Η Ά Πολιορκία του Μεσολοίου υπήρξε παταγώδης αποτυχία για τους Τούρκους. Ο Σουλτάνος είχε διατάξει τον Γιουσούφ πασά να μαζέψει στρατό με σκοπό να υποτάξει την Στερεά Εάδα. Ο Ομέρ Βρυώνης όμως από ζήλια κατάφερε να διαλύσει τα στρατεύματα του Γιουσούφ.
Έτσι το καλοκαίρι του 1823 ο Σουλτάνος έδωσε διαταγή στον Μουσταή (Μουσταφά) πασά Ισκοδραλιτή να εκστρατεύσει μαζί με τον Βρυώνη.
Ο Μουσταή ήταν τότε 25 χρονών και ένας από τους μεγαλύτερους πασάδες της Αλβανίας. Είχε πασαλίκια στην Σκόδρα, Αυλώνα, στο Βέρατ καθώς και όλες τις επαρχίες τους.
Τον Ιούνιο του 1823 εξεστράτευσε λοιπόν μαζί με δέκα χιλιάδες εκλεκτούς στρατιώτες. Ο θείος του ο Τζελαλεντίν μπέης, ο Σούλτσα Κόρτσα και ο Άγο Βασιάρη τον ακολούθησαν. Στους 10.000 άντρες του Μουσταή θα προσθέτονταν και ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή στο Αγρίνιο.
Ποια ήταν η αντίδραση των Εήνων μπροστά σε αυτά τα γεγονότα; Απολύτως τίποτα. Η καταραμένη διχόνοια είχε πέσει πάλι στους Έηνες για τρεις λόγους: α) ο διορισμός του Σουλιώτη Μάρκου Μπότσαρη ως στρατηγός της Δυτικής Στερεάς από το 1822.
Οι Στερεοεαδίτες οπλαρχηγοί διαμαρτυρήθηκαν στον Κωνσταντίνο Μεταξά επειδή ήταν ξένος. Ξένος ποιος; Εκείνος που για μήνες καθυστέρησε πλήθη στρατευμάτων στην Ήπειρο; Εκείνος που έσωσε τις ζωές τους στο Μεσολόι όταν ήσαν έτοιμοι να παραδοθούν;
β) η κατοίκηση των Σουλιωτών στο Ζαπάντι. Αυτό εξαγρίωσε τους Έλληνες και Τούρκους κατοίκους του χωριού.
γ) Η έχθρα των Χασαπαίων για τον Γρίβα. Του επιτέθηκαν και τον εγκλώβισαν σε έναν πύργο. Διαμαρτυρήθηκαν στον Μεταξά πως εάν δεν έφευγε από την Στερεά Εάδα δεν θα ησύχαζαν.
Ο Κωνσταντίνος Μεταξάς με το που άκουσε για την εκστρατεία του Μουσταή και του Ομέρ Βρυώνη έκανε τα αδύνατα δυνατά για να καθησυχάσει τους Έηνες:
α) Διόρισε για έντεκα μέρες στρατηγούς της Στερεάς Εάδας τους διαμαρτυρόμενους οπλαρχηγούς. Αυτό τους καθησύχασε αρκετά.
β) Διέδωσε πως η κατοίκηση των Σουλιωτών στο Ζαπάντι ήταν ένα ψέμα για να διώξουν τους Τούρκους κατοίκους ενώ ταυτόχρονα νοίκιασε σπίτια στο Μεσολόι να μείνουν οι Σουλιώτες και
γ) έπεισε τον Γρίβα να φύγει από την Στερεά Εάδα. Χάρη στον Μεταξά δημιουργήθηκε μία αμυντική γραμμή τεσσάρων χιλιάδων ανδρών στο Μακρυνόρος η οποία λίγο έλειψε να διαλυθεί για τον εξής λόγο: Οι Τζαβεαίοι (ο Ζυγούρης και ο Κίτσος) άρχισαν πάλι να διαμαρτύρονται για τον διορισμό του Μπότσαρη και ξεσήκωσαν τους άους οπλαρχηγούς εναντίον του.
Στις 14 Ιουλίου 1823 ο Μπότσαρης κάλεσε τους Τζαβεαίους και τους μίλησε με λόγια τόσο πατριωτικά που τους συγκίνησε με αποτέλεσμα να ξεχάσουν τις έχθρες τους. Αργότερα, την ίδια μέρα, κάλεσε τους άους οπλαρχηγούς και τους ανακοίνωσε το σχέδιο του για την αντιμετώπιση του Μουσταή.
