Τους ασφυκτικούς περιορισμούς και τις αθέμιτες πιέσεις που υφίσταται το Οικουμενικό Πατριαρχείο μαζί με τις άλλες θρησκευτικές μειονότητες στην Τουρκία καταγράφει η νέα Έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις Θρησκευτικές Ελευθερίες.
Όπως τονίζει η έκθεση, η τουρκική κυβέρνηση συνέχισε να περιορίζει τα δικαιώματα των μη μουσουλμανικών θρησκευτικών μειονοτήτων ιδίως εκείνων που δεν αναγνωρίζονται από την Συνθήκη της Λωζάνης.
Παρόλα όμως αυτά, η έκθεση υποστηρίζει ότι ακόμα και οι τρεις αναγνωρισμένες κοινότητες (Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, Εβραίοι, Αρμένιοι Αποστολικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί) υφίστανται συστηματικές διακρίσεις, οι οποίες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την Συνθήκη της Λωζάνης. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «οι θρησκευτικές μειονότητες ανέφεραν και πάλι δυσκολίες στο άνοιγμα ή στη λειτουργία οίκων λατρείας, στην επίλυση κτηματικών και περιουσιακών διαφορών και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν για τη λήψη της νόμιμης αποζημίωσης που δικαιούνται για περιουσιακά στοιχεία, τα οποία απαλλοτριώθηκαν από την κυβέρνηση».
Όσον αφορά τον δημόσιο διάλογο, γίνεται ειδική αναφορά στην αντισημιτική ρητορική και στη γενικότερη ρητορική μίσους, η οποία συνεχίστηκε να υφίσταται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στον έντυπο τύπο.
Ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Εξωτερικών, συνέχισαν να ζητούν από την τουρκική κυβέρνηση να επιτρέψει την επανέναρξη της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και να επιτρέψει γενικώς σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες να εκπαιδεύσουν τους κληρικούς τους στη χώρα.
Για παράδειγμα, στις 30 Ιουλίου, ο πρέσβης των ΗΠΑ επισκέφτηκε μαζί με το γενικό πρόξενο στην Κωνσταντινούπολη τη Χάλκη για να δείξει το συνεχές ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον για το άνοιγμα της Σχολής.
Η έκθεση παραπέμπει στο δημοσίευμα της εφημερίδας Sozcu, το οποίο αναφέρει ότι το Ντιανέτ (Τουρκική Διεύθυνση Θρησκευτικών Θεμάτων) απέκτησε το κτήριο ενός ιστορικού νοσοκομείου που βρίσκεται στο νησί της Χάλκης για να ανοίξει ένα ισλαμικό εκπαιδευτικό κέντρο.
Μάλιστα καταγράφονται αναλυτικά τα εντελώς δύο μέτρα και δύο σταθμά που εφαρμόζει η τουρκική κυβέρνηση στον τομέα της θρησκευτικής εκπαίδευσης. «Η (τουρκική) κυβέρνηση συνέχισε να παρέχει εκπαίδευση στους σουνίτες μουσουλμάνους κληρικούς, την ίδια στιγμή που συνέχισε να περιορίζει την εκπαίδευση κληρικών από τις άλλες θρησκευτικές ομάδες. Η (τουρκική) κυβέρνηση συνέχισε να παρέχει χρηματοδότηση για δημόσια, ιδιωτικά και θρησκευτικά σχολεία που διδάσκουν το Ισλάμ. Δεν το έκανε για τα μειονοτικά σχολεία των κοινοτήτων που αναγνωρίζονται από την Συνθήκη της Λωζάνης, εκτός από την καταβολή των μισθών για μαθήματα που διδάσκονται στα τουρκικά, όπως η τουρκική λογοτεχνία. Οι μειονοτικές θρησκευτικές κοινότητες χρηματοδότησαν όλες τις άλλες δαπάνες τους μέσω ιδιωτικών δωρεών», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Μάλιστα η έκθεση παρουσιάζει και την έκκληση που είχε κάνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης τον Ιούλιο για το άνοιγμα της Σχολής. Ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας είχε δηλώσει ότι το συνεχιζόμενο κλείσιμο διέκοψε μια παράδοση διδασκαλίας που χρονολογείται εδώ και αρκετούς αιώνες και ανάγεται στις ιστορικές ρίζες που είχε η Σχολή ως μοναστήρι.
Η έκθεση κάνει αναφορά στην απόφαση που είχε λάβει το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας του 1971 για την απαγόρευση της λειτουργίας των ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η συγκεκριμένη απόφαση είχε οδηγήσει στο κλείσιμο της Σχολής. Ωστόσο, οι τροποποιήσεις του συντάγματος το 1982 επέτρεψαν την ίδρυση ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά έθεσαν επίσης σημαντικούς περιορισμούς στα ιδρύματα με αποτέλεσμα να μην επιτραπεί η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
ΠΗΓΗ protothema