H μάχη της Βιέννης έλαβε χώρα στις 11 και στις 12 Σεπτεμβρίου 1683, θέτοντας τέλος στη διάρκειας δύο μηνών πολιορκία της πόλης της Βιέννης από τον τουρκικό στρατό.
Σε αυτήν τη μάχη εκ παρατάξεως συγκρούστηκαν από τη μια πλευρά ο πολωνικός-αυστριακός-γερμανικός στρατός με αρχηγό τον Πολωνό βασιλιά Ιωάννη Γ’ Σομπιέσκι και από την άλλη ο στρατός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με επικεφαλής τον μεγάλο βεζίρη Μερζίφονλου Καρά Μουσταφά Πασά.
Υπήρξε δε η αποφασιστική μάχη των αυστροτουρκικών πολέμων, που τελείωσαν με την υπογραφή της Συνθήκης του Κάρλοβιτς.
Η πολιορκία της Βιέννης ξεκίνησε στις 14 Ιουλίου 1683 από τον στρατό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αποφασιστικής σημασίας μάχη άρχισε στις 11 Σεπτεμβρίου, όταν δηλαδή ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση των ενισχύσεων από την Πολωνία, που διοικούσε προφανώς ο ίδιος ο Σομπιέσκι, τη Γερμανία και την υπόλοιπη Αυστρία, πέρα από τις δυνάμεις που ήδη υπήρχαν στην πόλη.
Ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α’ είχε καταφύγει στο Πασάου, από όπου κατηύθυνε τη διπλωματική δραστηριότητα (με την υποστήριξη της διπλωματίας του πάπα Ιννοκέντιου ΙΑ’), η οποία ήταν απαραίτητη για να διατηρηθεί ενωμένος ένας στρατός τόσο ετερόκλητος σε μια στιγμή τόσο δραματική.
Οι στρατιωτικοί ηγέτες της πόλης δεν δίστασαν να παραδώσουν στον Σομπιέσκι τη διοίκηση του στρατού, που αποτελούνταν από 30.000 Πολωνούς, 18.500 Αυστριακούς υπό την ηγεσία του Καρόλου Ε’, δούκα της Λορένης, 19.000 Φράγκους, Σουηβούς και Βαυαρούς με διοικητή τον Γεώργιο Φρειδερίκο του Βάλντεκ, και 9.000 Σάξονες με αρχηγό τον Ιωάννη Γεώργιο Γ’ της Σαξονίας. Συνολικά οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αποτελούνταν από 75/80.000 άνδρες, έναντι περίπου 160.000 Οθωμανών.
Πρέπει να αναφέρουμε ότι αφενός οι Χριστιανικές δυνάμεις δεν γνώριζαν καθόλου την περιοχή, δεδομένου ότι είχαν μόλις φτάσει εκεί, αφετέρου οι στρατιώτες στο εσωτερικό της πόλης βρίσκονταν σε κακή κατάσταση εξαιτίας της δίμηνης πολιορκίας. Αυτό το γεγονός το εξισορροπούσε, ωστόσο, ηπελλιπέστατη στρατιωτική προετοιμασία των δύο τρίτων του οθωμανικού στρατού.
Στην πραγματικότητα, η μάχη ήταν μια σύγκρουση ανάμέσα στους Πολωνούς και το πιο ικανό τμήμα του στρατού του μεγάλου βεζίρη. Ο κύριος όγκος του οθωμανικού στρατού επιτέθηκε στη Βιέννη και τους υπερασπιστές της στις 14 Ιουλίου. Ο κόμης Ερνστ Ρούντιγκερ φον Στάρεμπεργκ, επικεφαλής των διασωθέντων δυνάμεων (20.000 άνδρες περίπου), αρνήθηκε να παραδοθεί και κλείστηκε μέσα στα τείχη της πόλης.
Ο Σομπιέσκι ηγήθηκε αυτοπροσώπως, οδηγώντας τους 3.000 ουσάρους του. Η επίθεση διέλυσε ολοσχερώς τον τουρκικό στρατό, ενώ οι πολιορκημένοι βγήκαν από τα τείχη για να συνταχθούν με τις ενισχύσεις που ήδη καταδίωκαν τους Οθωμανούς.
Ο Τούρκος χρονικογράφος Μεχμέτ Ντερ Σιλιχντάρ σχολίασε ως εξής την άφιξη του στρατού του Σομπιέσκι: «Οι άπιστοι ξεπρόβαλαν στις πλαγιές με τις μεραρχίες τους σαν σύννεφα καταιγίδας, σκεπασμένοι με μπλε μέταλλο.
Κατέφθαναν με τη μια πτέρυγα απέναντι από τους Βλάχους και τους Μολδαβούς που βρίσκονταν στη μια όχθη του Δούναβη και με την άλλη πτέρυγα μέχρι το τελευταίο άκρο των ταταρικών μεραρχιών, κάλυπταν βουνά και πεδιάδες σχηματίζοντας μέτωπο παρόμοιο με δρεπάνι. Ήταν σαν να έπεφτε επάνω μας χείμαρρος μαύρης πίσσας που πνίγει και καίει ό,τι βρει μπροστά της».
Στη μάχη της Βιέννης έκανε την πρώτη του στρατιωτική εμφάνιση ένας μελλοντικός μεγάλος στρατιωτικός αρχηγός: ο Ευγένιος της Σαβοΐας.
Οι Τούρκοι έχασαν περίπου 15.000 άνδρες και 4.000 οι χριστιανοί, οι οποίοι πήραν και μεγάλο μέρος της λείας που είχαν συγκεντρώσει οι Οθωμανοί κατά τη διάρκεια των επιδρομών τους στα Βαλκάνια. Ο Καρά Μουσταφά πλήρωσε με τη ζωή του τα στρατηγικά του λάθη και κυρίως τα λάθη τακτικής: στις 25 του επόμενου Δεκέμβρη, με διαταγή του σουλτάνου, στραγγαλίστηκε στο Βελιγράδι, που βιαζόταν να συνθηκολογήσει.
Η αναχαίτιση της δεύτερης πολιορκίας της Βιέννης έσωσε τη Δυτική Ευρώπη από τη δουλεία και τον μαρασμό. Η Τουρκοκρατία δεν έφτασε σε ολόκληρη την Ευρώπη