Την καθημερινότητά μας σήμερα, την απασχολούν διάφορα θέματα. Πρώτα η Νοβάρτις, από την οποία φαίνεται ότι λαδώθηκε το αγλάισμα του πολιτικού μας κόσμου.
Επίσης κάποιοι διορισμοί στη ζούλα σε κάποια νοσοκομεία κάποιων τεχνιτών μοτοσυκλετών ή διαφόρων άλλων που δεν τους παίρνουμε χαμπάρι, κάποια χιλιάρικα που ελάμβανε νόμιμα μεν, ανήθικα δε, κάποια «ματσό» υπουργάρα κ.λπ.
Ένα θέμα, όχι πολύ σοβαρό κατά τον κ. Φίλη, είναι και το επεισόδιο στον Έβρο. Εύχομαι, να μη χρειασθεί ο κ. Φίλης να καταλάβει την σοβαρότητά του, αν υποτίθεται ότι μπορεί ο κ. Φίλης να καταλάβει…
Το επεισόδιο αυτό, μου θύμισε κάτι σχετικό που συνέβη ακριβώς στην ίδια περιοχή το 1974.
Μόλις είχαν τελειώσει οι επιχειρήσεις στην Κύπρο και ολόκληρος ο Ελληνικός Στρατός βρισκόταν στον Έβρο και τα νησιά και μία σπίθα αρκούσε για ν’ ανάψει το πανηγύρι.
Στην περιοχή των Καστανιών, Διοικητής λόχου, στην ευθύνη του οποίου περιλαμβανόταν και το επίμαχο δασύλλιο, όπου έγινε η σύλληψη των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, ήταν ένας νεαρός υπολοχαγός. Ας τον ονομάσουμε Ιωάννη Τριανταφυλλάκη.
Τότε λοιπόν οι Τούρκοι, κάθε νύχτα και εκ συστήματος, άρχιζαν να πυροβολούν προς το μέρος μας, χωρίς όμως πρόθεση να μας χτυπήσουν. Απλώς για πόλεμο νεύρων. Με το που έπεφταν οι πυροβολισμοί, σήμαινε συναγερμός και όλοι οι στρατιώτες έπαιρναν τις προβλεπόμενες θέσεις μάχης.
Φυσικά και ο Υπολοχαγός Τριανταφυλλάκης παρών. Ερχόταν αστραπιαία από το σπίτι που έμενε με την οικογένεια του (η σύζυγός του και τα δύο παιδιά του, δύο ετών το αγοράκι και 6 μηνών το κοριτσάκι, φτασμένοι επιστήμονες σήμερα). Το σπίτι απείχε μόλις λίγα μέτρα από την μεθόριο.
Κάποτε τελείωναν οι πυροβολισμοί και έληγε ο συναγερμός. Το όλο σκηνικό όμως, κρατούσε πάνω από μία ώρα.
Κατά την διάρκεια του επεισοδίου, είχαν ενημερωθεί εν τω μεταξύ το Σύνταγμα και η Μεραρχία, που μονίμως συνιστούσαν «Ψυχραιμία και αποφυγή εμπλοκής».
Οι Τούρκοι συνέχιζαν αυτό το βιολί επί σειρά ημερών, ή μάλλον νυχτών, με μαθηματική ακρίβεια. Κάθε νύχτα μπαμ – μπούμ – συναγερμός – λήξη.
Όπως αντιλαμβάνεσθε η ιστορία αυτή δεν μπορούσε να τραβήξει επ’ άπειρον. Και δεν τράβηξε!
Μια νύχτα λοιπόν, μόλις άρχισε το ίδιο τροπάρι, ειδοποιήθηκε ο Κρητίκαρος Τρανταφυλλάκης, ένας άριστος αξιωματικός, αλλά κομματάκι νευρικός.
Φθάνει στην έδρα του λόχου (είναι εκείνο το κτίριο που φαίνεται δίπλα στη μπάρα των συνόρων), αρπάζει ένα πολυβόλο, το στήνει στην βεράντα του κτιρίου και αρχίζει να πυροβολεί κατά του τουρκικού φυλακίου. Η συνέχεια ήταν μια συρραφή κωμικών σκηνών.
Οι Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν έντρομοι να φωνάζουν «μη μπατζανάκη» «καρντάσι» και άλλα ακατάληπτα και να πηδούν αλλόφρονες από τα παράθυρα με τα σώβρακα κάτω , προς μεγάλη τέρψη των Ελλήνων στρατιωτών που, επί τέλους, έπαιρναν το αίμα τους πίσω.
Συνέπειες του γεγονότος:
α. Ο νεαρός Υπολοχαγός, μόνο που δεν οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά η ταλαιπωρία που υπέστη ήταν χειρότερη απ΄ το απόσπασμα. Κάθε τρεις και λίγο στη Μεραρχία, στο Διδυμότειχο, για ανακρισούλα (χωρίς βέβαια να του δίνουνε μόνο λακέρδα όπως στον Ηλιόπουλο στο «Έξω οι κλέφτες»).
Διαταγές επί διαταγών να μη προκαλούμε και γενικώς μία κατάσταση, όχι και τόσο κολακευτική. Σε λίγο καιρό ό υπολοχαγός μετετέθη στην Κύπρο, στην οποία ακόμη κάπνιζαν τα ερείπια που είχε σωρεύσει ο Αττίλας.
β. Οι πυροβολισμοί από την πλευρά των Τούρκων, κόπηκαν με το μαχαίρι και το πανηγύρι φυσικά δεν άναψε!
Ηθικόν Δίδαγμα: Βγάλτε το μόνοι σας…
Χρήστος Μπολώσης
Υποστράτηγος ε.α