Η ιστορία της οικογένειας του Ανδρέα Κωνσταντή είναι πραγματικά μοναδική, ξεχωριστή όσο και συγκλονιστική. Ο Αντρέας Κωνσταντή ήταν ένας αρχοντάνθρωπος. Στη Λύση είχε μεγάλη φάρμα από χοίρους και τις δικές του εγκαταστάσεις για τροφές ζώων, σιδηρουργείο και ό,τι χρειαζόταν για να αντιμετωπίζει τον συναγωνισμό που διαφαινόταν στα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Ήταν ένας άνθρωπος που πολέμησε στη ζωή του για το καλό και την πρόοδο των γεωργών της κοινότητας μέσω του Συνεργατικού Κινήματος και της ΠΕΚ της Λύσης. Δίπλα του είχε τη γυναίκα του Ανδρεανή, γνωστή περισσότερο ως Γιαλλουρού, που γεννήθηκε το 1930 και πέρασε μαζί του όλες τις δυσκολίες της ζωής. Ήταν μια απλοϊκή Λυσιώτισσα που ακόμα και σήμερα στα 95 της χρόνια ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της, στρέφει τα μάτια στον ουρανό, βλέπει την απεραντοσύνη του και κάνοντας το σταυρό της και δοξάζει το Θεό για όσα της έχει δώσει. Τα πέντε παλληκάρια της, την κόρη της και τον άνδρα της.
Στις 18 Αυγούστου, λοιπόν, με τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής και την προέλαση του Αττίλα στη Λύση ο Ανδρέας Κωνσταντή ξεκίνησε μαζί με τους τρεις του γιουςΚυριάκο (Κάκο), Παναή και Κωστάκη για το χωριό τους για να περιποιηθούν τα ζώα τους, ανύποπτος αλλά και παραγνωρίζοντας τους τυχόν κινδύνους που δυνατό να αντιμετώπιζαν στη δύσκολη πορεία τους προς την κατεχόμενη πια Λύση,
Τους συνέλαβαν οι Τούρκοι και βρέθηκαν οι τρεις τους αιχμάλωτοι στην Τουρκία μαζί με άλλους τρεις συγγενείς και φίλους τους. Ο Κάκος κρατήθηκε στα κρατητήρια στην κατεχόμενη Λευκωσία.

Μαζί τους αλλά με ξεχωριστή αποστολή μεταφέρθηκε στις τουρκικές φυλακές και ο άλλος γιος της οικογένειας, ο Αντώνης. Ηταν στρατιώτης στο Βαρώσι όπου κατέφυγε σε άνδρες των Ηνωμένων Εθνών και αυτοί τον παρέδωσαν στα τουρκικά στρατεύματα.
Τον μετέφεραν στο γκαράζ Παυλίδη από τους πρώτους αιχμαλώτους. Εκεί όπου συναντήθηκε με τον πατέρα του και τα τρία του αδέλφια που μεταφέρθηκαν αργότερα. Ακολούθησαν αγκαλιές, χαρές και γέλια μέσα στις δραματικές συνθήκες που ζούσαν.
Αυτή ήταν η στιγμή που ο Ανδρέας Κωνσταντή ακούστηκε να βγάζει μια άναρθρη κραυγή, που έμοιαζε περισσότερο με κραυγή απελπισίας, αλλά και χαράς μαζί, που ξάφνιασε τα υπόλοιπα παιδιά του. Από τη μια διαπίστωνε ότι και ο άλλος του γιος, ο Αντώνης, ήταν καλά στην υγεία, ενώ από την άλλη λυπόταν που δεν θα μπορούσε να βρίσκεται δίπλα στη μητέρα του, αυτός τουλάχιστον. Μόλις τον αντίκρυσε ο πατέρας του τον ρώτησε με αγωνία
«Ρε Αντώνη, τι γυρεύκεις δαμαί»;;
«Εγώ ή εσεις; Εγώ ήμουν στον πόλεμο τζιαι επιάσαν με. Δαμαί εσείς τι γυρεύκετε;;».
Δεν άντεξε άλλο ο Ανδρέας Κωσνταντή. Κάθισε. Κάλεσε και τα παιδιά του να καθίσουν γύρω του. Μέσα σε λυγμούς, σχεδόν κλαίοντας, τους είπε: «Νόμιζα ότι δεν σε πιάσαν εσέναν. Τώρα η μάνα σας εν θα αντέξει σίγουρα». Και πρόσθεσε συμβουλεύοντας τους:
«Μεν καρτεράτε ότι εν να πάμεν πίσω και θα τα εύρουμε όλα όπως ήταν παλιά. Να προσέχετε μόνο».
