Πριν από 108 χρόνια, το θέρος του 1913 η Ελλάς ζούσε ένδοξες ημέρες της σύγχρονης Ιστορίας της, μέρες θριάμβων και τροπαίων που άνοιγαν τον δρόμο προς την πραγματοποίηση των εθνικών ονείρων της ελληνικής φυλής.
Τόσο ο Α’ όσο και ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, στεφάνωσαν με δάφνες τα ελληνικά όπλα που έδειξαν το μέτρο της ανδρείας της αποφασιστικότητας και της ισχύος του Ελληνικού Στρατού. Ψυχή και λόγχη τα όπλα που χάραζαν τον δρόμο των εθνικών ονείρων. Αγωνία αλλά και ακλόνητη αδάμαστος πίστη ξεχείλιζε στην ψυχή του Έθνους. Οι Βούλγαροι είχαν την εντύπωση ότι λόγω του Α΄ Βαλκανικού πολέμου ήταν ανίκητοι.
Είχαν στόχο την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Την 16η Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι επιτέθηκαν κατά των Ελληνικών και σερβικών δυνάμεων. Τότε ο Βασιλεύς – Στρατηλάτης Κωνσταντίνος ΙΒ’ με τον ελληνικό στρατό, έδωσε απάντηση στις βουλγαρικές επιθέσεις.
Ο Κωνσταντίνος έδωσε επιθετική διαταγή στο Στρατό με σύνθημα: «Καταδιώξατε τους Βουλγάρους οπουδήποτε και αγρίως». Στις δύο λέξεις περικλείετε η όλη ψυχολογία του ελληνικού λαού. Η ορμή του έθνους το απαύγασμα μιας ιστορίας πενήντα αιώνων είχε τούτο το ιδιαίτερο μήνυμα εκείνο του Βασιλέως κατά την στιγμή της ενάρξεως του Β’ Βαλκανικού Πόλεμου.
Το 1913 η Ελλάς επιρρίπτεται πάλι εις έναν ιερό πόλεμο με ορμή. Οι βουλγαρικές δυνάμεις οπισθοχώρησαν στη γραμμή Κιλκίς –Λαχανά. Εκεί θα γινόταν η γιγαντομαχία Κιλκίς-Λαχανά. Οι Βούλγαροι είχαν οχυρωθεί στην πόλη του Κιλκίς.
Η ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ
Ασύγκριτο ήτο τότε το φρόνημα του Στρατού μας. Ο επικεφαλής εκείνου του αγώνα Βασιλεύς Κωνσταντίνος διακήρυσσε προς τις τέσσερις ελληνικές μεραρχίες που θα έπαιρναν μέρος στη μάχη του Κιλκίς: «Τίποτε δεν ημπορεί να σταματήσει τους Έλληνες στρατιώτες. Άναψε το αίμα των, και είναι αποφασισμένοι να ρίψουν εις τα μούτρα τους δούλους της Βαλκανικής , Βουλγάρους, τις ύβρεις ή να πεθάνουν. ».
Στις 19 Ιουνίου 1913, υπό την δυσκολία του καύσωνα αλλά και τις οβίδες από τα πυροβόλα των Βουλγάρων ξεκινά η επίθεση των ελληνικών δυνάμεων προς τα εμπρός. Οι απώλειες στην πρώτη μέρα της μάχης ήταν μεγάλες αλλά η θέληση για νίκη ήταν στα ύψη.
Η νίκη δόθηκε από την ηρωική 2α Μεραρχία του Στρατηγού Κωνσταντίνου Καλλάρη που κινήθηκε νύκτα , επιτέθηκε και νίκησε τις βουλγαρικές δυνάμεις και απελευθέρωσε το ΚΙΛΚΙΣ, την 21η Ιουνίου 1913. Η ελληνική σημαία κυμάτιζε περήφανα στην ρημαγμένη πόλη που είχε πάρει φωτιά από τους Βουλγάρους.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΑΧΑΝΑ
Ταυτόχρονα στο Λαχανά τα όπλα ηχούσαν ακόμα. Το μεσημέρι της 21ης Ιουνίου 1913 το ελληνικό Στρατηγείο διέταξε τις ελληνικές δυνάμεις να επιτίθενται κατάτης ΚΡΕΣΝΑΣ και του ΛΑΧΑΝΑ , δια της λόγχης. Το Τάγμα του Ταγματάρχη Ιω. Βελισαρίου έδωσε λύση καθώς επιτέθηκε από τα νότια. Εκπόρθησε τις βουλγαρικές θέσεις και καταδίωξε τον εχθρό.
Αναφέρεται ότι οι άνδρες του Ταγματάρχη Βελισαρίου, ζητούσαν από τον ηγέτη τους επιμόνως φυσίγγια. Ο θρυλικός εκείνος ήρωας τους κεραυνοβόλησε λέγοντας: «Δεν έχετε φυσίγγια; Με τις πέτρες πάρτε τους μωρε!» Ο ήρωας Ι. Βελισαρίου έπεσε ηρωικά στην μάχη και πέρασε στο πάνθεον των ηρώων .