Οι περισσότεροι όμως του έφεραν αντίρρηση με τα σχέδια του δηλαδή να βγουν έξω από την πόλη και να πολεμήσουν εκεί τον Μουσταή. Ο Μάρκος Μπότσαρης διέκρινε πως πίσω από όλα αυτά οφείλονταν το δίπλωμα της στρατηγίας. Σηκώθηκε πάνω και έβγαλε το δίπλωμα, που υιοθετώντας τα έθιμα των Στερεοεαδιτών το είχε στην ζώνη του, και μίλησε:
-Σας ορκίζομαι πως κανένα αξίωμα δε θέλω ούτε ζήτησα. Η κυβέρνηση μου έδωσε ένα βαθμό, τάχα εσείς δεν είστε άξιοι να το πάρετε; Λοιπόν μπροστά σας σκίζω το δίπλωμα!
Το σήκωσε πάνω και το φίλησε για να δείξει τον σεβασμό στην Κυβέρνηση. Ύστερα έχοντας το μπροστά από τα μάτια των οπλαρχηγών άρχισε να το σχίζει σιγά-σιγά ώσπου το δίπλωμα χωρίστηκε στα δύο. Το πέταξε στο πάτωμα λέγοντας:
-Τα διπλώματα δίνονται στις μάχες και δεν είναι γραμμένα στα χαρτιά, αά στις λεπίδες των σπαθιών! Και όσοι δεν θέλουν από εσάς να με ακολουθήσουν ας κάτσουν εδώ να γίνουν στάχτη!
Κανείς δεν διαφώνησε με το σχέδιο του τώρα. Τον ακολούθησαν και αποφάσισαν να σταματήσουν τον Μουσταή μια και καλή. Κατάφεραν να βρουν με πολύ κόπο 1.250 άντρες. Αυτή η χούφτα πολεμιστών έπρεπε να σταματήσει την τεράστια στρατιά των 10.000 Αλβανών.
Στις 28 Ιουλίου 1823 ο Μπότσαρης πέρασε από την μονή του Προυσσού όπου βρισκόταν ο Καραϊσκάκης άρρωστος. Οι δύο πολέμαρχοι χαιρετήθηκαν σαν αδέλφια και ύστερα ο Μπότσαρης άφησε την μονή για πάντα...
Στις 5 Αυγούστου ο Τζελαλεντίν μπέης με τους περισσότερους αξιωματικούς και 5.000 πολεμιστές στρατοπέδευσε στο Κεφαλόβρυσο, είκοσι λεπτά από το Καρπενήσι. Το μισό του στράτευμα αποτελούταν από Μιρδίτες, δηλαδή καθολικοί χριστιανοί βόρειοι Αλβανοί, ένα επίλεκτο σώμα άριστων Αφρικανών σκοπευτών και οι υπόλοιποι ήσαν Αλβανοί Γκέκηδες.
Η υπόλοιπη στρατιά μαζί με τον Μουσταή στρατοπέδευσε στα Πλατάνια και σε άες περιοχές. Την ίδια μέρα ο Μπότσαρης με τους χίλιους διακόσιους πενήντα άντρες του στρατοπέδευσε στο Μικρό και Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας. Επειδή η παραπέρα αντίσταση δεν όφειλε σε τίποτε, ο Μάρκος άρχιζε να σχεδιάζει νυχτερινή επίθεση.
Ωστόσο χρειαζόταν τις κατάηλες πληροφορίες για το στρατόπεδο. Έτσι στις 7 του μηνός έστειλε τρεις κατασκόπους, τον πρωτεξάδελφο Θανάση-Τούσσα Μπότσαρη, τον Ιωάννη Μπαϊρακτάρη και τον συνομήλικό του Θανάση Κουτσονίκα να μπουν στο στρατόπεδο. Το βράδυ της ίδιας μέρας γύρισαν και ανέφεραν τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει. Ο Μπότσαρης τώρα άρχισε να προετοιμάζει τα παλικάρια του για την επίθεση.
