Η μάχη του Σαρανταπόρου θεωρείται ως η αποφασιστικότερη του πρώτου βαλκανικού πολέμου και αυτή που εξασφάλισε την νίκη στον ελληνικό στρατό και συνέβαλε στην υποχώρηση και αιχμαλωσία του οθωμανικού.
Από στρατιωτικής απόψεως παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, όχι μόνον για τη σκληρότητα που την χαρακτήρισε, αλλά και για τον εντυπωσιακό ελιγμό που πραγματοποίησε ο ελληνικός στρατός προκειμένου να υπερφαλαγγίσει τον οθωμανικό.
Παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον διότι οι σχετικές ελλείψεις των Οθωμανών ανέδειξαν την τεράστια σημασία των διαβιβάσεων και την αξία της πληροφορίας.
Μετά τη διάβαση των συνόρων και τη μάχη της Ελασσόνας, στο χρονικό διάστημα από τις 9 ως τις 11 Οκτωβρίου με το παλαιό ημερολόγιο (21-24 με το νέο) ο ελληνικός στρατός επιχείρησε να διασπάσει την οθωμανική αμυντική γραμμή, η οποία εμπόδιζε την προέλαση προς βορρά και έφραζε την οδό Κοζάνης-Θεσσαλονίκης.
Δεδομένου ότι υπήρχαν και άλλα πιθανά σημεία άμυνας, η επιλογή του ελληνικού επιτελείου να διατάξει τις δυνάμεις του με τον συγκεκριμένο τρόπο που θα αναφερθεί στη συνέχεια, αποδεικνύει ότι διέθετε καλό δίκτυο πληροφοριών.
Αντίθετα, οι Οθωμανοί αξιωματικοί είχαν ελλιπή και στρεβλή πληροφόρηση για τις κινήσεις και τη δύναμη του ελληνικού στρατού.
Η γραμμή Σαρανταπόρου-Λαζαράδων, που επέλεξε το οθωμανικό επιτελείο προκειμένου να διατάξει την άμυνά του απέναντι στην ελληνική προέλαση, είχε μήκος 14 χιλιόμετρα, μεγάλο μέρος των οποίων καλύπτονταν από αδιάβατα βουνά.
Η αξιοποίηση του ορεινού εδάφους ήταν μια φυσιολογική επιλογή για αμυνόμενο στρατό, ο οποίος υπολειπόταν σε μέγεθος και οπλισμό. Ήδη, από τις 2/15 Οκτωβρίου, δηλαδή πριν από την έναρξη του πολέμου, οθωμανικές δυνάμεις είχαν διαταχθεί μεταξύ Σαρανταπόρου και Λαζαράδων και είχαν δημιουργήσει λιθόκτιστα οχυρώματα, δημιουργώντας έτσι μια αμυντική ζώνη σε μεγάλο βάθος.
Στη ζώνη αυτή αναπτύχθηκαν δύο οθωμανικές μεραρχίες, η 22η μεραρχία πεζικού (Κοζάνης) και η μεραρχία εφέδρων Ανασελίτσας (Νεάπολη Βοΐου).
Στους Λαζαράδες τοποθετήθηκε το 65ο σύνταγμα πεζικού, το οποίο είχε υποχωρήσει από τη Δεσκάτη, ενώ το 66ο που είχε υποχωρήσει από την Ελασσόνα, για να αποφύγει την υπερφαλάγγιση, διατηρήθηκε ως εφεδρεία κατά μήκος της οδού προς Θεσσαλονίκη.
Το οθωμανικό πυροβολικό παρατάχθηκε στο κέντρο της αμυντικής γραμμής. Το 65ο σύνταγμα πεζικού, παρατεταγμένο στους Λαζαράδες, δεν διέθετε ούτε ένα πυροβόλο.
Συνολικά, οι οθωμανικές αυτές δυνάμεις δεν υπερέβαιναν το ήμισυ των ελληνικών. Επιπλέον, η οθωμανική επιμελητεία ήταν άθλια, μεγάλη ποσότητα των πολεμοφοδίων αποδείχτηκε άχρηστη, ενώ οι αρμόδιοι είχε υποτιμήσει την ποσότητα τηλεγραφικών καλωδίων που χρειάζονταν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν διαβιβάσεις.
