Η επιτυχής κατάρριψη εναέριου στόχου από τουρκικό UCAV ανοίγει νέο κεφάλαιο στην αεροπορική ισχύ της Άγκυρας και θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το ελληνικό δόγμα αεράμυνας.
Η Τουρκία ανακοίνωσε την πρώτη επιβεβαιωμένη κατάρριψη εναέριου στόχου από το μη επανδρωμένο UCAV Kizilelma, σε μια δοκιμή που πραγματοποιήθηκε στη Μαύρη Θάλασσα και χαρακτηρίστηκε από την Άγκυρα ως «ιστορική». Το εγχείρημα υλοποιήθηκε με την υποστήριξη πέντε τουρκικών F-16 και αξιοποίησε πλήρως τη σουίτα ραντάρ, αισθητήρων και όπλων αέρος–αέρος που έχει αναπτύξει η τουρκική αμυντική βιομηχανία.
Αν και η επιτυχία ήταν αναμενόμενη –καθώς είχαν προηγηθεί δοκιμές εγκλωβισμού στόχων– η κατάρριψη σηματοδοτεί μια νέα επιχειρησιακή πραγματικότητα για τις αεροπορικές δυνατότητες της Άγκυρας. Το Kizilelma, που πέταξε πρώτη φορά το 2022, δείχνει πλέον να εισέρχεται σε φάση ωρίμανσης, με δυνατότητες που ξεπερνούν κατά πολύ τα παραδοσιακά UAV.
Η δοκιμή και η «πρώτη βολή»
Την Παρασκευή, το Kizilelma εντόπισε και κατέρριψε εναέριο στόχο με έναν μόνο πύραυλο μέσου βεληνεκούς Gökdoğan, ο οποίος αποτελεί την τουρκική εκδοχή όπλου BVR, ανάλογου του AIM-120 AMRAAM. Ο στόχος ήταν αεροσκάφος με τζετ κινητήρα, το οποίο τα τουρκικά μέσα περιέγραψαν ως «υψηλών επιδόσεων».
Η Baykar χαρακτήρισε τη δοκιμή «καθοριστικό βήμα» για την επιχειρησιακή πιστοποίηση του συστήματος. Ταυτόχρονα, επιβεβαίωσε ότι τα υποσυστήματα που συμμετείχαν –όπως το ραντάρ Murad 100-A AESA, το ηλεκτροπτικό Toygun και ο υπέρυθρος αισθητήρας IRST Karat– ανταποκρίθηκαν πλήρως στις απαιτήσεις της δοκιμής.
Το Kizilelma, παρότι δεν διαθέτει επιδόσεις μαχητικού 4ης ή 5ης γενιάς, δείχνει ότι μπορεί να αξιοποιήσει BVR οπλισμό με τρόπο που το καθιστά χρήσιμο σε σενάρια κορεσμού, συνοδείας ή επιχειρήσεων υψηλού ρίσκου.
Η σημασία για την τουρκική αμυντική βιομηχανία
Η Τουρκία έχει επενδύσει στρατηγικά στην εγχώρια παραγωγή UAV, αισθητήρων και πυραυλικών συστημάτων. Το γεγονός ότι όλα τα κρίσιμα συστήματα του Kizilelma είναι τουρκικής κατασκευής, προσφέρει στην Άγκυρα βαθμό αυτονομίας που λίγες χώρες διαθέτουν.
Με κόστος 30–40 εκατ. δολάρια ανά μονάδα, το Kizilelma είναι σημαντικά φθηνότερο από ένα μαχητικό F-16 Block 72, που μπορεί να αγγίξει τα 80 εκατ. δολάρια. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για μαζική παραγωγή, με προφανείς επιπτώσεις στη στρατηγική ισορροπία στο Αιγαίο.
Παράλληλα, η τεχνολογική ωρίμανση των τουρκικών πυραύλων αέρος–αέρος και των νέων ραντάρ δημιουργεί νέο εξαγωγικό ενδιαφέρον, καθιστώντας την Άγκυρα υπολογίσιμο παίκτη στην παγκόσμια αγορά UAV/UCAV.
Τα επιχειρησιακά όρια και οι αδυναμίες
Παρά τα επιτεύγματά του, το Kizilelma δεν μπορεί να θεωρηθεί μαχητικό αεροσκάφος. Υστερεί σε ταχύτητα, ευελιξία και ικανότητα εμπλοκής σε κλειστή αερομαχία. Εξαρτάται από BVR όπλα και από αισθητήρες που λειτουργούν καλύτερα σε συνθήκες μεγάλης απόστασης.

Επιπλέον, το γεγονός ότι χρησιμοποίησε το δικό του ραντάρ για τον εντοπισμό του στόχου το καθιστά ευάλωτο σε ανίχνευση. Η τουρκική βιομηχανία, όμως, ήδη εργάζεται στη διασύνδεση του Kizilelma με επίγεια και εναέρια ραντάρ, ώστε να μπορεί να εκτοξεύει πυραύλους χωρίς να αποκαλύπτει τη θέση του.
Παρά τα μειονεκτήματα, η δυνατότητα μιας «φθηνής» πλατφόρμας να εκτοξεύει πυραύλους αέρος–αέρος αλλάζει τα δεδομένα της εναέριας μάχης.
Τα διδάγματα για την Αθήνα
Για την Ελλάδα, η εξέλιξη δεν αποτελεί αιφνιδιασμό αλλά σαφές καμπανάκι. Μια πιθανή μαζική χρήση τέτοιων UCAV από την Τουρκία θα μπορούσε να εξαντλήσει τα αποθέματα πυραύλων μεγάλης ακτίνας ή να επιβαρύνει σημαντικά την ελληνική αεράμυνα.
Σύμφωνα με στρατιωτικές πηγές, η Αθήνα θα πρέπει να ενισχύσει:
-
τον αντι-drone θόλο,
-
την αξιοποίηση όπλων λέιζερ χαμηλού κόστους,
-
προηγμένα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου,
-
και ένα πυκνό, πολυεπίπεδο δίκτυο αισθητήρων για έγκαιρη προειδοποίηση.
Η χρήση UCAV σε ρόλο «δόλωμα–κορεσμού» μπορεί να αναγκάσει την Ελλάδα να σπαταλήσει πυρομαχικά υψηλής αξίας. Επομένως, ο σχεδιασμός του νέου αμυντικού δόγματος θα πρέπει να ενσωματώσει λύσεις που μειώνουν το κόστος ανά αναχαίτιση και αυξάνουν τη δυνατότητα συνεχούς επιτήρησης.
Το Kizilelma δεν είναι –και δεν πρόκειται σύντομα να γίνει– ισοδύναμο μαχητικού. Όμως η μαζικότητα, το χαμηλό κόστος και η εγχώρια παραγωγή του το καθιστούν παράγοντα που η Αθήνα δεν μπορεί να αγνοήσει.