Τελικά ο πατέρας και οι τρεις γιοι μαζί με τους άλλους τρεις Λυσιώτες, κατέληξαν στις φυλακές της Τουρκίας και ο νεαρότερος, ο Κάκος κρατήθηκε στην Κύπρο.
Εκεί τους έσωσε όλους,, κυριολεκτικά από του χάρου τα δόντια, ο τουρκοκύπριος Χασάν Κασάπ από την Βατυλή. Σήμερα ο Κασάν είναι ο καλύτερος του φίλος.
Στις 21 Αυγούστου 2025, μετά από 44 χρόνια, ο Κυριάκος δημοσίευσε την πιο κάτω ανάρτησή για τα όσα πέρασε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης:
«Είχα την πιο άγρια εμπειρία της ζωής μου που είναι χαραγμένη δεν θα πω στην μνήμη μου, αλλά στη ψυχή μου.
Τότε άγραφος αιχμάλωτος, στο παλιό σινεμά της Βατυλής, εγνώσθη ότι είχε βρεθεί μαζικός τάφος της Αλόα, Μαράθα και Σανταλάρη, με αποτέλεσμα μια ομάδα φανατικών Τουρκοκυπρίων να βγουν παγανιά για εκδίκηση.
Και είχαμε την ατυχία να πέσουμε στα χέρια τους.
Μας έβαλαν στον τοίχο για εκτέλεση.
Όμως είχαμε την τύχη να έχουμε ένα καλό φρουρό τον Hassan Kasap, που στάθηκε εμπόδιο και με πολλές προσπάθειες κατάφερε να μας γλιτώσει.
Cok desekur ederim Hassan».
Ο Κάκος έμεινε υπό κράτηση μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου 1974. Είχε ήδη αρχίσει η απελευθέρωση των αιχμαλώτων και από τις τουρκικές φυλακές.
Σε Μερσίνα και Αντίγιαμα
Πρώτος σταθμός των υπολοίπων αιχμαλώτων της οικογένειας Ανδρέου η Μερσίνα και αργότερα η Αντίγιαμα: Ο Αντώνης θυμάται ότι στις δύο πόλεις πέρασε τις χειρότερες ώρες της κράτησής του. Κατά τη μεταφορά του τον κτύπησαν τόσο άγρια οι φρουροί που του έσπασαν πολλές πλευρές του…
Δεν μπορούσε να κινηθεί. Του συμπαραστάθηκε κάποιος στρατιώτης κρατούμενος που τον βοηθούσε. «Δεν μπορούσα να περπατήσω. Ήμουν εντελώς αναίσθητος. Δεν μπορούσα να κατέβω από το αυτοκίνητο.
Ήταν κάποιος συγκρατούμενος μου που με πήρε στα χέρια του και με μετέφερε με μεγάλη δυσκολία, ξυλοκοπούμενος μάλιστα από τους φρουρούς γιατί δεν μπορούσε με έναν άλλο που μας βοηθούσε, να τρέξει. Είχε πει στους άλλους αιχμαλώτους: «Ελάτε να τον μεταφέρουμε γιατί αν τον αφήσουμε εδώ σίγουρα θα τον σκοτώσουν οι Τούρκοι».
Έκτοτε ο Αντώνης τον αναζητεί για να τον ευχαριστήσει.«Κάποτε βρήκα τις αισθήσεις μου» προσθέτει: «Είχα χάσει σχεδόν το φως μου από τα κτυπήματα στο κεφάλι και σε όλο το σώμα μου. Να φαντασθείτε ότι από τις πληγές έτρεχε το αίμα μου κι εγώ το κατάπινα.
Σε κάποιο στάδιο με μετέφεραν για να πιω νερό. Έβαλα το κεφάλι μου από κάτω από το νερό και αυτό με βοήθησε να ξαναδώ… Ήταν ένα μαρτύριο».
Ύστερα κινούμενος με δυσκολία κατάφερε να ανέβει στο τρίτο «διάζωμα» των κρεβατιών και ξάπλωσε. Οι πόνοι αφόρητοι. Όλοι ήταν νηστικοί και διψασμένοι. «Έτσι όπως άγγιζαν τα χέρια μου», αφηγείται, «στην αριστερά πλευρά, λόγω της πείνας, μετρούσα μια, μια τις πλευρές μου (παϊδια)».