Δύο ώρες πριν γίνει η μεγάλη επιχείρηση ο Μπότσαρης έλαβε ένα γράμμα από τον λόρδο Βύρωνα που ήθελε να τον γνωρίσει. Ο Μπότσαρης του έστειλε αυτό το γράμμα το οποίο θα είναι και το τελευταίο του: «…Απόψε σκοπεύω κάτι να επιχειρήσω εναντίον σώματος Αλβανών εξ επτά χιλιάδων, στρατοπεδευμένων σιμά εις αυτό το μέρος. Μεθαύριον θα αναχωρήσω μαζί με εκλεκτούς άνδρες μου δια να έλθω προς υπάντησιν της Εξοχότητάς σας…».
Λίγο πριν επιτεθούν ο Μάρκος πήγε σε μία εκκλησία για να προσευχηθεί. Εκεί συνάντησε έναν παπά. Έτρεξε προς το μέρος του και αφού του φίλησε το χέρι του έδωσε ένα σακούλι χρυσόφλουρα. Ύστερα του είπε:
-Πάρτα καλέ μου άνθρωπε, να τα μοιράσεις στους φτωχούς για να συγχωρεθεί η ψυχή του Μάρκου Μπότσαρη.
-Τι λες παιδί μου; Πέθανε ο Μάρκος Μπότσαρης; (Ο παπάς δεν τον γνώριζε) -Όχι… πάει για να πεθάνει…
Τα μεσάνυχτα της 8ης και 9ης Αυγούστου 1823 ο Μάρκος Μπότσαρης με 450 διαλεχτούς Σουλιώτες (οι άοι 800 θα έκαναν επίθεση στα Πλατάνια) διείσδυσαν στο τουρκικό στρατόπεδο από την δυτική πλευρά που όπως διαβεβαίωσαν οι κατάσκοποί τους ήταν σχεδόν αφύλαχτη. Αφού εξουδετέρωσαν εύκολα τους λιγοστούς σκοπούς ο Μπότσαρης έδωσε τις τελευταίες οδηγίες στα παλικάρια του:
-Θα επιτεθούμε πρώτα με τα τουφέκια και θα φωνάζουμε στα Αλβανικά για να προκαλέσουμε πανικό. Ύστερα θα πιάσουμε τα σπαθιά με τα μαχαίρια και αν δεν ξεχωριζόμαστε στο σκοτάδι θα ρωτάμε τον άο στα Αλβανικά και πάλι «ποιος είσαι;». Αν δεν απαντάει «ατσάλι» θα τον χτυπάμε.
Οι Σουλιώτες μέσα στην μαύρη νύχτα χώθηκαν βαθιά μες στο στρατόπεδο. Ύστερα ακολουθώντας τις οδηγίες του αρχηγού τους άρχισαν να πυροβολούν. Οι Αλβανοί ξεκίνησαν να τρέχουν πέρα-δώθε κάνοντας και τους άους να πανικοβάονται.
Οι αξιωματικοί όμως βγήκαν έξω από τις σκηνές τους και άρχισαν να φωνάζουν πως δεν είναι Έλληνες αλλά κάποιοι Αλβανοί που εξεγέρθηκαν, κάτι που συνέβαινε αρκετές φορές.
Ο Μπότσαρης τότε ανέβηκε πάνω σε ένα βράχο. Μία βροντερή φωνή διαπέρασε όλο το στρατόπεδο που τους έκανε όλους να ανατριχιάσουν:
-Λάθος, δεν είναι Αλβανοί! Τρέμετε βάρβαροι! Είναι ο Μπότσαρης μωρέ και ήρθε να σας σφάξει όλους!
-Έρδε Μπότσαρη!(= ήρθε ο Μπότσαρης) άρχισαν να φωνάζουν.
Στο στρατόπεδο τώρα παίζονταν ένα άγριο δράμα θανάτου! Οι Αλβανοί τρέχανε δεξιά και αριστερά να σωθούν. Από ποιον; Μήπως μες στον πανικό και στο σκοτάδι ξεχωριζόντουσαν; Σφάζονταν μεταξύ τους! Άοι νομίζοντας μάλιστα πως οι Σουλιώτες ήταν δικοί τους έτρεχαν κοντά τους. Ώσπου να καταλάβουν το μοιραίο τους σφάλμα είχαν περάσει στον αιώνιο ύπνο…
Ανάμεσα στα παλικάρια ξεχώριζε ένας, ο τρομερός, ο Μάρκος Μπότσαρης που με λύσσα έψαχνε τις σκηνές των πασάδων. Πλάι του βρίσκονταν το πρωτοπαλίκαρό του ο Λάμπρος. Οι δύο γενναίοι διαγούμισαν τις σκηνές ώσπου κάποια στιγμή μπήκαν σε μία μεγάλη.
