Σαν σήμερα, λοιπόν, δύο δημοσιογράφοι της εφημερίδας «Χουριέτ» στη Σμύρνη μεταβαίνουν με ελικόπτερο στη Μεγάλη Ίμια. Υποστέλλουν την ελληνική σημαία και υψώνουν την τουρκική.
Η όλη επιχείρηση βιντεοσκοπείται και προβάλλεται από το τηλεοπτικό κανάλι της «Χουριέτ».
Λίγο αργότερα το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού «Αντωνίου» υψώνει ξανά – και για τελευταία φορά – την γαλανόλευκη.
Εκτοτε ξεκινά να γράφεται μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της χώρας και μια κηλίδα που συνοδεύει τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής.
Με την κυβέρνηση Σημίτη να μετρά λίγες μόνο ημέρες στην εξουσία, η Τουρκία εκμεταλλεύεται αυτό το ουσιαστικό κενό εξουσίας και στήνει μια άνευ προηγουμένου προβοκάτσια.
Χρόνια μετά, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Χουριέτ» στη Σμύρνη Τζεσούρ Σερτ περιέγραψε την ιστορία λέγοντας κι ότι μετάνιωσε που κατέβασε την ελληνική σημαία.
Οπως αναφέρει:
Τον κάλεσε εκείνο το πρωινό εσπευσμένα ο διευθυντής της εφημερίδας Ερτουγρούλ Οζκόκ προκειμένου να του αναθέσει μια δημοσιογραφική αποστολή που θα τον έκανε γνωστό σε όλη τη χώρα.
Κρατώντας μια μεγάλη τουρκική σημαία στα χέρια -όπως έγινε γνωστό αργότερα, του την έδωσαν από τα γραφεία της «Χουριέτ» στη Σμύρνη- επιβιβάστηκε με έναν δημοσιογράφο και έναν εικονολήπτη του Canal D στο ελικόπτερο και πέταξαν για τα Ιμια κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες, όπου και κατάφεραν να προσγειωθούν μετά τις επίμονες προσπάθειες του πιλότου.
«Καταδρομικά» -χωρίς να σβήσει η μηχανή του ελικοπτέρου και με τον έλικα να γυρίζει- δημοσιογράφοι και εικονολήπτης πήδηξαν στο έδαφος και κινήθηκαν αστραπιαία προς τον ιστό, κατεβάζοντας την ελληνική σημαία και ανεβάζοντας στη συνέχεια την τουρκική, πυροδοτώντας την κρίση ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Την επόμενη μέρα η «Χουριέτ» κυκλοφόρησε με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Πόλεμος σημαιών».
Οπως λέει ο Σερτ, δεν πίστευε πως η προκλητική του ενέργεια θα μπορούσε να προκαλέσει σύγκρουση ανάμεσα στις δύο χώρες. Κάτι που, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, αποφεύχθηκε στο πάρα πέντε, αλλά με τρεις Έλληνες αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού νεκρούς και «γκριζάρισμα» των βραχονησίδων.
«Πραγματικά αισθάνομαι μετανιωμένος για το γεγονός, όπως και Ερτουγρούλ Οζκόκ, ο οποίος ήταν ο διευθυντής της “Χουριέτ”… Αισθάνομαι άσχημα και το έχω μετανιώσει», λέει χαρακτηρίζοντας «αστείο» το γεγονός.
Τα Ίμια (Καρντάκ στα τουρκικά) είναι δύο μικρές ακατοίκητες βραχονησίδες μεταξύ του νησιωτικού συμπλέγματος των Δωδεκανήσων και των νοτιοδυτικών ακτών της Τουρκίας. Απέχουν 3,8 ναυτικά μίλια από το Μποντρούμ (Αλικαρνασσός) της Τουρκίας, 5,5 ν.μ. από την Κάλυμνο και 2,5 ν.μ. από το πλησιέστερο ελληνικό έδαφος, τη βραχονησίδα Καλόλιμνος.
Τα Ίμια παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα από την Ιταλία το 1947 με τη Συνθήκη των Παρισίων, ακολουθώντας την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το Τουρκικό κράτος είχε αποδεχτεί το καθεστώς επικυριαρχίας της Ελλάδας στα νησιά αυτά. Η αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Ιμίων ξεκίνησε από ένα ναυτικό ατύχημα που συνέβη στις 25 Δεκεμβρίου 1995.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν να εφαρμόσουν για την περίσταση τη δική τους ερμηνεία στη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), με την οποία είχαν παραχωρηθεί τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία στο σύνολό τους και όχι ονομαστικά, και να αμφισβητήσουν την ελληνική κυριαρχία κάποιων βραχονησίδων.