Κατά ένα περίεργο τρόπο, όλο θάρρος και μη λαμβάνοντας υπόψη τους αφόρητους πόνους, ο Αντώνης έπαιρνε τις σπασμένες πλευρές στη δεξιά πλευρά και σαν καλός… ορθοπεδικός, τις έσπρωχνε μέσα στο σώμα του και αντίγραφε αυτό που άγγιζε, στην αριστερά πλευρά του κορμιού του.
Απάνθρωπη συμπεριφορά
Ο Παναής Αντρέου έμενε στον ίδιο θάλαμο με τον πατέρα του. Τον έβλεπε κάθε μέρα και σαν τον ρώτησα πως αισθανόταν αυτός ο άνθρωπος με τα παιδιά του στις τουρκικές φυλακές και να τους ξυλοκοπούν οι Τούρκοι βαριάνοι μου είπε: «Το ξύλο είναι το λιγότερο».
Κάποτε, προσθέτει, σιγομουρμούριζε και τον άκουσα να λέγει: «Έτο τζείνα που τους εκάμαμεν εν να μας τα κάμουν τζείνοι τωρά… Αλλά δεν εκδηλωνόταν γενικά. Κανένας ίσως να μη αισθανόταν τις δύσκολες ώρες που περνούσε καθώς οι άλλοι δεν ήταν γονείς για να νοιώθουν αυτό που ένοιωθε εκείνος.
Ο ίδιος δεν ήταν καπνιστής, αλλά όσοι χρειάζονταν τη βοήθειά του κυρίως για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν το τσιγάρο τους, δεν τους την αρνείτο. Τους βοηθούσε από ένα κομπόδεμα 450 λιρών που είχε κρυμμένες μέσα στις κάλτσες του και δεν τις εντόπισαν οι Τούρκοι.
Ο Κωστάκης ο μεγαλύτερος αδελφός, είχε άλλη απασχόληση στη διάρκεια της κράτησης του στις ίδιες φυλακές με τον πατέρα του. Δημιούργησε τραπουλόχαρτα από τα κενά πακέτα των τσιγάρων και ζάρια από τα κουκούτσια των ελιών ή και κομπολόγια.
Κατάφερε, μάλιστα, και έφερε μαζί του αρκετά από τα τραπουλόχαρτα και τα κομπολόγια και τα τοποθέτησε στο οικογενειακό ράντσο που δημιούργησε με τα άλλα του αδέλφια του στην Ξυλοτύμπου, σε μια περιοχή που πλησιάζει προς την αγαπημένη του Λύση. Κι εκεί δείχνει στους επισκέπτες με περηφάνια τα δημιουργήματά του.
Στις τουρκικές φυλακές είπε ο Αντώνης ήταν μια κατάσταση πολύ δύσκολη. «Με σειρά να φας τρεις ελιές και έναν κομμάτι ψωμί. Τα κουκούτσια των τριών ελιών που μας έδιναν τα εγλύφαμε μέχρι που να εξαφανισθεί κάθε ίχνος γεύσης ελιάς που είχε πάνω. Στη συνέχεια τα ετρίβαμε πάνω στο τσιμέντο για να σπάσει η μύτη και πουμέσα επαίρναμε το κουκούτσι και ροφούσαμε τον «μυελό» …
Η Παναγία η ασπροφορούσα
«Ξαφνικά ένα βράδυ είτε λόγω της συνεχούς σκέψης στη Λύση, των συγγενών και του καημού της επιστροφής, είδα στον ύπνο μου -αφηγείται- μιαν ασπροφορούσαν με μαντήλι. Δεν μπορώ να πω αν ήταν η Παναϊα… Μου είπεν αύριο θα πάτε στην Κύπρο…Ξύπνησα καταϊδρωμένος και κοίταζα γύρω- γύρω. Οι άλλοι συγκρατούμενοι μου κοιμούνταν». Δεν υπήρχε άλλος ξύπνιος. Ξανακοιμήθηκε, αλλά δεν ξέχασε αυτό που είχε στο όνειρό του: Την ασπροφορούσαν γυναίκα με το μαντήλι.

Έτσι μόλις ξημέρωσε, πρωί- πρωί μόλις ξύπνησαν και οι άλλοι τους είπε: «Παιθκιά εννα πάμεν στην Κύπρον σήμερα».
