Η περιγραφή της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής, τον Αύγουστο του 1974, από έναν Τούρκο στρατηγό είχε ιδιαίτερη σημασία.
Είναι η οπτική γωνία του εισβολέα και του κατακτητή. Είναι η προσέγγιση της ηγεσίας ενός πανίσχυρου στρατού, που επιτέθηκε κατά της μικρής και ανυπεράσπιστης Κύπρου. Της προδομένης και της παραδομένης στην κατοχική Τουρκία.
Ο Τούρκος στρατηγός Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, ο οποίος ήταν ο διοικητής 39ης Μεραρχίας Πεζικού, κράτησε ημερολόγιο κατά την εισβολή, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Τζουμχουριέτ, από τις 17.7.1989.
Ο Ντεμιρέλ είχε έλθει στην Κύπρο στις 22 Ιουλίου και παρέμεινε για πέντε μήνες. Όσα καταγράφει στο ημερολόγιό του είναι πολλές φορές αποκαλυπτικά. Σε σχέση με την εισβολή (20 Ιουλίου), ομολογεί τις δυσκολίες και τα στρατιωτικά λάθη της τουρκικής επιχείρησης, κατά την εισβολή.
Για τη δεύτερη φάση της εισβολής, ο στρατηγός αναφέρεται στο σχέδιο, που καταστρώθηκε. Σύμφωνα με το σχέδιο της επίθεσης στα ανατολικά βρίσκονταν η 39η Μεραρχία και στα βόρεια της Λευκωσίας η 28η Μεραρχία.
Και οι δυο Μεραρχίες θα επιτίθεντο προς την κατεύθυνση της Αμμοχώστου. Όμως το πρώτο στάδιο της επιχείρησης θα ήταν η προώθηση στη γραμμή Τζιάους – αεροδρομίου Τύμπου.
⦁ «Αυτή η προώθηση θα ήταν συνδεδεμένη με το αν θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε ή όχι προς τα ανατολικά.
Το πιο σημαντικό καθήκον στο σχέδιο επίθεσης δόθηκε στην ειδική ομάδα Μπόρα. Θα ξεκαθάριζε την κατεύθυνση Sukulesi, Χαμίτ Μάνδρες, Μια Μηλιά, Κυθραία, Πέκιογου και Τζιάος. Ενώ γινόταν το σχέδιο επίθεσης, υπήρχαν επιφυλάξεις για την προώθηση μέχρι τις ακτές της Αμμοχώστου.
Δεν φαίνονταν αρκετές οι δυνάμεις που είχαμε στα χέρια μας για την προώθηση μέχρι τις ακτές της Αμμοχώστου και Λάρνακας. Δεν υπολογίζαμε ότι η επιχείρηση θα εξελισσόταν με τόση μεγάλη ταχύτητα».
Ο στρατηγός Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, αναφέρει πως η μεγαλύτερη αλλαγή που έγινε στα σχέδια που υπέβαλε στις ανώτερες αρχές το Σώμα Στρατού, ήταν η επίθεση που γινόταν προς ανατολάς και ειδικά προς τη Λάρνακα, να περιοριστεί και να γίνει μια γραμμή που να περιλαμβάνει την Τύμπου.
«Είχαμε χαρεί με τις μικρές αλλαγές που σημειώθηκαν στο σχέδιο επίθεσης. Στην πραγματικότητα, η επιχείρηση στον τομέα εκτέλεσης εφαρμοζόταν σύμφωνα με τις ανάγκες στρατηγικής και τακτικής. Καμία επιχείρηση, που δεν ήταν προσχεδιασμένη, δεν είχε προχωρήσει», αναφέρει ο Ντεμιρέλ.
Οι ανώτερες Αρχές επικύρωσαν τα σχέδια και την κάθε πλευρά της επιχείρησης άφησαν να την εκτελέσουν οι κάτω Αρχές.
Το διοικητήριο της Μεραρχίας ήταν στο Δίκωμο. Οι τοποθεσίες της επίθεσης απλωνόταν από βορρά προς νότο, μερικά χιλιόμετρα μπροστά. Φαίνονταν στο πιο βόρειο σημείο το κάστρο του Βουφαβέντο και στο πιο νότιο σημείο οι ράχες του βουνού, οι Χαμίτ Μάνδρες και η Λευκωσία.
Το ύψωμα, που κατείχαν οι Έλληνες, ήταν το Αγγλικό.
Ο Ντεμιρέλ περιγράφει στο ημερολόγιό του τις τελευταίες ώρες πριν την εκδήλωση της δεύτερης φάσης:
«Το βράδυ της 13ης Αυγούστου στο διοικητήριο του Σώματος Στρατού έγινε αξιολόγηση της τελικής κατάστασης. Ο υποστράτηγος Χασάν Σαγλάμ, που ήλθε από το Γενικό Επιτελείο από την Άγκυρα, αφού κοινοποίησε τις διαταγές βιαζόταν να επιστρέψει στην Τουρκία. Φαινόταν πως είχε πολύ αγωνία αυτός ο στρατηγός.