Η θέση των Οθωμανών ήταν δύσκολη, για τον πρόσθετο λόγο ότι βρισκόταν ανάμεσα σε προελαύνοντες εχθρούς. Ο μεγάλος όγκος των οθωμανικών δυνάμεων πολεμούσε στα βόρεια με τον σερβικό και τον βουλγαρικό στρατό.
Στις 9/22 Οκτωβρίου οι Σέρβοι κατέλαβαν την Πρίστινα, την επομένη το Νοβιπαζάρ και τη μεθεπομένη το Κουμάνοβο. Αντίστοιχα, οι Βούλγαροι κατέλαβαν το Δεδεαγάτς και τις Σαράντα Εκκλησιές και βομβάρδιζαν την Ανδριανούπολη.
Έτσι, ο κύριος όγκος του οθωμανικού στρατού υποχωρούσε και γι’ αυτό η αμυντική διάταξη στα στενά του Σαρανταπόρου (τουρκικά Κιρκγκετζίντ, που σημαίνει «σαράντα περάσματα»), από όπου περνούσε ο δρόμος προς τα Σέρβια, είχε μεγάλη σημασία.
Για το λόγο αυτόν, παρά την πίεση που υφίστατο σε άλλα μέτωπα, το οθωμανικό στρατηγείο έστειλε ως εφεδρεία στον στρατηγό Χασάν Ταξίν που ήταν διοικητής του 8ου εφεδρικού σώματος στρατού και κρατούσε το Σαραντάπορο, δύο ακόμη τάγματα εφέδρων.
Ο ελληνικός στρατός έδρασε ως εξής: Τρεις μεραρχίες (I, II, III) τοποθετήθηκαν μετωπικά απέναντι από τον αντίπαλο και πραγματοποίησαν επίθεση στις 9/22 Οκτωβρίου.
Η V μεραρχία έδρασε δυτικότερα και ενεπλάκη την ίδια μέρα με οθωμανική δύναμη στους Λαζαράδες. Η IV μεραρχία και η ταξιαρχία ιππικού πραγματοποίησαν κοπιαστικό ελιγμό προς τα βόρεια, με σκοπό να προωθηθούν στα νώτα της οθωμανικής διάταξης και να ελέγξουν το δρόμο Κοζάνης-Σερβίων.
Οι μεραρχίες Ι, ΙΙ και ΙΙΙ ξεκίνησαν την επίθεση στις 6:30 π.μ. της 9/22 Οκτωβρίου. Η γραμμή εξόρμησης των Ελλήνων απείχε από τις οθωμανικές θέσεις 8-10 χιλιόμετρα.
Λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους, το πυροβολικό δεν μπορούσε να συνοδεύσει το πεζικό και συγκεντρώθηκε πίσω από το κέντρο του. Έβρεχε συνεχώς και το πεδίο ήταν λασπωμένο. Τα βαριά πυροβόλα ρυμουλκούνταν με μεγάλο κόπο.
Γύρω στις 9:30-10:00 π.μ., όταν οι ελληνικές δυνάμεις είχαν διανύσει ένα τμήμα της απόστασης που τις χώριζε από τις αντίπαλες γραμμές, το οθωμανικό πυροβολικό άρχισε το πυρ που διήρκεσε επί τρεις ώρες.
Το ελληνικό πεζικό, αν και απροστάτευτο από τα πυρά, κινήθηκε και κατέλαβε προωθημένες θέσεις, παρά τις μεγάλες απώλειες, τη βροχή και την ομίχλη. Το μεσημέρι, το ελληνικό πυροβολικό έφτασε σε θέση που επέτρεπε τον βομβαρδισμό των οθωμανικών θέσεων. Το οθωμανικό πυροβολικό απάντησε με καταιγισμό και η ανταλλαγή πυρών συνεχίστηκε μέχρι τις βραδινές ώρες.
