Γράφει ο Βασίλης Νέδος
Τις εξαιρετικά στενές αμυντικές σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια ανάμεσα σε Αθήνα και Ουάσιγκτον αναδεικνύει ένα έργο το οποίο βρίσκεται σε φάση ολοκλήρωσης και έχει δώσει ουσιαστικές λύσεις στις επιχειρησιακές ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων.
Με χρηματοδότηση περίπου 20 εκατ. δολαρίων, που εγκρίθηκε σταδιακά από το Κογκρέσο, οι ΗΠΑ εγκατέστησαν ένα υπερσύγχρονο σύστημα επιτήρησης, το οποίο έχει τοποθετηθεί σε σταθμούς που χρησιμοποιούνταν ήδη από το πολεμικό ναυτικό γι’ αυτόν τον σκοπό, σε νησιά αλλά και στην ηπειρωτική χώρα.
Το σύγχρονο σύστημα (Mari-time Domain Awareness) χρησιμοποιείται για την ωφέλεια τόσο του Π.Ν. όσο και των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και έχει σκοπό την ακριβή παρακολούθηση οποιασδήποτε κίνησης συμβαίνει στο Αιγαίο, αλλά και πέρα από αυτό.
Το σύστημα δίνει εικόνα σε πραγματικό χρόνο στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων (ΕΘΚΕΠΙΧ). Μέχρι πρότινος, το Π.Ν. είχε αρκετά «τυφλά» σημεία στο Κεντρικό και Βόρειο Αιγαίο, ωστόσο με το νέο, τελευταίας τεχνολογίας, σύστημα υπάρχει καθαρή εικόνα από τη Λήμνο μέχρι και τα νότια της Κρήτης, όπου πλέον η Αθήνα έχει να αντιμετωπίσει πιθανές απειλές, λόγω του Τουρκολιβυκού μνημονίου και των περιοχών που έχουν οριοθετηθεί με βάση αυτό.
Πρόκειται για μια συνέργεια που προέκυψε σχεδόν φυσικά, καθώς εξυπηρετεί πάγιους σχεδιασμούς των Αμερικανών να έχουν καθαρή εικόνα από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο, σε μια περίοδο αύξησης της ναυτικής παρουσίας αρκετών δυνάμεων στην περιοχή και, βεβαίως, την ελληνική ανάγκη να εκσυγχρονίσει το τακτικό σύστημα επιτήρησης των πλόων στην επιφάνεια του Αιγαίου και να αποκτήσει νότια της Κρήτης μια αξιόπιστη λύση.
Για την Αθήνα, θα ήταν ιδανική η επέκταση αυτού του συστήματος και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, αλλά προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν είναι προγραμματισμένο.
Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι το συγκεκριμένο παράδειγμα αμερικανικής επένδυσης σε ελληνική στρατιωτική υποδομή δεν θα είναι και το τελευταίο, ιδιαίτερα μετά την κύρωση της τροποποίησης του παραρτήματος της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας (MDCA) από τη Βουλή των Ελλήνων.
Υπενθυμίζεται πως με τη νέα MDCA, οι ΗΠΑ θα επενδύσουν στην αεροπορική και ναυτική βάση της Σούδας, στην αεροπορική βάση Λάρισας, στη βάση της Αεροπορίας Στρατού στο Στεφανοβίκειο, αλλά και «σε άλλες εγκαταστάσεις των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων», κάτι που βεβαίως δεν έχει προσδιοριστεί.
Στην ίδια συμφωνία γίνεται ρητή αναφορά για «ανεμπόδιστη πρόσβαση και χρήση» στο λιμάνι Αλεξανδρούπολης, αλλά και «σε άλλες τοποθεσίες» που, βεβαίως, δεν προσδιορίζονται, καθώς θα προκύπτουν κατά περίπτωση.
Οι εγκαταστάσεις στη Σούδα, στη Λάρισα και στο Στεφανοβίκειο έχουν αυτή τη στιγμή προτεραιότητα για τις αμερικανικές δυνάμεις, αν και, όπως αποκάλυψε η «Κ», πριν από λίγες ημέρες βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Αλεξανδρούπολης αξιωματούχοι που κατόπτευσαν σημεία έξω από την πόλη, προκειμένου να διαπιστώσουν αν αυτά μπορούν να φιλοξενήσουν κάποιο σταθμό εφοδιασμού, ώστε κατά τη μετακίνηση δυνάμεων από τον Βορρά προς τον Νότο, και αντιστρόφως, να υπάρχει η δυνατότητα κάποιας μονιμότερης υποστήριξης.
Πρόκειται, πάντως, για σχέδια που αυτή τη στιγμή απέχουν από την υλοποίηση, καθώς το τείχος του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ανάμεσα στις ΗΠΑ και στο Μεξικό απορροφά τους πόρους που υπάρχουν για διάφορα έργα μικρής ή και μεσαίας εμβέλειας που σχεδίαζε το αμερικανικό Πεντάγωνο για τοποθεσίες στο εξωτερικό, προφανώς και στην Ελλάδα.
Σε Καβάλα & Αλεξανδρούπολη
Αντιθέτως, φαίνεται ότι υπάρχει κάποια δυναμική για προσέλκυση αμερικανικών επενδύσεων σε διάφορους τομείς μέσω της νεοσύστατης υπηρεσίας χρηματοδότησης έργων στο εξωτερικό που θα μπορούσαν να έχουν στρατηγικό χαρακτήρα για τις ΗΠΑ, η επονομαζόμενη DFC (Development Finance Corporation).
Την προηγούμενη εβδομάδα, στελέχη της DFC βρέθηκαν στην Καβάλα και στην Αλεξανδρούπολη, όπου και διαβουλεύθηκαν με τις τοπικές αρχές για τις δυνατότητες επενδύσεων που υπάρχουν στις περιοχές τους.
Το αμερικανικό ενδιαφέρον σε αυτή την περιοχή είναι εστιασμένο σε συνέργειες οι οποίες έχουν στο επίκεντρό τους την ενέργεια, ευρύτερα του διακηρυγμένου στόχου δημιουργίας ενός πλωτού κέντρου επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) στην Αλεξανδρούπολη.
Τα στελέχη της DFC έχουν ήδη αναχωρήσει για τις ΗΠΑ και υπολογίζεται ότι, ανάλογα με το κλίμα και τη διάθεση που υπάρχει στην Ουάσιγκτον, ότι μέχρι τον Απρίλιο ή τον Μάιο θα υπάρχει μια σαφής εικόνα για το αν μπορεί να κατατεθεί κάποια συγκεκριμένη πρόταση για επενδυτικό σχέδιο σε αυτές τις περιοχές.
Η DFC αποτελεί ένα σχήμα το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για στρατηγικά αμερικανικά πρότζεκτ, τα οποία δεν μπορούσαν μέχρι πρότινος να χρηματοδοτηθούν σε χώρες όπως η Ελλάδα, που, ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. δεν μπορεί να λάβει κάτι που θεωρείται αναπτυξιακή βοήθεια.
Έντυπη Καθημερινή