Τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια που θα αποκτήσει η Αυστραλία στο πλαίσιο της νέας σύμπραξής της με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, αναμένεται να μοιάζουν πάρα πολύ με τις τελευταίες εκδοχές των υποβρυχίων που διαθέτουν το αμερικανικό και το βρετανικό Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό.
Οι στόλοι ΗΠΑ και Βρετανίας διαθέτουν δύο τύπους υποβρυχίων, τα επιθετικά και τα βαλλιστικών πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές, που κινούνται αμφότερα με πυρηνικούς αντιδραστήρες μετατρέποντας το νερό σε ατμό υψηλής πίεσης, ο οποίος κινεί τις τουρμπίνες πρόωσης των σκαφών.
Η Αυστραλία επέλεξε τα επιθετικά υποβρύχια, που αποτελούν και τη ραχοκοκκαλιά του αμερικανικού και του βρετανικού στόλου υποβρυχίων.
Τα υποβρύχια αυτά έχουν σχεδιαστεί για να εντοπίζουν και εντοπίζουν εχθρικά υποβρύχια και πολεμικά πλοία, να προβάλλουν ισχύ καθώς είναι εφοδιασμένα με πυραύλους Κρουζ, να μετέχουν σε αποστολές συγκέντρωσης πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης, να υποστηρίζουν επιχειρήσεις πολεμικών πλοίων και να εμπλέκονται σε αποστολές ναρκοθέτησης, σύμφωνα με το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό.
ΟΙ ΗΠΑ διαθέτουν τρεις κλάσεις επιθετικών υποβρυχίων. Από τα συνολικά 53 τους, τα νεότερα 19 είναι κλάσης Virginia. Οπλισμένα με δεκάδες πυραύλους κρουζ Tomahawk και τορπίλες, τα μήκους 114 μ. και 8.000 τόνων υποβρύχια αυτά μπορούν να αναπτύξουν ταχύτητα άνω των 28 μιλίων την ώρα και να παραμένουν για πολύ μεγάλο διάστημα στο βυθό – χρόνος που περιορίζεται μόνον από την ανάγκη ανεφοδιασμού σε τρόφιμα και νερό για τα 132μελή πληρώματά τους. Τα υποβρύχια αυτά δεν διαθέτουν περισκόπια, αλλά μια ειδική ηλεκτρονική συσκευή που περιλαμβάνει και υπέρυθρο βίντεο υψηλής ανάλυσης για την παρακολούθηση της εμπόλεμης ζώνης, με τις πληροφορίες να εμφανίζονται σε μεγάλες οθόνες στο κέντρο διοίκησης.
Τα τέσσερα βρετανικά υποβρύχια κλάσης Astute είναι ταχύτερα από τα αμερικανικά καθώς πιάνουν πάνω από 35 μίλια την ώρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και φέρουν και αυτά πυραύλους Tomahawk IV, που έχουν μεγαλύτερο (πάνω από 1.600 χλμ.) βεληνεκές από τους αντίστοιχους της προηγούμενης γενιάς, μπορούν να αλλάξουν στόχο εν πτήσει και να στέλνουν πίσω στο υποβρύχιο εικόνες από το πεδίο της μάχης, όπως αναφέρει στην ιστοσελίδα του το βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό. Μια τέτοια δύναμη πυρός επιζητεί η Αυστραλία για την προστασία των υδάτων πέρα από τη βόρεια ακτογραμμή της και την προβολή ναυτικής ισχύος στη Νότια Σινική Θάλασσα, όπου επιδιώκει, μαζί με τις ΗΠΑ, να φρενάρει την κινεζική επιρροή και να διασφαλίσει την ελεύθερη ναυσιπλοϊα.
Τα αμερικανικά και βρετανικά βαλλιστικά υποβρύχια φέρουν βαλλιστικούς πυραύλους Trident εφοδιασμένους με πολλαπλές πυρηνικές κεφαλές. Η αποστολή τους είναι να πλέουν επί μήνες στη θάλασσα, το μεγαλύτερο διάστημα κάτω απ’ το νερό και να είναι έτοιμα να εξαπολύσουν πυρηνικά πλήγματα αντιποίνων σε περίπτωση που ΗΠΑ ή Βρετανία δεχθούν πυρηνική επίθεση.
Τα υποβρύχια αυτού του τύπου είναι αθόρυβα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και πολύ δύσκολα ανιχνεύσιμα. Αποτελούν τον κεντρικό μοχλό της αποτρεπτικής ισχύος των δύο χωρών διασφαλίζοντας ότι ο εχθρός θα πληρώσει τρομακτικό τίμημα αν επιτεθεί πρώτος σε ΗΠΑ ή Βρετανία. Κάθε ένα από τα αμερικανικά υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων μπορεί να φέρει 20 πυραύλους Trident με οκτώ πυρηνικές κεφαλές και τα βρετανικά 16 πυραύλους με τρεις πυρηνικές κεφαλές, που μπορούν να πλήξουν στόχους σε απόσταση έως και 7.400 χλμ. ΟΙ πυρηνικές κεφαλές έχουν εκρηκτική ισχύ μεταξύ 100 και 470 κιλονότων – έναντι 15 της ατομικής βόμβας που ισοπέδωσε τη Χιροσίμα τον Β΄Π.Π. Οι ΗΠΑ διαθέτουν 14 τέτοια υποβρύχια και η Βρετανία τέσσερα.