Αν και η προέλασή τους διακόπηκε, τα ελληνικά τμήματα είχαν διανύσει από το πρωί -και παρά το πυρ- περίπου οκτώ χιλιόμετρα και απείχαν μόνον δύο χιλιόμετρα από την οχυρή οθωμανική διάταξη, ενώ ορισμένα τμήματα απείχαν μόνον μερικές εκατοντάδες μέτρα. Τη νύχτα ο αγώνας διακόπηκε, εκτός από σποραδικές βολές π.
Ανάλογη ήταν η εξέλιξη στους Λαζαράδες, όπου η V μεραρχία επιτέθηκε στις τουρκικές θέσεις, με τη βοήθεια μιας ορεινής πυροβολαρχίας και ενός ευζωνικού τμήματος. Η ανταλλαγή πυρών συνεχίστηκε όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα.
Η μάχη, ωστόσο, κρίθηκε κυρίως από την επιτυχία του ελιγμού της IV μεραρχίας, η οποία βαδίζοντας με μεγάλη ταχύτητα, κατόρθωσε να υπερφαλαγγίσει την οθωμανική διάταξη και να φτάσει το απόγευμα κοντά στα χωριά Πολύρραχο (Ραχόρ) και Προσήλιο (Καλντάτ), δηλαδή στα νώτα των Οθωμανών.
10/23 Οκτωβρίου 1912
Ο Χασάν Ταξίν είχε το στρατηγείο του στα Σέρβια. Επικεφαλής των μαχομένων τμημάτων ήταν ο Τεφίκ πασάς, διοικητής της μεραρχίας Ανασελίτσας, που είχε το αρχηγείο του στα Στενά Πόρτας, κοντά δηλαδή στις θέσεις που κατέλαβε η ελληνική IV μεραρχία.
Ο Τεφίκ εισηγήθηκε στον Χασάν αναδίπλωση. Ο Χασάν διέταξε τις εφεδρείες του στα μετόπισθεν, με την εντολή να αποκαταστήσουν τις γραμμές επικοινωνίας και να απωθήσουν τους Έλληνες. Πράγματι, η οθωμανική νυκτερινή επίθεση τη νύχτα της 9/22 Οκτωβρίου ήταν επιτυχής και οι Οθωμανοί ανέκτησαν το Προσήλιο, ενώ οι Έλληνες κράτησαν το Πολύρραχο.
Σύμφωνα με τον στρατιωτικό ιστορικό Έντουαρντ Έρικσον, ο οποίος συμβουλεύτηκε τις οθωμανικές πηγές, ο Χασάν Ταξίν στερούμενος επικοινωνιών αγνοούσε πόσες ήταν οι ελληνικές δυνάμεις στο Πολύρραχο και πού βρίσκονταν οι ελληνικές δυνάμεις.
Γι’ αυτό, αν και διέθετε εφεδρείες, αποφάσισε να δεχτεί την εισήγηση για αναδίπλωση και να εγκαταλείψει την οχυρή θέση του Σαρανταπόρου. «Για ποιο λόγο αποφάσισε να αναδιπλωθεί, ενώ διέθετε ουσιώδεις τακτικές εφεδρείες, παραμένει και σήμερα ασαφές. Εν πάση περιπτώσει, η διαταγή της αναδίπλωσης έφτασε στους σχηματισμούς του 8ου σώματος εφέδρων τις πρώτες ώρες της 10/23 Οκτωβρίου 1912», γράφει ο ίδιος ιστορικός.
Ο οθωμανικός στρατός υποχώρησε προς την Καστανιά, αφήνοντας το δρόμο ανοιχτό προς τα Σέρβια και την Κοζάνη. Αν και δόθηκαν αυστηρές οδηγίες για προσεκτική υποχώρηση και διάσωση του οπλισμού, φαίνεται ότι επικράτησε πανικός.
Οι έφεδροι εγκατέλειπαν τις μονάδες για να πάνε στα κοντινά σπίτια τους και να φροντίσουν τις οικογένειές τους, ενώ μέσα στη βιασύνη εγκαταλείφθηκε οπλισμός και πολεμοφόδια.
Στις 13/26 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός έφτασε στα πρόθυρα της Κοζάνης και πέντε μεραρχίες στράφηκαν προς τον οθωμανικό στρατό που υποχωρούσε προς τον Αλιάκμονα