράς 103 που απολύονταν.
Αφηγούμενος τα γεγονότα των ημερών αυτών, πρόσθεσε ότι το αρματαγωγό έφθασε στο λιμάνι της Αμμοχώστου στις 19 Ιουλίου το πρωί. “Παραδώσαμε τους στρατιώτες της 107 σειράς και παραλάβαμε του απολυόμενους και αναχωρήσαμε από την Αμμόχωστο τις απογευματινές ώρες της 19ης Ιουλίου”, είπε και ανέφερε πως νωρίς το πρωί της 20ης του Ιούλη ενώ βρισκόμασταν ανοικτά της Πάφου πληροφορηθήκαμε ότι αεροπλάνα της τουρκικής αεροπορίας βομβάρδισαν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ.
Είπε ότι όλοι οι στρατιώτες ξεσηκώθηκαν και δήλωναν ότι εάν το αρματαγωγό δεν επέστρεφε θα επιχειρούσαν να επιστρέψουν στην Κύπρο κολυμπώντας για να ενωθούν με τους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ και να αντιμετωπίσουν τις ορδές των Τούρκων.
Ανέφερε ότι μετά από σύσκεψη στο γραφείο του Πλωτάρχη αποφασίστηκε να επιστρέψουμε στην Πάφο και από στις μονάδες τους στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Είπε ότι στον ίδιο ανατέθηκε η διοίκηση του 4ου λόχου με τον οποίο αντιστάθηκε στις επιθέσεις των Τούρκων μέχρι τις 16 Αυγούστου. Είπε ότι οι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ με την απαράμιλλη ανδρεία που επέδειξαν συνέτειναν τα μέγιστα ώστε να κρατηθεί η Λευκωσία μακριά από την κατοχή των Τούρκων. Ο 4ος λόχος έδωσε 23 νεκρούς και αγνοούμενους στην ελευθερία αυτού του τόπου.
Σχεδόν 42 χρόνια μετά το δραματικό εκείνο καλοκαίρι, ο τελευταίος της ΕΛ.ΔΥ.Κ. έλυσε τη σιωπή του μέσα από το βιβλίο: «Το Χρονικό της Μάχης της ΕΛΔΥΚ 14-16/8/1974» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ.