Οδυσσέας Ανδρούτσος: Στις 8 Μαΐου 1821 πρωτεργάτης της ηρωικής νίκης των Ελλήνων έναντι του φοβερού και τρομερού Ομέρ Βρυώνη, στο Χάνι της Γραβιάς και στις 5 Ιουνίου του 1825, θύμα δολοφονίας στην Ακρόπολη των Αθηνών από χέρια ελληνικά.
Το 1825, και ενώ συνεχίζεται η ελληνική επανάσταση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ταυτόχρονα βρίσκεται σε εξέλιξη η δεύτερη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.
Ο ελληνικός εμφύλιος
Από τη μία πλευρά του εμφυλίου είναι όλοι σχεδόν οι προεστοί και οι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου (Κολοκοτρώνης κ.ά.) και από την άλλη οι Υδραίοι με τους Ρουμελιώτες. Στο στρατόπεδο των πρώτων ανήκει και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Ο Ανδρούτσος, πάντως, μέσα σε αυτό το κλίμα του αλληλοσπαραγμού, πιέζει τους οπλαρχηγούς για ομόνοια. Σε επιστολή του μάλιστα προς τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα και τον Νικητάρα αναφέρει το ιστορικό πλέον: «Έχετε γνώσιν και καταλαμβάνετε ότι πολεμούντες ο Γιάννης με τον Κώστα, δεν κατορθώνουν παρά να κερδίζη ο κοινός εχθρός».
Η αντίπαλη πλευρά στην οποία πρωτοστατεί ο Κωλέττης, επιδιώκοντας να αποδυναμώσουν τον Ανδρούτσο, προσεταιρίζονται τον Γιάννη Γκούρα, πρώην πρωτοπαλίκαρό του, και τον χρήζουν επίσημα φρούραρχο της Ακρόπολης των Αθηνών.
Μία σειρά από απόπειρες δολοφονίας κατά του Ανδρούτσου και το γενικότερο εμφυλιακό κλίμα κάνουν τον οπλαρχηγό να απομονωθεί από τους έλληνες συντρόφους του και να αναπτύξει επικοινωνία με τους Τούρκους.
Η συμφωνία με τους Τούρκους
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ιωάννης Ζαμπέλιος στο «Τραγωδίαι – Οδυσσεύς Ανδρούτσος», κατά μία μαρτυρία ο Ανδρούτσος ήρθε σε συνεννόηση με τον Ομέρ Πασσά, να μην υπάρξει μεταξύ τους σύγκρουση καθ’ όλη τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.
Σε περίπτωση που οι Έλληνες επικρατούσαν ο Ανδρούτσος εγγυόταν στους Τούρκους ασφαλή μετάβαση με τον οπλισμό και την περιουσία τους σε σημείο που βρίσκεται υπό οθωμανικό έλεγχο.
Αν κέρδιζαν οι Οθωμανοί, ο Ομέρ εγγυόταν την προστασία του Ανδρούτσου και των ανδρών του από λεηλασία και σφαγή.
Η εξήγηση του Ανδρούτσου για την συμφωνία αυτή ήταν πως το έκανε για να συνετίσει και να ασκήσει πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση που επεδίωκε ανοιχτά την εξόντωσή του.
Το αμφιλεγόμενο σχέδιο
Η πλευρά όμως της Κυβέρνησης τον κατηγορεί ως προδότη.
Ο Ανδρούτσος μάταια προσπαθεί να σταματήσει τις εις βάρος του διώξεις που από καιρό έχει ξεκινήσει η Κυβέρνηση και ευρισκόμενος σε αδιέξοδο προχωράει σε ένα αμφιλεγόμενο σχέδιο.
Θέλοντας να καταλάβει το υπό τουρκική κατοχή κάστρο του Καράμπαμπα στη Βοιωτική Ακτή της Χαλκίδας έρχεται σε συνεννόηση με τον Ομέρ πασά και του ζητάει να δεχτεί 300 άνδρες του Ανδρούτσου για επιπλέον ασφάλεια με σκοπό να εξοντώσει εν συνεχεία τους Τούρκους και να παραδώσει το κάστρο στην ελληνική κυβέρνηση.
Ο Ομέρ όμως δεν πείθεται και αντ’ αυτού παραχωρεί 400 άνδρες ιππικό συνοδεία στον Ανδρούτσο και για να τον υποστήριζουν αλλά και για να έχει τον έλληνα οπλαρχηγό υπό την επίβλεψή του.
Οι κινήσεις αυτές του Ανδρούτσου σε συνδυασμό με άλλες επαφές, που σύμφωνα με κάποιες εκδοχές, είχε την περίοδο εκείνη με τους Τούρκους έπληξαν σοβαρά το κύρος του.