Μετά τη σύσκεψη στις 9.00 το βράδυ επέστρεψα στο Δίκωμο για να δώσω τις διαταγές της επίθεσης. Γύρω στα μεσάνυκτα, αφού πήγα στο διοικητικό όχημα, προσπάθησα να κοιμηθώ. Το συνθηματικό για την επόμενη ημέρα ήταν “Νίκη ή θεμέλιο”. Το “νίκη” ήθελε να πει επίθεση και το “θεμέλιο” αναμονή.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Δεν μπορούσα να ξέρω πώς θα εξελίσσονταν οι δύσκολες μέρες. Οπωσδήποτε, η επίθεση θα ήταν επιτυχής. Σε αυτό δεν είχα αμφιβολία. Όμως το πραγματικό πρόβλημα ήταν η αστραπιαία εξέλιξη της επίθεσης και πώς να υπάρξουν λίγες απώλειες.
Άραγε, πόσοι θα σκοτώνονταν στην επίθεση; Ίσως ο καθένας να σκεφτόταν αυτό.
Τι θα γινόταν στις μάχες της επόμενης ημέρας; Οι πολεμιστές στο μέτωπο θα σκέφτονταν περισσότερο από τους εαυτούς τους, τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους και τους γονείς, που άφησαν στα σπίτια τους και δεν μπορούσαν να κοιμηθούν.
Στο μεταξύ πέρασαν δυο ώρες. Ίδρωσα ελαφρά. Δεν ήταν από τη ζέστη, αλλά από την αγωνία της επίθεσης, που θα άρχιζε με την αυγή. Άκουσα ένα κτύπο στην πόρτα του οχήματος. Σηκώθηκα. Ο επιτελάρχης με χαμηλή φωνή έλεγε το συνθηματικό “επίθεση”. Ντύθηκα και πήρα το όπλο μου. Η ώρα ήταν 4.40 π.μ.»
Ο Τούρκος στρατηγός στις 5.30 ακριβώς βγήκε στο παρατηρητήριο.
…«Με μιας ο ουρανός βούιξε. Τα αεροπλάνα μας είχαν έλθει. Επιτίθεντο ανά δύο σε σημαντικούς στόχους της Λευκωσίας και έκαναν βυθίσεις πίσω του Αγγλικού υψώματος.
Στις 6.30 άρχισε τους κανονιοβολισμούς το Πυροβολικό της Μεραρχίας μας. Κάποτε ακούγονταν εκρήξεις, μεγαλύτερες από τις βροντές.
…Έβλεπα τη μεγάλη αναστάτωση που επικρατούσε στις θέσεις του εχθρού».
Ασυμφωνία με διπλωματία
Ο στρατηγός Ντεμιρέλ αναφέρεται στο θέμα της ασυμφωνίας στις διπλωματικές συνομιλίες και τις συγκρούσεις στο πεδίο των μαχών: «Ακούγαμε πως οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις οπισθοχωρούσαν από τους τομείς του κάστρου Βουφαβέντο, Κουτσοβέντη, Αγγλικό ύψωμα, Καράτεπε και Χαμίτ Μάνδρες. Αν δεν ήταν οι άσχημες ειδήσεις, που έρχονταν από το Τζιάος, η δεύτερη επιχείρηση θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν πλήρης επιτυχία.
… Κατά το απόγευμα, στις 15 Αυγούστου, πλευρίσαμε τις ακτές της Αμμοχώστου. Η Μεραρχία, που στο μεταξύ την προηγούμενη είχε καταφέρει να καταλάβει το Τζιάος, αφού πέρασε τα ελληνοκυπριακά χωριά, έφθασε τις βόρειες ακτές της Αμμοχώστου.
Εκτός από τις μονάδες που έφθασαν στις βόρειες ακτές της Αμμοχώστου, υπήρχαν και μονάδες που διεξήγαγαν μάχες στη Λευκωσία. Ήταν μάχες εντός της πόλεως. Αλλά δεν έγινε σκέψη να καταληφθούν σημαντικοί στόχοι, όπως ο ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός, η ΣΥΤΑ, η Κεντρική Τράπεζα…»
Στο ημερολόγιο γίνονται αναφορές σε λεηλασίες. Αν και ο στρατηγός κρατούσε αποστάσεις για να μην… εκτεθεί ο κατοχικός στρατός, φορτώνοντας τις λεηλασίες στους Τουρκοκύπριους, όλα γινόντουσαν υπό την εποπτεία του Αττίλα.
Όπως αναφέρει «οι Τούρκοι των χωριών, θεωρούσαν σαν νόμιμο δικαίωμα τη διεξαγωγή λεηλασιών και αρπαγών στα εκκενωμένα ελληνοκυπριακά χωριά.
Δικαιολογεί, πάντως, τις καταστροφές και λεηλασίες». Τις θεωρεί αποτέλεσμα ότι «οι Ελληνοκύπριοι δεν συμπεριφέρονταν σωστά στους Τουρκοκύπριους». Οι Ελληνοκύπριοι, αναφέρει, ήταν φταίχτες, καταπίεζαν τους Τουρκοκύπριους.
Τα όσα περιγράφει ο Τούρκος στρατηγός έχουν και στοιχεία υπερβολής, που ενίοτε συναντούμε σε απομνημονεύματα στρατιωτικών. Περιγράφει, πάντως, μια στρατιωτική επιχείρηση με σημαδεμένη την τράπουλα. Οι τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν και προέλασαν σε μια υπόθεση προδομένη για την Κύπρο και τους Ελληνοκύπριους.