…Σαν σήμερα το 1913, η Βουλγαρία στράφηκε εναντίον των πρώην συμμάχων της –της Ελλάδας και της Σερβίας– ξεκινώντας τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, έναν από τους πιο αιματηρούς και σύντομους πολέμους στην ιστορία της Νότιας Ευρώπης. Ο πόλεμος αυτός δεν αφορούσε πλέον την απελευθέρωση εδαφών από τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά τη μεταξύ τους διανομή. Και όπως συμβαίνει συχνά στα Βαλκάνια, η φωτιά άναψε από τη φιλοδοξία.
Η Βουλγαρία, ανικανοποίητη από τα εδαφικά κέρδη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, διεκδικούσε μεγαλύτερο μερίδιο στη Μακεδονία.
Χωρίς επίσημη προειδοποίηση ή κήρυξη πολέμου, εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση στα μεσάνυχτα εναντίον των ελληνικών και σερβικών θέσεων, παραβιάζοντας τις γραμμές του μετώπου από το Κιλκίς μέχρι τη Γευγελή. Η κίνηση αυτή καταγράφηκε στην Ιστορία ως μια προδοσία του βαλκανικού συνασπισμού που μόλις λίγους μήνες νωρίτερα είχε δώσει κοινό αγώνα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Ελλάδα βρέθηκε σε κατάσταση εθνικής εγρήγορσης. Ο στρατός, με επικεφαλής τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’, αντέδρασε με ταχύτητα και αποφασιστικότητα. Οι σφοδρές μάχες του Κιλκίς–Λαχανά και της Δοϊράνης έμειναν χαραγμένες στη συλλογική μνήμη για τη σκληρότητα και τις τεράστιες απώλειες. Χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες έπεσαν μαχόμενοι, υπερασπιζόμενοι τα εδάφη που μόλις είχαν απελευθερώσει.
Ο πόλεμος διήρκεσε μόλις 33 ημέρες, αλλά η καταστροφή και η ψυχική φθορά που προκάλεσε υπήρξαν τεράστιες. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913 έφερε το τέλος των συγκρούσεων, αλλά και μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα:
H Ελλάδα διπλασίασε σχεδόν την επικράτειά της, αποκτώντας τη Μακεδονία και την Ήπειρο, ενώ η Βουλγαρία, ηττημένη και διπλωματικά απομονωμένη, έμεινε με ανοιχτές πληγές που θα αιμορραγούσαν ξανά στον Μεγάλο Πόλεμο.















