Σε μία απρόσμενη τροπή της πυρηνικής διπλωματίας, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν φέρεται, σύμφωνα με το Axios, να ασκεί παρασκηνιακές πιέσεις στην Τεχεράνη για να αποδεχτεί συμφωνία «μηδενικού εμπλουτισμού ουρανίου» με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η επίσημη ρωσική θέση παραμένει πως το Ιράν έχει κάθε δικαίωμα στον εμπλουτισμό. Ωστόσο, σύμφωνα με τρείς Ευρωπαίους αξιωματούχους και έναν Ισραηλινό, η Μόσχα προτείνει πίσω από κλειστές πόρτες έναν συμβιβασμό που θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για νέα συμφωνία με την Ουάσινγκτον.
«Γνωρίζουμε ότι αυτό είπε ο Πούτιν στους Ιρανούς», επιβεβαίωσε ανώτερος Ισραηλινός αξιωματούχος.
Η παρέμβαση του Πούτιν έρχεται λίγες εβδομάδες μετά τον 12ήμερο πόλεμο Ισραήλ – Ιράν, ο οποίος φαίνεται να ανέτρεψε τις ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή. Παρά την προηγούμενη στήριξη του Ιράν προς τη Ρωσία στον πόλεμο της Ουκρανίας – με αποστολές εκατοντάδων επιθετικών UAV και πυραύλων – το Κρεμλίνο φαίνεται πως τώρα υιοθετεί πιο πραγματιστική στάση.
Πηγές αναφέρουν ότι οι Ρώσοι ενημέρωσαν και το Ισραήλ για τη νέα αυτή προσέγγιση, ενώ ο Πούτιν συζήτησε το θέμα με τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Εμανουέλ Μακρόν σε τηλεφωνικές επικοινωνίες την περασμένη εβδομάδα.
«Ο Πούτιν θα υποστήριζε τον μηδενικό εμπλουτισμό. Ενθάρρυνε τους Ιρανούς να εργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε οι διαπραγματεύσεις με τους Αμερικανούς να γίνουν πιο ευνοϊκές», φέρεται να δήλωσε Ευρωπαίος αξιωματούχος με άμεση γνώση των συζητήσεων.
Το Ιράν, ωστόσο, δεν εμφανίζεται πρόθυμο να εξετάσει τέτοια πρόταση, ενώ δεν έχει διαψεύσει ούτε επιβεβαιώσει τη θέση της Μόσχας. Το γεγονός ότι η Ρωσία ανοίγει δίαυλο επικοινωνίας με ΗΠΑ και Ισραήλ για το πυρηνικό ζήτημα, προκαλεί προβληματισμό στην Τεχεράνη, που θεωρεί τις πιέσεις αυτές ως υπαναχώρηση ενός παραδοσιακού συμμάχου.
Η κίνηση αυτή του Πούτιν, αν επιβεβαιωθεί και σε πολιτικό επίπεδο, θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει τον χάρτη των συμμαχιών στη Μέση Ανατολή, ενώ στέλνει σαφές μήνυμα ότι η Μόσχα δεν προτίθεται να ρισκάρει παγκόσμια πυρηνική κρίση, ειδικά με φόντο τις εξελίξεις στην Ουκρανία και την επιστροφή Τραμπ στο διεθνές προσκήνιο.
















