Η μάχη της Κορυτσάς διεξήχθη κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-41 στην πόλη Κορυτσά στη νότια Αλβανία μεταξύ της ιταλικής 9ης Στρατιάς που την υπερασπίστηκε και του επιτιθέμενου Γ’ Σώματος Στρατού.
Μετά το τέλος της αρχικής ιταλικής εισβολής που ξεκίνησε στις 28 Οκτωβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις ξεκίνησαν αντεπίθεση στις αρχές Νοεμβρίου.
Η μάχη για την Κορυτσά αποτελούσε το πρώτο μέρος της επιχείρησης εναντίον των Ιταλών και σηματοδότησε την τελική φάση της ελληνικής διείσδυσης στον τομέα της Μάχης Μόροβα-Ιβάν.
Η ιταλική 9η Στρατιά βρισκόταν σε χαρακώματα γύρω από την πόλη, αλλά ο σκληρός αγώνας για δύο ημέρες οδήγησε στο σπάσιμο της ιταλικής αμυντικής γραμμής από τους Έλληνες και της κατάληψης της πόλης.
Τα κατάλοιπα της Στρατιάς απέφευγαν την αιχμαλωσία, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις δεν είχαν αρκετά οχήματα για να ακολουθήσουν τους Ιταλούς που υποχωρούσαν.
Η κατάληψη της πόλης
Στις 14 Νοεμβρίου 1940 και μετά από την αρχική, αμυντική στάση των ελληνικών δυνάμεων, ξεκίνησε η αντεπίθεση στον τομέα της Δυτικής Μακεδονίας.
Στις 21 Νοεμβρίου οι Ιταλικές δυνάμεις, πιεζόμενες από τμήματα του 53ου συντάγματος Πεζικού της ΙΧ μεραρχίας του ελληνικού Γ’ Σ.Σ., υποχρεώθηκαν σε εγκατάλειψη του οροπεδίου της Κορυτσάς και σύμπτυξη προς το Πόγραδετς.
Το σύνταγμα ήταν στελεχωμένο από εφέδρους που κατάγονταν από τη Δυτική Μακεδονία και γνώριζαν άριστα τη μορφολογία των περιοχών. Μετά από επιτυχείς μάχες στην οροσειρά Μοράβα, τα ελληνικά τμήματα διατάχθηκαν να αναμένουν περαιτέρω εντολές για προέλαση.
Με πρωτοβουλία του υποδιοικητή του συντάγματος, Ευρυτάνα αντισυνταγματάρχη Δημητρίου Θεοδωράκη (φωτό), το πρωί της 22ας Νοεμβρίου απόσπασμα του συντάγματος αποτελούμενο από ένα τάγμα ενισχυμένο με λόχο ιππικού 25 ανδρών, καταδίωξαν τα υπολείμματα της Ιταλικής οπισθοφυλακής και εισήλθαν στην πόλη της Κορυτσάς, καταλαμβάνοντάς την.
Ο ίδιος ο Θεοδωράκης υπέγραψε ως εκπρόσωπος του ελληνικού στρατού το πρακτικό παράδοσης της πόλης από τις Αλβανικές αρχές και εν-συνεχεία εξέδωσε προκήρυξη, αυτό-διορισθείς φρούραρχος Κορυτσάς, ενώ διόρισε νέα δημοτική αρχή.
Η πόλη παρέμεινε υπό ελληνική διοίκηση έως και τις 12 Απριλίου 1941, όταν ο ελληνικός στρατός εγκατέλειψε τα εδάφη της Αλβανίας, προκειμένου να αποφύγει την περικύκλωση από τις γερμανικές μονάδες.