Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ξεκίνησε τα ξημερώματα του Σαββάτου 20 Ιουλίου 1974.
Μια ημέρα μετά την εκδήλωση της εισβολής, στις 21 Ιουλίου, και λίγες ώρες πριν κηρυχθεί εκεχειρία, ανάμεσα στις ναυτικές τουρκικές μονάδες που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις, ήταν και τρία αντιτορπιλικά πλοία, το «Κοτζάτεπε», το «Μ. Φεβζί Τσακμάκ» και το «Αντάτεπε».
Τα συγκεκριμένα πλοία βομβάρδιζαν παράκτιους στόχους, προστατεύοντας τα αποβατικά σκάφη και παρέχοντας πυρά υποστήριξης στα αποβατικά τμήματα πεζικού που επιχειρούσαν ήδη στην ακτή, στην περιοχή της Κερύνειας από την προηγούμενη ημέρα.
Τα τρία αντιτορπιλικά με διοικητή τον πλοίαρχο, Ιρφάν Τινάζ, σταμάτησαν τον επάκτιο βομβαρδισμό και κατευθύνθηκαν δυτικά, κατά μήκος της βόρειας Κυπριακής ακτής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν υποτιθέμενη ελληνική νηοπομπή που αποτελούταν από 8-9 πλοία, τα οποία μετέφεραν στρατό και υλικό που έσπευδε από την Ελλάδα προς ενίσχυση της Κύπρου.
Τα 3 τουρκικά αντιτορπιλικά έφθασαν στις 12 το μεσημέρι στο ακρωτήριο Αρβανίτης, το δυτικότερο σημείο της Βόρειας Κυπριακής ακτής και έστρεψαν προς νότο για να έλθουν σε οπτική επαφή με την υποτιθέμενη ελληνική νηοπομπή.
Οι Τούρκοι αξιωματικοί, παρόλο του ότι δεν υπήρχαν ελληνικά πλοία στην περιοχή, ανέφεραν επίθεση από τρία ελληνικά περιπολικά και ότι βύθισαν δύο από αυτά. Επιπλέον, κανένα από τα τρία πλοία δεν μπόρεσε να εντοπίσει κάποια νηοπομπή και ύστερα από ενδελεχή έρευνα, το μόνο που εντοπίστηκε ήταν τρία εμπορικά πλοία.
Τα αντιτορπιλικά ζήτησαν από τουρκικά αναγνωριστικά αεροσκάφη που πετούσαν στην περιοχή να αναφέρουν ό,τι έβλεπαν.
Τα αναγνωριστικά, γρήγορα κατάλαβαν ότι επρόκειτο για εμπορικά πλοία που δεν είχαν καμιά σχέση με τη νηοπομπή.
Η Άγκυρα, όμως, ήθελε επειγόντως μία σημαντική ναυτική επιτυχία και αποφάσισε να επιτεθεί με την αεροπορία της.
Το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου, τρία σμήνη της τουρκικής αεροπορίας, (συνολικά 48 αεροσκάφη), είχαν απογειωθεί με σκοπό να επιτεθούν κατά της «ελληνικής νηοπομπής». Ήταν τα σμήνη 181 από την Αττάλεια, 141 από το Μούρτεντ και 111 από το Εσκί Σεχίρ.
Oβίδες σκάνε στη θάλασσα ανοιχτά της Κερύνειας, καθώς τουρκικά πλοία και αποβατικά σκάφη ετοιμάζονται να αποβιβάσουν στρατιώτες και εξοπλισμό κατά τη διάρκεια της εισβολής στις 20 Ιουλίου 1974. AP
Ενδεικτικό του ότι η Τουρκία ήθελε να κερδίσει και τον «πόλεμο» των εντυπώσεων είναι η ανακοίνωση που εξέδωσε για το συμβάν το γραφείο δημοσίων σχέσεων και Τύπου, του γενικού επιτελείου Εθνικής Αμύνης στην Άγκυρα, την επόμενη ημέρα, 22 Ιουλίου.
«Παρ’ όλες τις φιλικές προειδοποιήσεις οι οποίες συνεχώς εκδίδονταν μέχρι σήμερα το απόγευμα, μία μεγάλη ελληνική αποβατική νηοπομπή, συνοδευόμενη από ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη, κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιοχή η οποία είχε κηρυχθεί απαγορευμένη από της εσπέρας της 20ής Ιουλίου, και να καταπλεύσει στις 16:00, στα ανοικτά της Πάφου.
Η νηοπομπή απήντησε με πυκνά πυρά στις προειδοποιήσεις της αεροπορίας μας και του ναυτικού μας και άρχισε να αποβιβάζει στρατεύματα στην Πάφο. Η αποβίβαση απετράπη μετά από επιθέσεις της τουρκικής αεροπορίας στον λιμένα της Πάφου. Οι επιθέσεις της αεροπορίας μας προξένησαν βαριές απώλειες στα πολεμικά και τα αποβατικά μέσα των Ελλήνων».
Το παραπάνω περιστατικό, φανερώνει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο πως και οι Τούρκοι, τουλάχιστον τις πρώτες ώρες της εισβολής, δεν είχαν σαφή εικόνα της τακτικής κατάστασης, γεγονός που ενδυναμώνει περισσότερο τον ισχυρισμό πως εάν από την πλευρά της Αθήνας υπήρχε στοιχειώδης στρατιωτική οργάνωση, τα πράγματα στην Κύπρο ίσως να ήταν εντελώς διαφορετικά.
Πηγή: Liberal.gr h