Εκεί ο Μπότσαρης βρήκε τον Τζαφέρ πασά. Τον έπιασε και τον έδωσε στα παλικάρια του. Μπαίνει σε μία άη και βρίσκει τον Άγο Βασιάρη. Με τον Βασιάρη ο Μπότσαρης είχε διεξάγει τις διαπραγματεύσεις στο Μεσολόι κατά τη διάρκεια της Ά Πολιορκίας.
Τον αιχμαλώτισε και τον έδωσε και αυτό στα παλικάρια του. Όσο για τον φρουρό της σκηνής δεν ασχολήθηκαν και πολύ. Αυτός όταν είδε μπροστά του τον γίγαντα του Σουλίου λιποθύμησε!
Κάποια στιγμή μία σφαίρα χτύπησε τον Μπότσαρη στην βουβωνική χώρα. Τρέχει ο Λάμπρος να δει.
-Σταμάτα δεν είναι τίποτα! του λέει και στηριγμένος στο σπαθί του σηκώθηκε. Ύστερα αρπάζει έναν Αλβανό και τον ρωτάει:
-Που είναι οι πασάδες;
Εκείνος τρέμοντας του έδειξε μία μάντρα για τα γιδοπρόβατα του στρατού όπου ο Τζελαλεντίν μπέης είχε μαζέψει πολεμιστές, την είχε οχυρώσει και εξαπέλυε φονικό πυρ κατά των Σουλιωτών. Ο Μπότσαρης χωρίς να χάσει καιρό δίνει διαταγή στον Λάμπρο να φωνάξει μερικά παλικάρια μαζί με τον Θανάση-Τούσσα και τον αδελφό του, Κώστα Μπότσαρη, να μαζευτούν γύρω από την μάντρα. Οι Σουλιώτες με αλαλαγμούς συγκεντρώθηκαν γύρω από αυτή.
Ο Μπότσαρης σήκωσε το κεφάλι του λίγο πιο πάνω από την μάντρα να δει πόσοι εχθροί ήσαν μαζεμένοι εκεί να πάρει μία ιδέα. Αυτό το τόλμημα το πλήρωσε μα την ίδια του την ζωή… Μία σφαίρα σφυρίζοντας στον αέρα έπληξε το δεξί του μάτι και σφήνωσε το καύκαλό του. «Πατριώτες μου, χτυπήθηκα…» πρόλαβε να πει και ξεψύχησε!
Η σφαίρα που σκότωσε τον Μ.Μπότσαρη
Ο Θανάσης-Τούσσας σήκωσε αμέσως το πτώμα του ξαδέρφου του και με χοντρά δάκρυα στα μάτια το πήρε απ’ την μάχη… Οι υπόλοιποι Σουλιώτες αφού ειδοποιήθηκαν έφυγαν. Ο Τζελαλεντίν μπέης τότε από την χαρά του έστειλε διακόσιους ιππείς να διαλύσουν τους Έηνες. Εάν συνέβαινε αυτό η νίκη θα ήταν των Αλβανών. Ευτυχώς όμως ένας οπλαρχηγός ο Γιάννης Τσαούσης με
διαλεχτά παλικάρια του κατέλαβε μία γέφυρα, που ένωνε την μία άκρη του Κεφαλόβρυσου στην άη, και έδωσε χρόνο στους Σουλιώτες να φύγουν. Είχαν μόνο 60 νεκρούς και σαράντα δύο τραυματίες. Πίσω όμως είχαν αφήσει στον Μουσταή να θάψει πάνω από χίλιους διακόσιους σκοτωμένους.
Όταν οι Σουλιώτες έφυγαν μαζεύτηκαν γύρω από τον αρχηγό τους. Δεν ήθελαν να πιστέψουν πως ήταν νεκρός! Ένας από αυτούς έσφαξε τον Άγο Βασιάρη πάνω στην απελπισία του και την τρομερή του θλίψη…
Εκατό παλικάρια αποφάσισαν να γυρίσουν τον νεκρό να τον θάψουν στο Μεσολόι. Έτσι κι έγινε και τον έβαλαν πάνω σε ένα άλογο. Τον έστησαν όρθιο σαν πολέμαρχο του Άδη… Καθώς πέρασαν από τον Προυσσό είδε την νεκρική πομπή ο Καραϊσκάκης.