Ο λαός ονόμασε «Βουλγαροκτόνο» τον Βασιλέα Κωνσταντίνο! Και αυτό διότι ο θρυλικός εκείνος Βασιλεύς, είχε επιτύχει όπως ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β’, να διαλύσει την αναιδή φιλοδοξία και την αχαλίνωτη θηριωδία των βαρβαρικών λειψάνων της βαλκανικής. Ως «ανθρωπόμορφα κτήνη», είχε αποκαλέσει ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος τους Βούλγαρους και δεν είχε άδικο. Παγκόσμια αγανάκτηση προκάλεσαν οι βουλγαρικές ανανδρίες.
Εξευτελισμένα ράκη του βουλγαρικού στρατού έφευγαν πανικόβλητα, εμπρός εις την θύελλα την ελληνικής λόγχης. Οι Βούλγαροι στο πέρασμά τους πραγματοποίησαν σφαγές, βιασμούς, λεηλασίες. Σεπτοί ιεράρχες, ιερείς, διδάσκαλοι και γυναικόπαιδα βρήκαν φρικαλέο θάνατο!
Επί τρεις ημέρας θάπτοντα χιλιάδες Έλληνες που δολοφόνησαν οι Βούλγαροι στις Σέρρες, την Δράμα, το Δοξάτο. Το αίμα των Ελλήνων πότισε τα χώματα της Ανατολικής Μακεδονίας και έγραψε όπως χαρακτηριστικά ελέχθη στο τύπο της εποχής, «κόκκινα τα νερά του ποταμού της Αγίας Βαρβάρας της Δράμας», από την ομαδική σφαγή τριών χιλιάδων Ελλήνων. Αυτή η θηριωδία του ηττημένου εχθρού προκάλεσε την αγανάκτηση Ελλήνων και ξένων.
Οι αγγλικές εφημερίδες έγραψαν τότε:
«Οι Βούλγαροι επισκιάζουν όλας τας φρικαλεότητας του παρελθόντος και αποδεικνύουν ότι δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να συγκαταλέγονται μεταξύ των πολιτισμένων λαών. ».
Ο αείμνηστος Βασιλεύς Κωνσταντίνος ΙΒ’, είχε όνειρο να εκμηδενίσει την βουλγαρική απειλή. Όταν η Ελλάς πιέζονταν από τους Συμμάχους να δεχθεί ειρήνη, ο Κωνσταντίνος αντιτάχθηκε Είχε δηλώσει ο Στρατηλάτης πως : «Μόνον εις το πεδίον της μάχης θα υπαγορεύσωμεν τους όρους ειρήνης.». Στις λέξεις του Βασιλέως συμπυκνώθηκε η δίκαιη οργή του λαού κατά των Βουλγάρων.
Τότε οι Έλληνες ήταν ενωμένοι.
Οι γενναίοι Έλληνες αξιωματικοί έπεφταν όρθιοι ή έφιπποι στην πρώτη γραμμή . Σώζεται η στιχομυθία του Ταγματάρχη Αντώνιου Κουτήφαρη, που ενώ πληγώθηκε θανάσιμα από οβίδα του βουλγαρικού πυροβολικού, είδε ξαφνικά στο πλευρό του τον Κωνσταντίνο! Δευτερόλεπτα, μια πνοή τον χώριζε από τον θάνατο. Ανέκτησε όμως προς στιγμήν τις δυνάμεις του και είπε εις τον Βασιλέα: «Προχωρούμε Μεγαλειότατε! Προχωρούμεν προς την Σόφιαν.». Και αμέσως εξέπνευσε.
Η εποποιία των ετών 1912-1913, η συνέχεια δηλαδή της εθνεγερσίας του 1821, είχε τούτο το χαρακτηριστικό: Ενώ ο Στρατός εμάχετο και νικούσε υπό ομαδικό πνεύμα, εν τούτοις δημιουργήθηκαν αξίες και ηρωικά είδωλα που ουδέποτε θα χάσουν την ακτινοβολία των. Οι αξιωματικοί εκείνης της εποχής είχαν γεννηθεί ήρωες, είχαν εξορίσει τη λέξη «υποχώρηση», ο νους τους ήταν πάντα «εμπρός»!
Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος απεύθυνε ημερήσια διαταγή την 21η Ιουνίου 1913 προς τα ελληνικά στρατεύματα και τόνιζε:
« Προς τον γενναίον Στρατόν Μου,
Επιδείξατα τοιούτον ηρωισμόν κατά τας μάχας των τελευταίων ημερών και συντρίψαντα τον εχθρόν πανταχού όπου τον συνήντησεν, εκφράζω τον θαυμασμόν Μου και την υπερηφάνειαν ότι ηγούμαι αυτού
Κωνσταντίνος Βασιλεύς».
Στον Αρχιστράτηγο Βασιλέα Κωνσταντίνο, ο δήμαρχος των Αθηναίων απέστειλε τηλεγράφημα στο οποίο μεταξύ άλλων τόνιζε: « Ευχόμεθα όπως ο πολεμιστής Βασιλεύς, οδηγήσει τον στρατόν της Ελλάδος και εις νέας νίκας.» Και πράγματι χάρη στις νίκες του Ελληνικού Στρατού η Μακεδονία απελευθερώθηκε και προστέθηκε ένα ακόμη λαμπρό έπος εις την ιστορία της Ελλάδος.
Διονύσιος Βουλγαρόπουλος, δημοσιογράφος.