Ξαφνιάστηκαν οι συγκρατούμενοι του.
-Ποιος σου το είπε;
–Είδα το όνειρον.
Οι άλλοι άρχισαν τις ειρωνίες. Η αλουπού στον ύπνον της πετηναρούθκια εθώρεν περινάρκα, τον πείραξαν.
Και όμως το όνειρό του βγήκε αληθινό. Την ίδια μέρα οι Τούρκοι φρουροί τους ειδοποίησαν ότι θα έφευγαν για τα σπίτια τους. Ο Κωστάκης αφέθηκε ελεύθερος στις 18 Οκτωβρίου 1974, ύστερα από δυο μήνες. Μαζί του και ο πατέρας του.
Στο σπίτι ήταν ο Κάκος και ο Παναής που είχαν αφεθεί ελεύθεροι νωρίτερα με τους νέους και τους υποψήφιους φοιτητές.
Έμενε ο Αντώνης ακόμα που πήρε σειρά με τους τελευταίους αιχμαλώτους που αφέθηκαν ελεύθεροι.
Λίγες μέρες αργότερα ένας Λυσιώτης συνάντησε τον Αντρέα Κωνσταντή στο δρόμο. Ήταν φίλοι από τη Λύση. Τον ρώτησε πώς περνούσε. Αυτός όμως είχε τις σκέψεις του στα όσα πέρασε. Του απάντησε σχεδόν δακρύζοντας: «Ε κουμπάρε Αντρέα, εκατάφερά τα τζιαι έφερά τους ούλλους πίσω…» Αυτός ήταν ο στόχος του. Τα ζώα και οι περιουσίες θα ξαναδημιουργούνταν.

Η πάλη της μάνας κουράγιο
Παράδειγμα όμως και η μητέρα τους η μάνα κουράγιο που παρά το γεγονός ότι είχε τελειώσει ,μόνο το Δημοτικό άρχισε να παλεύει εναντίον του πολέμου και για να κρατήσει τα παιδιά της κοντά της.

Δυο φορές απηύθυνε εκκλήσεις προς την τότε πολιτική ηγεσία τονίζοντας ότι δεν ήθελε παλάτια και λεφτά, αλλά μόνο τα παιδιά της να μείνουν κοντά της και ας πήγαιναν να πολεμήσουν ξανά εκείνοι που ήθελαν τον πόλεμο.
Στις 28 Νοεμβρίου 1974 για παράδειγμα έγραφε στον κυπριακό τύπο: «Είμαι μια πικραμένη μάνα», ανέφερε σε επιστολή της προς την εφημερίδα Ο Αγών στις 28/11/1974 σαν γύρισαν από την αιχμαλωσία. Τους πήραν όλους στα Άδανα και στο Αντίγιαμα. Εκεί υπέστησαν τρομερά βασανιστήρια που τους άφησαν σημαντικά και ψυχικά τραύματα και που θα υποφέρουν σε όλη τους τη ζωή.Δεν ήθελα πόλεμο ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου. Να πληρώσουν αυτοί που ήθελαν πόλεμο».
Εγκαταστάθηκαν όλοι στην Ξυλότυμπου σε πρόχειρα παραπήγματα και άρχισαν από το μηδέν και πάλι στην προσφυγιά. Δραστήριοι όπως ήταν δεν μπορούσαν να μείνουν άπραγοι. Και στρώθηκαν στη δουλειά.
Το ένα χοιροστάσιο έφερε το άλλο. Το σιδηρουργείο εκμοντερνίστηκε και έγινε μηχανουργείο με εξαγωγές ψησταριών που λειτουργούν με καθοδήγηση κομπιούτερ μέχρι την Αυστραλία. Ταυτόχρονα ασχολήθηκαν και με το εμπόριο. Είναι οι εισαγωγείς των εργαλείων Μακίτα. Σήμερα με κατέχουν το 50 τοις παραγωγής σε χοιρινό κρέας και απασχολούν στις πολλές εταιρείες τους 300 υπαλλήλους. Παράδειγμα προς μίμηση.
(Αποσπάσματα από το νέο μου βιβλίο τόμος 27ος της σειράς Ιστορία της Δημοσιογραφίας που κυκλοφορεί και ως 5οςτόμος με αναφορά στην εισβολή καλύπτοντας το τι έγινε στα χωριά Αφάνεια, Άσσια, Βατυλή, Λύση και Κοντέα)
