Αν και άρρωστος στηρίχθηκε πάνω στο καριοφίλι του, κατέβηκε κούτσα-κούτσα τα σκαλιά και προσκύνησε το λείψανο του Μάρκου λέγοντας: «Μακάρι ήρωα Μάρκο και ’γω από τέτοιο θάνατο να πάω!» Αργότερα έστειλε ένα γράμμα στην κυβέρνηση:
«Ο Μάρκος ήταν τρανός. Είχε νου που δεν είχε άος και είχε γνώμη δίκαια σαν Χριστού! Ούτε στο δάχτυλό του δεν τον φτάναμε!»
Στις 10 του μηνός έγινε η κηδεία του. Χιλιάδες άντρες και γυναίκες παρακολούθησαν την κηδεία του. Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν καλυμμένος με μία γαλάζια χλαίνη.
Ο Κωνσταντίνος Μεταξάς επέτρεψε στην αδελφή του Μπότσαρη την Μάρω να τον ετοιμάσει για την ταφή. Η Σουλιώτισσα ετοίμασε τον νεκρό και τον έκλαψε όπως είχε κάνει και άους συμπατριώτες της… Ο Μπότσαρης κηδεύτηκε μέσα στον ναό του Αγίου Νικολάου στην Τουρλίδα.
Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν παρών. Το φέρετρό του στήριζαν τα παλικάρια του με μαύρα φέσια. Οι Αλβανοί αιχμάλωτοι παρακολουθούσαν επίσης. Όταν ο επικήδειος λόγος τέλειωσε οι άντρες του προσκύνησαν το φέρετρο και τον έθαψαν, εκεί όπου είχε πριν ένα χρόνο σχεδόν υπερασπιστεί, στην Μεγάλη Τάπια του Μεσολοίου.
Καθώς το φέρετρο σκεπάζονταν από χώμα τα ιερά κανόνια της πόλης ήχησαν τριάντα δύο φορές. Όσα και τα χρόνια του…
Οι Μεσολοίτες δεν ήσαν οι μόνοι που θρήνησαν. Θρήνησε όλη η Εάδα και ο Μαυροκορδάτος κατάφερε να διαδώσει την φήμη του Μπότσαρη στην Γαία, στην Ιταλία και αργότερα σε όλη την Ευρώπη.
Μία πλατεία στο Στρασβούργο υπάρχει με το όνομα του σήμερα. Αλλά ακόμα και οι ίδιοι του οι εχθροί τον τίμησαν! Ο Χασάν Αρσίν πασάς είπε: «Αν ήταν μουσουλμάνος θα νόμιζα πως ο προφήτης γύρισε στον κόσμο!».
Ακόμη και ο Μουσταή, που ο Μπότσαρης του είχε σφάξει περισσότερους από χίλιους άντρες του σε μία νύχτα, είπε για αυτόν: «Μακάρι να είχα την παλικαριά του!». Τέλος ο Καραϊσκάκης αφιέρωσε στον Αετό του Σουλίου αυτά τα αθάνατα λόγια:
«Σαν τον Μάρκο ήρωα μάνα δεν ξαναγεννάει»
Θρήνος μεγάλος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι
το Μάρκο παν στην εκκλησιά το Μάρκο παν στον τάφο
‘ξήντα παπάδες παν μπροστά και δέκα δεσποτάδες
κι από κοντά Σουλιώτισσες (τόνε μοιργιολογάνε.
Κι ο γερο-Νότης κάθονταν στου Μάρκου το κεφάλι
κι όλο του Μάρκου ν’ έλεγε κι όλο του Μάρκου λέει:
-Για σήκω απάνω Μάρκο μου, και μη βαριοκοιμάσαι
Ο Βάλτος κι αν προσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι,
το Μεσολόγγι απόμεινε δε θε να προσκυνήσει.
Στεριάς το δέρνει ο Κιουταχής κι Αράπης του πελάγου
πέφτουν τα τόπια σα βροχή κι οι μπόμπες σα χαλάζι
κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης.
Κι ο Μάρκος αποκρίθηκε μ’ όσο κι αν η μπορούσε:
-Δε μπορ’ ο μαύρος να σταθώ, να σηκωθώ να κάτσω
γιατ’ έχω βόλι στην καρδιά, μολύβι στο κεφάλι.)