Γκούρας εναντίον Ανδρούτσου
Ο Κωλέττης ζητά από τον Γκούρα να συλλάβει τον προδότη Ανδρούτσο, και ύστερα από καταδίωξη και μάχη ο Ανδρούτσος αποφασίζει να παραδοθεί έχοντας τον όρκο του Γκούρα ότι θα του επέτρεπαν να αποσυρθεί στην σπηλιά του στο βουνό του Παρνασσού, την οποία είχε διαμορφώσει σε οίκημα για τον ίδιο και την οικογένειά του.
Ο Γκούρας όμως αθέτησε τον όρκο του και ο Ανδρούτσος οδηγήθηκε στην Αθήνα και φυλακίστηκε στην Ακρόπολη, στον ενετικό πύργο Γουλά, που βρισκόταν δυτικά από το ναό της Απτέρου Νίκης.
Η δολοφονία
Ξημερώματα 4ης προς 5η Ιουνίου 1825 μια ομάδα 4 ανδρών, απεσταλμένων του Γκούρα, μπήκε στο κελί του αλυσοδεμένου Ανδρούτσου. Παρά την υπεραρυθμία τους, χρειάστηκε να παλέψουν άγρια με τον κρατούμενο μέχρι να καταφέρουν να τον ακινητοποιήσουν και τελικά να τον στραγγαλίσουν.
Οι δολοφόνοι έλυσαν τις αλυσίδες που ήταν ακόμα δεμένες στο πτώμα του Ανδρούτσου και έριξαν το πτώμα του από μεγάλο ύψος θέλοντας να δώσουν την εικόνα ότι ο Ανδρούτσος σκοτώθηκε από πτώση κατά την προσπάθεια του να αποδράσει.
Η μαρτυρία
Στις 24 Μαρτίου 1953, ο σπουδαίος συγγραφέας και σταθερός συνεργάτης του «ΒΗΜΑΤΟΣ», Ηλίας Βενέζης παραθέτει τη μαρτυρία του αγωνιστή του 1821 Κώστα Καλαντζή, που βρισκόταν στην Ακρόπολη εκείνη τη μοιραία νύχτα.
«Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα όταν βλέπω τέσσαρας άνδρας να έρχονται προς τη φυλακή. Ήταν όλοι αρματωμένοι καλά… (…) Τον άκουσα να τους λέγει (σ.σ. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος):
“Ώρε ξέρω καλά ποιος σας έστειλε σας εδώ, και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δεν μου λύνετε τόνα μου χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυτές εδώ τις σαποκοιλιές δεν τις συνερίζομαι, μα συ, μωρέ Γιάννη, γιατί;»
«Πάνω σ’ αυτά αμέσως, καθώς κατάλαβα απ’ την ταραχή που ακολούθησε, ρίχτηκαν κατεπάνω στον αλυσωμένο. Άκουσα το βογγητό του, τους αναστεναγμούς και το μούγκρισμα του λιονταριού εκείνου, και η καρδιά μου ραγίστηκε.
»Ύστερα έγινε πέρα ως πέρα μεγάλη σιωπή. Σε λίγο είδα τους τέσσερις να τραβούν με το φανάρι προς το τείχος της Ακρόπολης που βλέπει προς Μακρυγιάννη. (…)
»Από κει ερχόταν ένας χτύπος όμοιος μ’ εκείνον που γίνεται όταν μπήγουν στύλο μέσα στη γη. Ύστερα τους είδα να γυρίζουν πίσω στην Κούλια (σ.σ. την φυλακή) απ’ όπου πήραν κάτι πολύ βαρύ και το πήγαν μαζωμένοι στο μέρος του χτύπου.
»Εκεί πάλι κάτι έκαναν μέσα σ’ ανακάτωση, και ύστερα πάλι άκουσα χτύπο πέτρας που χτυπά σ’ άλλη πέτρα…
»Το πρωί άμα σηκώθηκα έμαθα πως ο Δυσέας δραπέτευσε τη νύχτα και δοκίμασε να κατέβει απ’ την Ακρόπολη με σκοινί και πώς το σκοινί κόπηκε και σκοτώθηκε από το ύψος πεσμένος.
»Στο μέρος που άκουγα χτύπους ήταν μπηγμένο μεγάλο παλούκι. Απάνω του, δεμένο ένα κομμάτι τριχιά. Σαν πήγα κάτω είδα το πτώμα του άμοιρου στρατηγού. Το στόμα του ήταν καταματωμένο.
»Ο λαιμός του είχε μαυρίλες και σημάδια από νύχια…Την ίδια μέρα έγινε το ξόδι (σ.σ. η κηδεία, η εξόδιος ακολουθία) του πολύ καταφρονεμένο, και χειρότερο κι απ’ του τελευταίου κατάδικου.
»Τον έθαψαν σα σκυλί στον Άγιο Δημήτρη, στα δυτικά της Ακρόπολης».