Σοβαρό προβληματισμό προκαλεί άρθρο γνώμης της Wall Street Journal, το οποίο θέτει ευθέως το ερώτημα γιατί μια ήδη στρατιωτικά ισχυρή χώρα όπως η Τουρκία χρειάζεται ένα από τα πιο προηγμένα οπλικά συστήματα παγκοσμίως, τη στιγμή που ο πρόεδρός της μιλά ανοιχτά για την «καταστροφή του σιωνιστικού Ισραήλ».
Το δημοσίευμα συνδέει τη σκληρή ρητορική του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απέναντι στο Ισραήλ, τις κατηγορίες περί στήριξης της Χαμάς από την Άγκυρα και το ενδεχόμενο πώλησης μαχητικών F-35 στην Τουρκία, σε ένα εκρηκτικό μίγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευθεία σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.
Σύμφωνα με τη WSJ, η τουρκική ηγεσία κατηγορεί το Ισραήλ για επεκτατικές βλέψεις και για τη δημιουργία ενός «Μεγάλου Ισραήλ», την ώρα που, όπως επισημαίνουν επικριτές της, η ίδια η Άγκυρα καλλιεργεί φιλοδοξίες αναβίωσης της οθωμανικής επιρροής σε περιοχές που βρίσκονταν ιστορικά υπό τον έλεγχό της. Το άρθρο μιλά για φαινόμενο «προβολής», όπου οι κατηγορίες προς το Ισραήλ αντανακλούν τις ίδιες τις στρατηγικές επιδιώξεις της Τουρκίας.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη στάση της Άγκυρας απέναντι σε ζητήματα ιστορικής μνήμης και διεθνούς δικαίου. Ενώ ο Ερντογάν κατηγορεί το Ισραήλ για γενοκτονία εις βάρος των Παλαιστινίων, η Τουρκία εξακολουθεί να αρνείται τη γενοκτονία των Αρμενίων. Παράλληλα, οι καταγγελίες περί σχεδίων μετατροπής του τεμένους Αλ Άκσα σε εβραϊκό ναό αντιπαραβάλλονται με τη μετατροπή της Αγία Σοφία από μουσείο σε τζαμί, παρά τις έντονες διεθνείς αντιδράσεις.
Το δημοσίευμα περιγράφει την Τουρκία όχι πλέον ως «Μεγάλο Ασθενή της Ευρώπης», αλλά ως έναν επικίνδυνο και αποσταθεροποιητικό παράγοντα στη Μέση Ανατολή. Η Άγκυρα κατηγορείται ότι στηρίζει ακραίες δυνάμεις, διατηρεί σχέσεις με τρομοκρατικές οργανώσεις και φιλοξενεί στελέχη της Χαμάς στο έδαφός της. Ενδεικτικό θεωρείται το γεγονός ότι η τουρκική πρεσβεία στο Τελ Αβίβ είχε κατεβάσει τη σημαία μεσίστια μετά τον θάνατο του ηγέτη της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγια, ενός εκ των οργανωτών της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου.
Στο ίδιο πλαίσιο, το Ισραήλ έχει εκφράσει την έντονη αντίθεσή του στην ενσωμάτωση Τούρκων στρατιωτών σε ενδεχόμενη πολυεθνική δύναμη στη Λωρίδα της Γάζας, εκτιμώντας ότι η Άγκυρα θα μπορούσε να στηρίξει τη Χαμάς και επί του πεδίου. Σύμφωνα με διπλωματικές πληροφορίες, παρόμοιες επιφυλάξεις εκφράζονται κατ’ ιδίαν και από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο, σύμφωνα με τη WSJ, είναι το ενδεχόμενο πώλησης μαχητικών F-35 στην Τουρκία. Ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Άγκυρα, Τομ Μπάρακ, έχει δηλώσει ότι οι σχετικές συνομιλίες ήταν «παραγωγικές», ενώ Ισραηλινός αξιωματούχος εκτίμησε στα μέσα Δεκεμβρίου ότι η πιθανότητα έγκρισης της πώλησης αγγίζει το 40%.
Αναλυτές προειδοποιούν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να διαταράξει την ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και να υπονομεύσει το ποιοτικό πλεονέκτημα των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Ο ειδικός στη Μέση Ανατολή Μάικλ Ντόραν έχει υποστηρίξει ότι η Ουάσινγκτον οφείλει να κρατά Ισραήλ και Τουρκία όσο το δυνατόν πιο μακριά, αν θέλει να αποφύγει μια μελλοντική σύγκρουση ακόμη και μεταξύ μαχητικών F-35.
Ήδη από το 2011, ο ιστορικός Μπέρναρντ Λιούις είχε προειδοποιήσει ότι η Τουρκία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια απειλητική ισλαμική δύναμη. Με δεδομένο ότι ισραηλινά, αμερικανικής κατασκευής αεροσκάφη κατέστρεψαν πρόσφατα παρωχημένα ιρανικά F-14, το άρθρο καταλήγει πως θα ήταν σοβαρό στρατηγικό λάθος να εξοπλιστεί μια ολοένα και πιο επιθετική Τουρκία με ακόμη πιο προηγμένα αμερικανικά όπλα.













